Το αποτύπωμα Σημίτη στα Ίμια και στην Μαδρίτη
05/01/2025Ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ απεβίωσε σε ηλικία 88 ετών αφήνοντας, ένα αναμφισβήτητα ισχυρό, αλλά και αμφιλεγόμενο αποτύπωμα στην μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας. Εμβληματικά στοιχεία εκείνης της περιόδου ήταν η ΟΝΕ, το χρηματιστήριο, η ισχύς των ιδιωτικών ΜΜΕ, η πορεία προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες… Όμως, επί θητείας του εκδηλώθηκε και μία νέα αντίληψη στην εξωτερική πολιτική, ειδικά στην σχέση της χώρας μας με την Τουρκία.
Στο πλαίσιο αυτό ακολουθεί ένα παλαιότερο κείμενο του τακτικού αρθρογράφου του SLpress.gr Βασίλη Ασημακόπουλο, με θέμα πτυχές τις εξωτερικής πολιτικής της περιόδου Σημίτη: Η περίοδος που προηγήθηκε την ανόδου του Κώστα Σημίτη (1989-1995) αποτέλεσε μια προσπάθεια του κόμματος, τόσο επιστροφής σε όψεις του ριζοσπαστικού παρελθόντος στις νέες συνθήκες, όσο και επιβίωσης της “πολιτικής Νταβός”. Από τη μία, το ΠΑΣΟΚ θα αρνούνταν την αναγνώριση άλλων διμερών διαφορών στο Αιγαίο, εκτός της υφαλοκρηπίδας, θα υιοθετούσε το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα για Ελλάδα-Κύπρο και θα αναγνώριζε τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Από την άλλη, στο “πνεύμα Νταβός”, θα αδυνατούσε να ασκήσει το δικαίωμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια (1994), ενώ θα απέσυρε το βέτο στην τελωνειακή σύνδεση ΕΕ-Τουρκίας το 1995.
Ο δυισμός του ΠΑΣΟΚ στην τελευταία κυβερνητική περίοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στα ζητήματα αυτά, όπως και οι συνεχείς παρεμβάσεις του αμερικανονατοϊκού παράγοντα υπέρ μιας γραμμής “αναγνώρισης και διευθέτησης των ελληνοτουρκικών διαφορών”, με συνεχείς πιέσεις προς την ελληνική πλευρά, περιγράφεται αναλυτικά στο βιβλίο του Χρήστου Λυμπέρη “1994-1996: Οψόμεθα την αλήθεια καθώς εστί”, Αρχηγού ΓΕΕΘΑ την εποχή εκείνη.
Ως αποτέλεσμα, ο δυισμός του ΠΑΣΟΚ καταγράφεται έντονα στη διαχείριση της κρίσης των Ιμίων (1996) λίγες μέρες μετά την ανάδειξη στην πρωθυπουργία του Σημίτη, κρίση που οδήγησε στην ήττα της ελληνικής πλευράς. Όμως, η προαναφερόμενη κρίση δεν αποτέλεσε επίμαχο σημείο, ούτε διαιρετική τομή στο κεντρικό τουλάχιστον επίπεδο, μεταξύ των δύο ανταγωνιστικών μερίδων της γραφειοκρατίας του ΠΑΣΟΚ που διεκδίκησαν τη διαδοχή στην ηγεσία στο 4ο συνέδριο (1996). Το “όλον” γραφειοκρατικό ΠΑΣΟΚ κινείται στην κατεύθυνση της “πολιτικής Νταβός”. Οι τάσεις που κινούνται στη γραμμή της ριζοσπαστικής εκδοχής του Ανδρέα Παπανδρέου, είτε θα περιθωριοποιηθούν εντός ΠΑΣΟΚ, είτε θα οδηγηθούν στην έξοδο από το κόμμα.
Η έμπρακτη αναγνώριση των πολλαπλών διμερών προβλημάτων με την Τουρκία από την ελληνική πλευρά θα περιληφθεί αρχικά στο κοινό ανακοινωθέν της Συμφωνίας της Μαδρίτης (1997) στο πλαίσιο της συνόδου κορυφής στο ΝΑΤΟ. Εκεί γίνεται ρητά λόγος για «νόμιμα ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο. Η ΝΔ θα ασκήσει κριτική, με διάθεση σαφούς υποβάθμισης του θέματος. Ο Συνασπισμός θα είναι θετικός, ενώ το ΚΚΕ και το ΔΗΚΚΙ θα ασκήσουν έντονη κριτική στο ανακοινωθέν της Μαδρίτης.
Επικράτηση της γραμμής Σημίτη
Στο ΠΑΣΟΚ θα εκδηλωθούν εκ νέου οι αντιθέσεις. Στη 6η σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής (1997) θα ασκηθεί έντονη κριτική από τα μέλη της, Αναστάσιο Πεπονή, Παντελή Οικονόμου, Μαρία Φραγκιαδάκη, Δημήτρη Βουνάτσο, ορισμένα μέλη προερχόμενα από τη Νεολαία ΠΑΣΟΚ, ενώ ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης θα παρουσιάσει αντιεισήγηση. Στην πλατφόρμα, θα επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ο δορυφορικός χαρακτήρας της πολιτικής και κομματικής ηγεσίας, η υπόγεια και αδιαφανής διαδικασία, εκτός του πεδίου του πολιτικού κόμματος, αλλαγής της ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας του κόμματος.
Η Κεντρική Επιτροπή με μεγάλη πλειοψηφία θα εγκρίνει την εισήγηση Σημίτη και Εκτελεστικού Γραφείου. Στο πλαίσιο αυτό και ενώ έχει μεσολαβήσει το “άγος Οτσαλάν” (1999), κινείται το κείμενο συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι (1999) όπου αναγνωρίζονται «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα».
Από τους εκτός ΠΑΣΟΚ διαφωνούντες, ο Δημήτρης Τσοβόλας καταγγέλλει την αποδέσμευση του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου προς την Τουρκία στο πλαίσιο της ενταξιακής της διαδικασίας. Ο δε Μιχάλης Χαραλαμπίδης κρίνει τη γραμμή Ελσίνκι ως κρίση της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας που μεταφέρει ζητήματα κυριαρχίας ή άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στη Χάγη.
Η “πολιτική Ελσίνκι”
Το συνολικό κοινωνικό, οικονομικό-χρηματιστηριακό και προπαγανδιστικό μιντιακό κλίμα είναι θετικό για την κυβέρνηση Σημίτη. Στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές (2000) οι πασοκογενείς κομματικοί σχηματισμοί (ΔΗΚΚΙ, ΔΠΕ) δεν επιτυγχάνουν την κοινοβουλευτική εκπροσώπησή τους. Ακόμα όμως και οι εντός του ΠΑΣΟΚ διαφωνούντες (Αναστάσης Πεπονής και Παντελής Οικονόμου), που επικέντρωναν την κριτική τους στην κυβέρνηση στα εθνικά ζητήματα, αποτυγχάνουν τότε να επανεκλεγούν.
Το Ελσίνκι θα μπορούσε να αποτελέσει μια διαδικασία διαιτησίας ουσιαστικά στις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, σε μια γενικότερη γραμμή αντιμετώπισης ενός ρατσιστικού-επιθετικού κράτους. Μεταβλήθηκε, όμως, από τακτική σε στρατηγική για την ελληνική πολιτική τάξη, απολυτοποιώντας μια περιοδική στιγμή των πολιτικών δυνάμεων στην Τουρκία που βρίσκονταν σε μεταβατική φάση σταθεροποίησης και όχι υπέρβασης του δημοκρατικού αδιεξόδου.
Στο Κυπριακό, η νέα γραμμή έλαβε τα χαρακτηριστικά της φανατικής υποστήριξης του Σχεδίου Ανάν (2004). Στο προγραμματικό κομματικό επίπεδο στο ΠΑΣΟΚ της περιόδου Γιώργου Παπανδρέου (υπεύθυνη προγράμματος ήταν η Άννα Διαμαντοπούλου), η διαχείριση των ελληνοτουρκικών έλαβε την παγιωμένη γραμμή της ύπαρξης διμερών ζητημάτων και επίλυσής τους στη βάση των αρχών (όχι των κανόνων) του διεθνούς δικαίου και του πολιτικού διαλόγου. Η θέση αυτή στο ΠΑΣΟΚ επιχειρήθηκε να αντικρουστεί τότε μόνον από την πολιτική ομάδα του “Νέου Αγωνιστή” στο Προγραμματικό Συνέδριο (5ος/2007).
Η γραμμή «δεν υπάρχουν ελληνοτουρκικές διαφορές, πλην του νομικού ζητήματος της υφαλοκρηπίδας, αλλά μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις» αναιρείται. Αντικαθίσταται με τη θέση: «Διμερή προβλήματα στο Αιγαίο που πρέπει να επιλυθούν μέσω Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ίσως και απευθείας πολιτικού διαλόγου». Επίσης, γίνεται αποδεκτή η “Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία” ως πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού.
Όλα αυτά δεν χαρακτηρίζουν μόνον το ΠΑΣΟΚ από το 1996 και μετά. Τόσο η ΝΔ – με την ταλαντευόμενη εξαίρεση των Καραμανλή και Μολυβιάτη μέσα στην πάλη των γραμμών στο χώρο της Δεξιάς – όσο και ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και η πλειονότητα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς κινούνται εντός της κυρίαρχης κατεύθυνσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Και η εθνική κυριαρχία στη Χάγη
Η κρίση της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας και η μεταφορά ζητημάτων που άπτονται κυριαρχικών δικαιωμάτων ή και θεμάτων άσκησης κυριαρχίας στη Χάγη, όπως προπαγανδίζεται με ιδιαίτερη ένταση, καταγράφει τον ηγεμονικό ρόλο της αμερικανο-νατοϊκής διαχείρισης και την κατεύθυνσή της. Και όχι μόνο. Δείχνει, επίσης, την ένταση του ανταγωνισμού-συνεταιρισμού στις διαδικασίες κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης των πολυεθνικών, την τάση ρευστοποίησης των συνόρων και το διαμορφούμενο και δυσμενή για την Ελλάδα συσχετισμό δυνάμεων απέναντι στην αναθεωρητική Τουρκία στο γεωπολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Πρόκειται για το αποτέλεσμα της κίνησης και των επιλογών της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της χώρας. Οι προειδοποιήσεις ελάχιστων αυτόνομων διανοουμένων, όπως ο Παναγιώτης Κονδύλης, στην αρχή της μεταδιπολικής περιόδου δεν βρήκαν ανταπόκριση. Η διάσπαση του εθνικού με το κοινωνικό από τη δεκαετία του 1990 και μετά, διαμορφώνει σταδιακά μια ενδοτική πολιτική ταυτότητα στο εθνικό και μια ακραία νεοφιλελεύθερη στο κοινωνικό. Στην πραγματικότητα, το Μνημόνιο ήταν το προϊόν αυτής της διαδρομής, η ολοκλήρωση και η συστηματική συνέχισή της. Μιας διαδρομής, που όπως προαναφέραμε, είχε την σφραγίδα του Κώστα Σημίτη….