Το αόρατο δώρο του Ερντογάν στον Ελληνισμό – Θα το αξιοποιήσουμε;
22/06/2022Ο Ερντογάν θα μας πιέσει στο ΝΑΤΟ για την αποστρατιωτικοποίηση, οι Τούρκοι αμφισβητούν πλέον και ονομαστικά την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, δημόσιες συζητήσεις στην Τουρκία για ενδεχόμενο ναυτικό αποκλεισμό σε νησιά και γενικότερα ενδεχόμενο εκδήλωσης κάποιας στρατιωτικής ενέργειας… Μια κατάσταση που εύκολα θα περιγραφόταν σαν απελπιστική, αλλά που παράλληλα προσφέρει μια μεγάλη ευκαιρία στην Ελλάδα. Το ζήτημα είναι εάν θα την εκμεταλλευτεί.
Η ευκαιρία αυτή αφορά στο ξεκαθάρισμα εντός Ελλάδος τί ισχύει και τί όχι στις σχέσεις μας με την Τουρκία. Είναι ευκαιρία η συζήτηση να ξεφύγει από τα ιδεολογήματα και να προσγειωθεί στην πραγματικότητα. Να περιθωριοποιηθούν δηλαδή ένθεν κακείθεν στερεότυπα δεκαετιών. Αυτό θα διευκόλυνε πολύ την πραγματικά κρίσιμη συζήτηση για το τί ακριβώς πρέπει να κάνει η Ελλάδα σε βάθος χρόνου για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Μια συζήτηση που πρέπει να έχει πρακτικό και όχι θεωρητικό περιεχόμενο.
Στην Ελλάδα επί δεκαετίες επικρατούσε η αντίληψη ότι με τη βοήθεια της ΕΕ και των ΗΠΑ μπορεί να βρεθεί μια λύση με την Τουρκία. Αυτό, όμως, διαψεύσθηκε στην πράξη. Οι Τούρκοι δεν κρύβουν ότι “ασφυκτιούν” στα σημερινά σύνορά τους. Θεωρούν ότι όπως τα σύνορα χαράχθηκαν κατά τον 20ο αιώνα, αδικούν την χώρα τους! Και για να το αποδείξουν τα συγκρίνουν με εκείνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας!
Η αναφορά των Τούρκων στον 25ο Μεσημβρινό στο Αιγαίο δεν ήταν βέβαια τυχαία. Εάν εξασφαλίσουν τον έλεγχο στον εναέριο χώρο και στα διεθνή ύδατα του ανατολικού Αιγαίου, θα έχουν κάνει το πρώτο βήμα. Τα ελληνικά νησιά θα έχουν τεθεί σε ένα άτυπο καθεστώς εγκλωβισμού και ομηρίας. Εάν, μάλιστα, αποστρατιωτικοποιηθούν, όπως πιέζουν οι Τούρκοι θα είναι έτοιμα για αρπαγή, η οποία θα λάβει χώρα στην πρώτη ευνοϊκή για την Άγκυρα συγκυρία. Γι’ αυτό εξάλλου υπάρχει ισχυρότατος τουρκικός αποβατικός στόλος στα μικρασιατικά παράλια.
Στο μεταξύ, η Τουρκία εργάζεται μεθοδικά ώστε να έχει δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες που θα διευκόλυναν την επίτευξη του τελικού στόχου της. Στο πλαίσιο αυτό “σπρώχνει” μουσουλμάνους πρόσφυγες και κυρίως παράνομους μετανάστες με σκοπό τον σταδιακό εποικισμό των νήσων. Και δυστυχώς ασυνείδητα συμπράττουν και το ελληνικό πολιτικό σύστημα και η περί άλλα τυρβάζουσα ΕΕ, η οποία για το μόνο που ενδιαφέρεται είναι να «μαντρώσει» του μετανάστες στα ελληνικά νησιά, αδιαφορώντας παντελώς για τις συνέπειες. Το δε ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει μάθει να ευθυγραμμίζεται με ό,τι ζητάνε οι Βρυξέλλες, ειδικά όταν παίρνει και χρήμα.
Ερντογάν
Εάν στα νησιά ριζώσει μία κρίσιμη μάζα μουσουλμάνων, δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι για πολιτισμικούς λόγους, πέρα από το οργανωμένο σχέδιο των Τούρκων, ο ελληνικός πληθυσμός θα αρχίσει να δέχεται πίεση στην καθημερινότητά του, με αποτέλεσμα να αρχίσει να εγκαταλείπει τα νησιά. Οι Τούρκοι έχουν αποδείξει ότι είναι μαστόροι στην εθνική εκκαθάριση. Αυτό που ονομάζουμε “υβριδικές δράσεις” το ασκούσαν πριν επινοηθεί ο όρος. Εννοείται, όπως επίσης αποδεικνύει η ιστορική πείρα, θα σπεύσουν να εκμεταλλευτούν κάθε πολιτική κρίση ή αστάθεια στο εσωτερικό της Ελλάδας. Από την εκμετάλλευση κάθε πιθανής αναταραχής, μέχρι τη συστηματική προώθηση της τουρκικής “μαλακής ισχύος”. Των γνωστών τουρκικών σήριαλ, μέχρι και τα ιδεολογήματα του τύπου “εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ όμως και οι δυο μας αχ και βαχ”.
Δυστυχώς, η φύση και ιστορικά η συμπεριφορά της Τουρκίας δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας. Οι τωρινές απειλές της προσφέρουν την τεράστια ευκαιρία πολιτικός κόσμος και κοινωνία να αντιληφθούν την πραγματική φύση της υπαρξιακής απειλής που συνιστά η γεωγραφική γειτνίαση με την δομικά επεκτατική Τουρκία. Η μεταβατική περίοδος επανακαθορισμού των ισορροπιών παγκοσμίως διευκόλυνε να έλθει με σαφήνεια στην επιφάνεια το τουρκικό πρόβλημα.
Αυτό με τη σειρά του διευκολύνει τη σύγκλιση των δύο βασικών ρευμάτων σκέψης για την ελληνοτουρική διένεξη. Τουλάχιστον, των εκατέρωθεν σοβαρών εκπροσώπων τους. Εάν συμφωνήσουμε ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από την άρνηση των τουρκικών επεκτατικών στόχων επί του πεδίου, μπορούμε ευκολότερα να συμφωνήσουμε και για το δέον γενέσθαι, εάν υποτεθεί ότι όλοι συμφωνούμε… πως πρέπει να επιβιώσουμε ως έθνος.
Η λύση του προβλήματος, λοιπόν, περνά μέσα από την οργάνωση και κινητοποίηση των εθνικών δυνάμεων στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Όσοι εμμένουν μονοδιάστατα στη στρατιωτική λύση της εξίσωσης, έχουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αντιληφθούν ότι το πρόβλημα είναι πολυσύνθετο, ότι πρέπει η εθνική ισχύς προϋποθέτει την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη, την οικοδόμηση εθνικού φρονήματος και βεβαίως την ανάπτυξη μίας ευέλικτης διπλωματίας με σκοπό την εδραίωση αποτελεσματικών συμμαχιών. Από την άλλη, όσοι εκδηλώνουν μια συστηματική απέχθεια απέναντι σε οτιδήποτε στρατιωτικό, πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσουν ότι χωρίς στρατιωτική ισχύ δεν μπορεί να υπάρξουν ούτε αποτελεσματική διπλωματία, ούτε συμμαχίες.
Ανήκομεν εις την Δύσιν
Εάν πλησιάσει η μία σχολή σκέψης την άλλη, θα διαπιστωθεί ότι μπορεί εύκολα να προκύψει μία σύγκλιση και στη διαπίστωση της φύσης και των διαστάσεων του προβλήματος και στο δέον γενέσθαι. Σε ό,τι αφορά δεν τις συμμαχίες, καλό είναι πλέον να διδαχθούμε ότι άλλο είναι το “ανήκομεν εις την Δύσιν” κι άλλο η μονοδιάστατη πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ, της ΕΕ, της Γαλλίας, ή του Ισραήλ, άλλο αξιόπιστος σύμμαχος κι άλλο “κράτος πελάτης”. Η επένδυση στην ενίσχυση της ελληνικής παρεμβατικότητας στο διεθνές περιβάλλον είναι ένας αυταπόδεικτος τομέας εθνικής συμφωνίας. Αυτό δεν ενισχύει την αποτροπή μόνο απέναντι στην Τουρκία, αλλά και στις ασκήσεις ισορροπίας τρίτων στα ελληνοτουρκικά. Η έγκαιρη διπλωματική κινητοποίηση μπορεί να κάνει τη διαφορά, σε συνδυασμό με πειστική στρατιωτική αποτροπή (σ.σ. ισχύς και βούληση αξιοποίησης).
Από τη στιγμή που μόνο η Τουρκία διεκδικεί από την Ελλάδα, όποιος προσπαθεί να ισορροπήσει μοιραία θα φλερτάρει με τη λογική “να δώσουμε κάτι στους Τούρκους”. Όμως, αυτό το κάτι θα είναι ελληνικό. Εκτός αυτού, ακόμα κι αν δινόταν δεν θα επέλυε το πρόβλημα. Θα ήταν απλά θέμα χρόνου η επανεμφάνιση του ίδιου τουρκικού επεκτατισμού με την έγερση νέων απαιτήσεων προς ικανοποίηση, σε κάποια άλλη ευνοϊκή συγκυρία. Έτσι κι αλλιώς αυτά που ζητάει η Τουρκία είναι πλέον τόσα πολλά που δεν υπάρχει καν πεδίο συζήτησης.
Πριν από λίγες ώρες διακινήθηκε στα κοινωνικά δίκτυα η είδηση της δημιουργίας «ομάδας κρούσης» (task force) για την ταχεία αξιοποίηση των ελληνικών υδρογονανθράκων, με επικεφαλής τον ειδικό στη γεωπολιτική της ενέργειας, Δρα Θεόδωρο Τσακίρη. Η είδηση, εάν επιβεβαιωθεί, είναι εξαιρετικά ενθαρρυντική. Την ίδια στιγμή, όμως, αποκαλύπτει και το μέγεθος μιας ελλαδικής ολιγωρίας ιστορικών διαστάσεων. Η κυβέρνηση μοιράζει δισεκατομμύρια για να στηρίξει την κοινωνία απέναντι στις συνέπειες της οικονομικής και ενεργειακής κρίσης. Εάν οι προσπάθειες αξιοποίησης που είχαν ξεκινήσει επί υπουργίας Μανιάτη δεν είχαν τορπιλιστεί εν ονόματι μιας βεβιασμένης και χωρίς τεχνολογικές προϋποθέσεις “πράσινης μετάβασης”, η Ελλάδα σήμερα θα βρισκόταν στην πλευρά όσων πανηγυρίζουν κρυφά για τις υψηλές τιμές, στην πλευρά των προμηθευτών.
Τα δε δισεκατομμύρια που μοιράζονται σήμερα και όχι μόνο, θα επέτρεπαν να μη γίνονται επώδυνοι συμβιβασμοί στην υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων που αφορούν κύρια οπλικά συστήματα (δεύτερη μοίρα Rafale, οπλισμός φρεγατών Belharra, έγκαιρη αναβάθμιση και των F-16 Block 30/50, νέα βλήματα πάσης φύσεως για υφιστάμενες πλατφόρμες, παρεμβάσεις στο αρματικό δυναμικό των χερσαίων δυνάμεων κ.λπ.).
Όλα αυτά συμβαίνουν μετά από την υπερδεκαετή εγκατάλειψη των Ενόπλων Δυνάμεων, όπου δεν συντηρούνταν καν στοιχειωδώς το υφιστάμενο υλικό. Αυτό από μόνο του είναι αποκαλυπτικό της νοοτροπίας “δεν πρόκειται να μας επιτεθεί η Τουρκία” που εξέφραζε διακομματικά πολλούς περισσότερους από όσους αφελώς το υποστήριξαν δημόσια. Ο Ερντογάν όμως σήμερα προσφέρει άλλη μια μεγάλη υπηρεσία στον Ελληνισμό, βοηθώντας τον αποτελεσματικά να κατανοήσει την πραγματική φύση του προβλήματος.
Ο πολιτικός κόσμος οφείλει να ασχοληθεί σοβαρά και να πιέσει για τη θεραπεία των κακώς κειμένων και στις Ένοπλες Δυνάμεις. Εκεί επιβιώνουν απαράδεκτες νοοτροπίες που πρέπει να τελειώνουν. Καταρχήν, απαιτείται δημιουργία δομής που θα επιτρέπει τον ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο. Σήμερα, συχνότατα βουλευτές διαμαρτύρονται ότι καλούνται στις αρμόδιες Επιτροπές να εγκρίνουν πράγματα που δεν κατανοούν, ίσως επειδή αυτά που τους σερβίρονται ενίοτε είναι γραμμένα έτσι για να μην γίνονται κατανοητά…Οι Ένοπλες Δυνάμεις πάσχουν από αδυναμία έγκαιρης διάγνωσης των προκλήσεων από τη ραγδαία πρόοδο της τεχνολογίας, σε συνδυασμό με την αφομοίωση των διδαγμάτων από σύγχρονες πολεμικές συρράξεις. Έχουν νοοτροπία αγοραστή και όχι σκληρής εποπτείας για σταδιακά φθηνότερη κάλυψη επιχειρησιακών αναγκών από την εγχώρια αμυντική βιομηχανία.
Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι η συντεχνιακή νοοτροπία διατήρησης θέσεων ανωτάτων αξιωματικών κι όχι η υιοθέτηση καινοτόμων λύσεων που απαλλάσσουν από περιττή γραφειοκρατία. Το αποτέλεσμα να έχουμε περισσότερους στρατηγούς, ναυάρχους και πτεράρχους από τις ΗΠΑ! Ένα τρίτο πρόβλημα είναι ότι απουσιάζει η αντισυμβατική καινοτόμα επιχειρησιακή σκέψη, που θα αλλάξει τα δεδομένα και στο πεδίο της ελληνικής αποτροπής απέναντι στην Τουρκία. Όχι ότι δεν υπάρχουν τέτοιοι αξιωματικοί. Υπάρχουν και είναι αρκετοί, αλλά κατά κανόνα το “σύστημα” τους περιθωριοποιεί και εκδιώκει.
Αυτά και άλλα πολλά θα μπορούσαν να υποβοηθηθούν και από επιστημονικές δομές υποστήριξης του έργου των Επιτελείων και του ίδιου του υπουργείου Άμυνας. Λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο γίνονται τα πράγματα στην Ελλάδα. Ο τομέας της άμυνας δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Η ευκαιρία οργάνωσης του κράτους με τρόπο πιο αποτελεσματικό, αλλά και με ενίσχυση της πολιτικής εποπτείας μέσω εξειδικευμένων στελεχών και αναλύσεων, οι οποίες πέραν κάποιων εξαιρέσεων θα δίνονται στη δημοσιότητα, θα δημιουργήσει ένα πλαίσιο που θα περιορίσει τους αυτοσχεδιασμούς του κάθε υπουργού και των συνεργατών του γραφείου του.