Το αποτρεπτικό μήνυμα του αρχηγού ΓΕΕΘΑ και η διαχείρισή του
20/06/2020Τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα στον τομέα της αποτρεπτικής ρητορικής η δήλωση του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, στρατηγού Κωνσταντίνου Φλώρου, ότι «όποιος πατήσει το πόδι του σε ελληνικό έδαφος, πρώτα θα τον κάψουμε και μετά θα ανέβουμε να δούμε ποιος ήταν». Όπως ήταν προβλέψιμο, οι αντιδράσεις σε μια Ελλάδα, που ανέκαθεν ηδονιζόταν να διχάζεται, κυμαίνονται από την απόλυτη καταδίκη της δήλωσης-προειδοποίησης προς την Άγκυρα από τους γνωστούς σημαιοφόρους του κατευνασμού, μέχρι την απόλυτη αποδοχή.
Παράλληλα, εκφράζεται και μια ενδιάμεση άποψη, σύμφωνα με την οποία το ίδιο μήνυμα θα μπορούσε να διαβιβαστεί στην Τουρκία με τη χρήση πολιτικά ορθής φρασεολογίας. Η θέση μας είναι ότι η συζήτηση που οφείλει να διεξαγάγει μία ηγετική ελίτ που διαθέτει “κουλτούρα εθνικής ασφαλείας” δεν είναι τα ανωτέρω. Είναι το εάν η ελληνική αποτροπή ενισχύθηκε ή όχι από τη δήλωση του αρχηγού ΓΕΕΘΑ. Σε τελική ανάλυση, σημασία έχει τι προσέλαβε η άλλη πλευρά, όχι τι καταλαβαίνουν οι διάφοροι κύκλοι στην Αθήνα.
Εκ του περιεχομένου της, η αναφορά του αρχηγού ΓΕΕΘΑ είναι προφανές ότι αφορά στο ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου κατά το πρότυπο των Ιμίων. Την αποβίβαση δηλαδή τουρκικών δυνάμεων σε κάποια ελληνική νησίδα. Με αυτό ως δεδομένο και παραμερίζοντας τα του ύφους, ο στρατηγός Φλώρος δεν είπε κάτι ούτε πρωτότυπο ούτε υπερβολικό. Επανέλαβε την παρόμοια τοποθέτηση του προκατόχου του ναυάρχου Αποστολάκη.
Υπενθυμίζεται ότι και στον ελληνικό αμυντικό σχεδιασμό, στο εν λόγω σενάριο, θεωρητικά υπάρχουν τρεις τρόποι αντίδρασης:
- Πρώτον, η ανακατάληψη της νησίδας. Αρνητικό της επιλογής ότι απαιτεί ολόκληρη επιχείρηση που θα έχει αναπόφευκτα θύματα.
- Δεύτερον, η ισοπέδωση της νησίδας. Διασφαλίζει να μην υπάρχουν θύματα από ελληνικής πλευράς, αλλά δημιουργεί προϋποθέσεις κλιμάκωσης της κρίσης.
- Τρίτον, ελληνική απόβαση σε τουρκική νησίδα, ώστε εμμέσως να υποδεικνύεται και η μέθοδος απεμπλοκής, με την εκατέρωθεν αποχώρηση και επαναφορά στο status quo ante.
Η τρίτη επιλογή, παρότι εκ πρώτης όψεως μοιάζει ιδανική, έχει τα δικά της προβλήματα. Βασικότερο είναι ότι δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει τουρκικός στόχος πλησίον του θεάτρου της κρίσης, ενώ αν υπάρχει πιθανότατα θα φυλάσσεται. Εάν επιλεγεί κάποια άλλη σε άλλο σημείο του Αιγαίου, υπάρχει ανοιχτό το ενδεχόμενο να επιλέξει η Τουρκία αυτό που δεν επιλέξαμε εμείς, την ισοπέδωση, ρίχνοντας τη μπάλα στο ελληνικό γήπεδο. Με τον τρόπο αυτό θα έχει επιβάλλει ουσιαστικά τη γενίκευση της σύγκρουσης, δοκιμάζοντας τα πραγματικά όρια της Αθήνας, η οποία αποστρέφεται τη στρατιωτική επιλογή. Με απλά λόγια, σε τέτοιες περιπτώσεις, επιλογές χωρίς κόστος δεν υπάρχουν.
Όχι με μεσολαβητές τους δημοσιογράφους
Επιστρέφοντας όμως στις δηλώσεις του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, είναι φανερό ότι η επικοινωνιακή ισχύς της φρασεολογίας που επελέγη στο πλαίσιο μιας ελεύθερης συζήτησης με δημοσιογράφους, είχε ως αποτέλεσμα το αποτρεπτικό μήνυμα να εστιαστεί εκεί. Η αλήθεια είναι ότι ο αρχηγός μίλησε για αποφασιστική στάση με κλιμακωτά σενάρια στρατιωτικής αντίδρασης και σε περίπτωση που η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας δεν αφορούσε το έδαφος, αλλά τη θάλασσα, όπως το ζήτημα της διενέργειας τουρκικών ερευνών και γεωτρήσεων εντός της ελληνικής ΑΟΖ.
Η κατανοητή από δημοσιογραφικής πλευράς εστίαση και ο υπερτονισμός της δήλωσης για «κάψιμο», αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο το μήνυμα να διαβαστεί λάθος στην Άγκυρα. Οι Τούρκοι ίσως προσλάβουν τη διαφορετική ένταση του αποτρεπτικού μηνύματος που έστειλε ο στρατηγός Φλώρος, κατά τρόπο που να θεωρήσουν ότι η ελληνική αντίδραση σε δικές τους έρευνες δεν θα είναι αποφασιστική. Άλλωστε στην τρέχουσα χρονική συγκυρία συζητάμε για τουρκικά ερευνητικά σκάφη και γεωτρύπανα και όχι για επανάληψη του σεναρίου των Ιμίων.
Στην συζήτηση των δημοσιογράφων με τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ υπογραμμίστηκαν με απόλυτα λογικό στρατιωτικά τρόπο τα περιθώρια κλιμάκωσης μιας κρίσης με οποιοδήποτε αφορμή, καθώς επίσης και το ότι τα στρατιωτικά σχέδια έχουν σημασία «στα πρώτα πέντε λεπτά της κρίσης», καθώς στη συνέχεια η κάθε κρίση έχει τη δική της δυναμική και ρόλο θα παίξει η καλή κατανόηση της κατάστασης και ο ορθολογισμός πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.
Τόνισε δε σε αρκετά σημεία την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής έναντι της στρατιωτικής εξουσίας στις δημοκρατίες. Σε μία αποστροφή του λόγου του αποκάλεσε τον Ερντογάν «μεγάλο ηγέτη αλλά αυταρχικό». Η αναφορά αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι πολλοί έσπευσαν να ασκήσουν κριτική στηριζόμενοι σε αυτό που επέλεξε η δημοσιογραφική πένα να προτάξει για να “πουλήσει” την είδηση με εμπορικά αποδοτικό τρόπο, όχι για να περιγράψει ολιστικά την ελληνική θέση και το μήνυμα που εστάλη στην Άγκυρα.
Αυτό ασφαλώς ήταν κάτι προβλέψιμο. Κατά συνέπεια, την επόμενη φορά θα πρέπει τέτοια κρίσιμα μηνύματα να στέλνονται διαφορετικά κι όχι με τρόπο που καθιστά μεσολαβητές τους δημοσιογράφους. Σε ζητήματα εθνικής ασφαλείας δεν πρέπει να αφήνονται περιθώρια παρανοήσεων και το μήνυμα να νοθεύεται από φλύαρα συμφραζόμενα.