ΘΕΜΑ

Το χρονικό του πραξικοπήματος – Η χούντα είχε σχέδια έψαχνε ευκαιρία

Το χρονικό του πραξικοπήματος – Η χούντα είχε σχέδια έψαχνε ευκαιρία, Κώστας Βενιζέλος

Υπονομεύοντας συστηματικά και μεθοδικά, με παράνομους τρόπους την Κυπριακή Δημοκρατία, η χούντα έστρωνε το χαλί στην Άγκυρα. Μια σειρά από γεγονότα καθόρισαν την πορεία των πραγμάτων, με αποκορύφωμα το πραξικόπημα της χούντας και της ΕΟΚΑ Β και την τουρκική εισβολή.

Η χούντα είχε συζητήσει από τον Φεβρουάριο την ανατροπή του Προέδρου Μακάριου: Από την απόσυρση της μεραρχίας από την Κύπρο, αποδυναμώνοντας ουσιαστικά την άμυνα έναντι ενδεχόμενης τουρκικής εισβολής, τη διάσπαση του εσωτερικού μετώπου (ΕΟΚΑ Β) μέχρι και τις απόπειρες κατά του Μακαρίου με αποκορύφωμα το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Όλα συνδέονται με τον τελικό στόχο, να μοιραστεί το νησί στα δυο.

Η χούντα των Αθηνών είχε συνεργάτες στην Κύπρο, αν και μετά την καταστροφή κάποιοι επιχείρησαν να αποποιηθούν ευθυνών. Υπήρξε μια προσπάθεια να δοθεί άφεση αμαρτιών στην ΕΟΚΑ Β, αλλά και στη χούντα. Η ιστορία δεν αλλάζει. Τις επιπτώσεις των προδοτικών πράξεων τις βιώνουμε μέχρι τώρα. Τα ανιστόρητα αφηγήματα επιχειρούν να συγκαλύψουν τους υπεύθυνους της καταστροφής. Τα όσα έγιναν το καλοκαίρι του 1974 δεν ήταν τυχαία, συγκυριακά. Ούτε το πραξικόπημα, ούτε η εισβολή δεν αποφασίσθηκαν στο παρά πέντε. Υπάρχουν μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν πως υπήρχε προ πολλού προετοιμασία.

Για παράδειγμα, κατά την προ του πραξικοπήματος περίοδο, είχε παρατηρηθεί μια «προώθηση στα δυτικά παράλια της Τουρκίας ενός συγκροτήματος ενισχυμένου με άρματα, με πυροβολικό, με μηχανικό, με διαβιβάσεις, με λόχο μεταφορών, το οποίο συγκρότημα εγκαταστάθηκε στο Αδραμύττιο, απέναντι από τη Μυτιλήνη και ασχολούνταν με την εκπαίδευση σε αμφίβιες επιχειρήσεις» (κατάθεση του τότε “Αρχηγού” της ΚΥΠ Λάμπρου Σταθοπούλου, 4.12.86, σελ. 17, πόρισμα για το Φάκελο της Κύπρου, ελληνικής Βουλής).

Κατά την ίδια χρονική περίοδο, διαπιστώνεται «ότι είχαμε και μια μετακίνηση των τουρκικών αεροπλάνων από τα ανατολικά προς τα δυτικά και νότια αεροδρόμια… Το γεγονός είναι ότι αυτή η μετακίνηση της αεροπορίας προς τα δυτικά παράλια της Τουρκίας αύξησε πάλι την απειλή και για την Κύπρο και για τα νησιά του Αιγαίου» (Σταθοπούλου ό.π., σελ. 17 και 18)… «Από τα μέσα Μαΐου μέχρι και της 15 Ιουλίου βλέπαμε μια ασυνήθιστη δραστηριότητα των Τούρκων» (Σταθόπουλος, ό.π., σελ. 53).

Ποιοι πήραν την απόφαση

Ούτε, βέβαια, το πραξικόπημα ήταν απόφαση της τελευταίας στιγμής. Ούτε προκλήθηκε από την επιστολή Μακαρίου προς Γκιζίκη. Ο αρχηγός της χούντας, Δημήτριος Ιωαννίδης, επιδίωκε διακαώς τον αφανισμό του Μακάριου. Ήθελε τη φυσική και πολιτική εξόντωση του Κύπριου προέδρου. Όπως αποδεικνύεται αυτό το γνώριζαν, εκτός από την χούντα, την ηγεσία της ΕΟΚΑ Β και οι Αμερικανοί. Ενδεχομένως κι άλλες ξένες υπηρεσίες. Στο πόρισμα του φακέλου της Κύπρου, της ελληνικής Βουλής, αναφέρεται ότι το πραξικόπημα της 15.7. 74 αποφασίστηκε από τους:

  • Φαίδωνα Γκιζίκη, “Πρόεδρο της Δημοκρατίας”.
  • Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, “πρωθυπουργό”.
  • Δημήτριο Ιωαννίδη, “αρχηγό της χούντας”.
  • Γρηγόριο Μπονάνο, “Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων” με εισήγηση του Δημήτριου Ιωαννίδη, που επίμονα υποστήριζε, ότι «ο Μακάριος ήταν εθνικά απαράδεκτος και επικίνδυνος».

Είχαν προηγηθεί επανειλημμένες διαβουλεύσεις των τεσσάρων της χουντικής ηγεσίας στο σπίτι του Ανδρουτσόπουλου. Οι διαβουλεύσεις τους αυτές άρχισαν, σύμφωνα με την κατάθεση Μπονάνου, το Φεβρουάριο μήνα του 1974 (κατάθεση Μπονάνου, 17.12.86, σελ. 62) σύμφωνα δε με την κατάθεση του Γκιζίκη τον Απρίλιο μήνα του ίδιου χρόνου. Σε μία από αυτές τις συναντήσεις τους είχε συζητηθεί και το ενδεχόμενο να γίνει η ανατροπή του Μακαρίου και της κυβέρνησής του το Μάη μήνα, όταν αυτός σχεδίαζε να πραγματοποιήσει επίσημο ταξίδι στην Κίνα (Κατάθεση Πηλιχού, 27.11.86, σελ. 4).

Οι όποιες επιφυλάξεις υπήρξαν – όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται οι διάφοροι χουντικοί – κάμφθηκαν ύστερα από διαβεβαίωση του Ιωαννίδη ότι είχε «…συνεχείς και έντονες υποσχέσεις και εγγυήσεις από όλους τους ενδιαφερόμενους και δη από τις ΗΠΑ ότι δεν πρόκειται να επέμβει» η Τουρκία, όπως χαρακτηριστικά καταθέτει στις 24.2.87 ο Γκιζίκης (σελ. 15). Η απόφαση, σε σχέση με την οριστικοποίηση της εκδήλωσης του προδοτικού πραξικοπήματος, λήφθηκε στο δεύτερο δεκαήμερο του Ιούνη του 1974.

Η κρίσιμη σύσκεψη 

Ο εξ’ απορρήτων του Ιωαννίδη μάρτυρας Πηλιχός (κατάθεσή του 27.11.86, σελ. 18) τοποθετεί το χρόνο λήψης της απόφασης για το πραξικόπημα σε δυο-τρεις μήνες πριν από την 15η Ιουλίου 1974. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από την κατάθεση Γκιζίκη, ο οποίος αναφέρει ότι η πρώτη τους συζήτηση για το θέμα αυτό έγινε τον Απρίλιο ή αρχές Μαΐου ’74 και η τελευταία, αποφασιστική, σαράντα έως πενήντα μέρες μετά από την πρώτη.

Επίσης επιβεβαιώνεται και από την κατάθεση του Γενικού Γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών Άγγελου Βλάχου, ο οποίος αναφέρει ότι στις 23-24.6.74 ο τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Χένρι Τάσκα του επέδειξε δύο τηλεγραφήματα του Κίσινγκερ, που απευθύνονταν σε αυτόν και με τα οποία του έδινε εντολή να βρει τον Ιωαννίδη και να τον αποτρέψει να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια κατά του Μακαρίου. Συνεπώς η CΙΑ και γενικότερα οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, οι οποίες βρίσκονταν σε άμεση και στενή επαφή με τον Ιωαννίδη, γνώριζαν για το πραξικόπημα.

Η διαδικασία, λοιπόν, αυτή άρχισε τις τελευταίες μέρες του Ιούνη 1974, με τον προσδιορισμό από τους Ιωαννίδη-Μπονάνο της 15ης Ιουλίου ως ημέρας εκδήλωσης του πραξικοπήματος και με την επιλογή από τους ίδιους, των αξιωματικών της Εθνοφρουράς ταξίαρχο Μιχαήλ Γεωργίτση και Συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Κομπόκη, για την πραγματοποίηση του εγκλήματος.

Στις 2 Ιουλίου έγινε στην Αθήνα σύσκεψη, στην οποία συμμετείχαν οι Ιωαννίδης, Μπονάνος, Παπαδάκης. Αυτός, κατά την επίσημη εκδοχή κλήθηκε γιατί ήταν γνώστης των πραγμάτων. Σύμφωνα με το πόρισμα, διετέλεσε Επιτελάρχης του ΓΕΕΦ στην Κύπρο και με την ιδιότητα αυτή είχε επιλέξει για δόκιμους αξιωματικούς και 57 νέους Ελληνοκύπριους, όλους φανατικούς οπαδούς της ΕΟΚΑ Β΄ και έντονα αντιμακαριακούς (κατάθεση Λαγάκου, 9. 12.86, σελ. 69).

Κατά το Φεβρουάριο του 1972 υπηρετούσε ως Διοικητής της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο και είχε αναλάβει μαζί με τον ταξίαρχο Κονδύλη να κάνουν το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, το οποίο είχε αποφασίσει ο τότε αρχηγός της χούντας Γεώργιος Παπαδόπουλος. Περαιτέρω ήταν κουμπάρος του Ιωαννίδη. Ακόμη στη σύσκεψη συμμετείχαν ο ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης και ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κομπόκης.

«Αλέξανδρος εισήχθη κλινικήν»

Στη σύσκεψη αυτή ο Μπονάνος ενημέρωσε τους Παπαδάκη, Γεωργίτση και Κομπόκη για την απόφαση ανατροπής του προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου με στρατιωτικό πραξικόπημα, που όπως τους είπε, πάρθηκε από την κυβέρνηση και τη στρατιωτική ηγεσία. Στην ίδια σύσκεψη καθορίστηκαν από τον Μπονάνο και οι συνθηματικές εκφράσεις που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν κατά την έναρξη της εκδήλωσης του πραξικοπήματος και κατά την πορεία του.

  •  «Αλέξανδρος εισήχθη κλινικήν» ήταν το σύνθημα έναρξης του πραξικοπήματος.
  • «Αλέξανδρος πάει καλά» ήταν η φράση που σήμαινε καλή εξέλιξη του πραξικοπήματος.
  • «Αλέξανδρος ασθενεί βαρέως» ήταν η φράση που σήμαινε κακή πορεία του πραξικοπήματος.

Ο τελικός σχεδιασμός και οι λεπτομέρειες του πραξικοπήματος, ανατέθηκαν “εν λευκώ” στους Γεωργίτση και Κομπόκη. Μετά την πιο πάνω σύσκεψη οι Γεωργίτσης και Κομπόκης αναχώρησαν από την Αθήνα για Κύπρο, ο μεν Γεωργίτσης στις 6 Ιουλίου, ο δε Κομπόκης στις 7 Ιουλίου. Επιστρέφοντας ο Γεωργίτσης στην Κύπρο, κλήθηκε από το Στρατηγό Ντενίση, Διοικητή της Εθνοφρουράς, να τον ενημερώσει για το λόγο που τον είχε καλέσει στην Αθήνα ο Μπονάνος και αν του μετέφερε την αντίθεσή του σε οποιαδήποτε ενέργεια κατά του Μακαρίου.

Να σημειωθεί εδώ ότι, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις Ντενίση και Γεωργίτση, ο στρατηγός Ντενίσης είχε υποψιαστεί ενέργεια κατά του Μακαρίου και είπε στον Γεωργίτση να μεταφέρει στον Ιωαννίδη και στο Μπονάνο την αντίθεσή του σε κάθε τέτοια σκέψη και τους κινδύνους που κατά τη γνώμη του θα είχε μια τέτοια ενέργεια, καθώς και τους φόβους του για στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας. Όπως κατέθεσαν και ο Ντενίσης και ο Γεωργίτσης, ο δεύτερος δεν αποκάλυψε στον πρώτο, προϊστάμενό του Αντιστράτηγο, το σκοπό για τον οποίο τον κάλεσαν στην Αθήνα και του ανέφερε ψευδώς, ότι αντικείμενο της συζήτησής του με τον ΑΕΔ ήταν τα προβλήματα που δημιουργούσαν στην οργάνωση της Εθνοφρουράς οι αποφάσεις του Μακαρίου για μείωση της θητείας κλπ.

Το πραξικόπημα 

Το πραξικόπημα εκδηλώθηκε τη Δευτέρα 15.7.74 και ώρα 8.15΄ πρωινή. Η ώρα αυτή καθορίστηκε από τους Γεωργίτση και Κομπόκη και την ενέκρινε ο Ιωαννίδης και ο Μπονάνος, με σκοπό να είναι σίγουροι ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, του οποίου γνώριζαν τις συνήθειες, θα βρισκόταν στο Προεδρικό Μέγαρο για να μπορέσουν έτσι να τον σκοτώσουν ,  να τον συλλάβουν. Οι μονάδες που πήραν μέρος στο πραξικόπημα, σύμφωνα με τις καταθέσεις των Γεωργίτση, Κορκόντζελου, Παπαγιάννη, Μπίτου στην Επιτροπή για το Φάκελο της Κύπρου και το έγγραφο του ΓΕΕΘΑ (ενημερωτικό σημείωμα) ήταν:

  • Οι 31η και 33η Μοίρες καταδρομών και μια τρίτη πλην ενός Λόχου που μεταφέρθηκαν από τον Πενταδάκτυλο.
  •  Δύο τάγματα πεζικού που μεταφέρθηκαν από την Κυρήνεια.
  • Τμήματα της 23ης Επιλαρχίας Μέσων Αρμάτων, που έδρευε στη Λευκωσία.
  • Τμήματα της 21ης Επιλαρχίας Αναγνωρίσεων, που κι αυτή έδρευε στη Λευκωσία. Δύο λόχοι και ένα τμήμα της ΕΛΔΥΚ.

Η μετακίνηση των δυνάμεων από τον Πενταδάκτυλο και την Κυρήνεια, διατάχθηκε μεν από τους Γεωργίτση και Κομπόκη, πλην όμως ήταν σε γνώση και του Μπονάνου και του Ιωαννίδη και γενικά της μυημένης στρατιωτικής ηγεσίας των Αθηνών. Γι’ αυτό ο ισχυρισμός του Μπονάνου, ότι απαγόρευσε μετακίνηση μονάδων εκτός Λευκωσίας, όπως προαναφέρεται, είναι αναληθής και προβλήθηκε στην κατάθεσή του ως δικαιολογία για την αποδυνάμωση της άμυνας της περιοχής Κυρήνειας.

Την όλη επιχείρηση ανέλαβε στην ουσία ο Κομπόκης, ο οποίος ήταν κι ο υπεύθυνος για την κατάληψη του Προεδρικού Μεγάρου, η οποία έγινε με δυνάμεις Καταδρομών που διοικούσε ο ίδιος και άρματα. Επικεφαλής της επιχείρησης κατά του Προεδρικού Μεγάρου ήταν, των μεν καταδρομών ο ταγματάρχης Δαμασκηνός, των δε αρμάτων ο επίλαρχος Κορκόντζελος.

Η αποτυχία να σκοτώσουν τον Μακάριο

Η αποτυχία των πραξικοπηματιών να σκοτώσουν τον Μακάριο ήταν πρόβλημα για τους σχεδιασμούς τους. Ο Ιωαννίδης από την Αθήνα ούρλιαζε. Ο Κομπόκης πρότεινε και όλοι αποδέχθηκαν, να σχηματιστεί αυτοκινούμενη φάλαγγα με τεθωρακισμένα, πυροβολικό κλπ και να κινηθεί προς Πάφο, πράγμα που έγινε αμέσως. Παράλληλα διατάχθηκε η ακταιωρός “ΛΕΒΕΝΤΗΣ” να πλεύσει προς Πάφο και να βομβαρδίσει τον εκεί ραδιοφωνικό σταθμό, με σκοπό να αποκλειστεί η δυνατότητα του Μακαρίου να μεταδίδει μηνύματα.

Και αυτό το μέτρο εφαρμόστηκε και βομβαρδίστηκε, όχι μόνο ο ραδιοφωνικός σταθμός, αλλά και τμήματα της παραλιακής περιοχής της Πάφου. «Επίσης ο Κομπόκης, ο οποίος στην ουσία είχε αναλάβει την αρχηγία του πραξικοπήματος, από τη στιγμή που ο Γεωργίτσης από τις 7.30΄ π.μ. της 15ης.7.74 είχε εγκατασταθεί στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και μόνο μετά τις 10.30΄ π.μ. που είχε επικρατήσει το πραξικόπημα εμφανίστηκε στο ΓΕΕΦ, (καταθέσεις Παπαγιάννη και Κομπόκη), μετά το μεσημέρι…». Σημειώνεται ότι ο Ιωαννίδης είχε μιλήσει και με το Σαμψών για το θέμα του Μακάριου, με τον τελευταίο να λέγει ότι ήταν θέμα χρόνου να καταληφθεί και η Πάφος.

Η πληροφόρηση του Αβέρωφ

Την απόφαση για πραξικόπημα πληροφορήθηκαν έμμεσα από τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα Χένρι Τάσκα και οι Άγγελος Βλάχος και Ευάγγελος Αβέρωφ, όπως αυτό προκύπτει από τις καταθέσεις τους. Και ο μεν Άγγελος Βλάχος το πληροφορήθηκε στις 23 ή 24 Ιουνίου 1974, όταν ο Τάσκα του επέδειξε δύο τηλεγραφήματα του τότε υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, με τα οποία του έδινε εντολή να βρει τον Ιωαννίδη και να τον αποτρέψει από ενέργεια κατά του Μακαρίου, όπως δε ο ίδιος καταθέτει, την πληροφορία αυτή τη μεταβίβασε στον τότε πρεσβευτή της Κύπρου στην Αθήνα Νίκο Κρανιδιώτη, όταν συναντήθηκαν σε μια δεξίωση στο ξενοδοχείο “ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΤΑΝΙΑ”.

Ο Ευάγγελος Αβέρωφ το πληροφορήθηκε, όπως καταθέτει, στο διάστημα μεταξύ της επίδοσης της από 2.7.74 επιστολής του Μακαρίου και της εκδήλωσης του πραξικοπήματος και συγκεκριμένα στις 10 ή 12 Ιουλίου 1974 από τον Τάσκα, ο οποίος του επέδειξε τρία τηλεγραφήματα του Κίσινγκερ, ένα εκ των οποίων έλεγε «βρέστε οποιονδήποτε άλλον». Και αυτό γιατί ο Τάσκα ισχυριζόταν, ότι δεν μπορούσε να βρει τον Ιωαννίδη.

Την πληροφορία αυτή ο Αβέρωφ δεν τη μεταβίβασε στον Κρανιδιώτη, ενώ μια άλλη πληροφορία που είχε από ένα φίλο του γεωπόνο, όπως κατάθεσε στην Επιτροπή, τη μεταβίβασε, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον Κρανιδιώτη στο βιβλίο του, με την αιτιολογία, όπως κατέθεσε ο ίδιος ο κ. Αβέρωφ, ότι επρόκειτο για απόρρητα έγγραφα των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με το πόρισμα, η αποσιώπηση της πληροφορίας αυτής δημιουργεί σοβαρές ευθύνες για τον Αβέρωφ, γιατί αν την είχε μεταφέρει στον Κρανιδιώτη, ο Μακάριος θα την εκτιμούσε κατάλληλα, μια και θα προερχόταν από τον Αβέρωφ και εφόσον επρόκειτο για τηλεγραφήματα του Κίσιγγκερ, ο οποίος “φαινόταν” να επαναλαμβάνει την εντολή που είχε δώσει το 1972 ο Νίξον, πιθανόν να επείθετο ότι θα γινόταν πραξικόπημα και θα έπαιρνε τα μέτρα του. Ο Κρανιδιώτης στο προαναφερόμενο βιβλίο του αναφέρει, ότι ο Μακάριος είχε μια δυσεξήγητη σιγουριά ότι δεν επρόκειτο να εκδηλωθεί πραξικόπημα εναντίον του.

Το μήνυμα μέσω Μαγκλή

Σημειώνεται πως με βάση μαρτυρία, ο Κρανιδιώτης ζήτησε από τον επιχειρηματία Κώστα Μαγκλή, που βρισκόταν στην Αθήνα, να μεταφέρει στον Μακάριο τις πληροφορίες του Αβέρωφ. Ο Μαγκλής μετά την άφιξη του στην Κύπρο ζήτησε και συναντήθηκε με τον Ηγούμενο Κύκκου Χρυσόστομο. Ο τελευταίος κάλεσε στο Μετόχι τον Διευθυντή του γραφείου του Μακάριου, Χάρη Βωβίδη, με τον τελευταίο να μεταβαίνει στη συνάντηση όπου και ενημερώθηκε.

Ο Ηγούμενος είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τον Μακάριο, ο οποίος βρισκόταν στην εξοχική κατοικία στο Τρόοδος. Ο αστυνομικός που απάντησε το τηλέφωνο ανέφερε πως ο Αρχιεπίσκοπος ξεκουραζόταν. Η αλήθεια ήταν πως ο Μακάριος γνώριζε πως ο Ηγούμενος θα του έλεγε αυτό που όλοι του έλεγαν εκείνες τις ημέρες: Ότι θα γινόταν πραξικόπημα. Ο Αρχιεπίσκοπος απέκλειε αυτό το ενδεχόμενο, καθώς πίστωνε τους χουντικούς με πατριωτισμό!

Προφορική μαρτυρία υποστηρίζει ότι ο Χάρης Βωβίδης κάτω από την επιμονή του Ηγούμενου σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό που “κτυπούσε” στο σαλονάκι της κατοικίας. Ο Μακάριος απάντησε το τηλέφωνο. Ο Χάρης Βωβίδης του εξήγησε περί τίνος επρόκειτο και του ζήτησε να μιλήσει με τον Ηγούμενο Κύκκου. Το γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος του είπε ότι θα μπορούσε να τους συναντήσει (τον Ηγούμενο και τον Μαγκλή) τη Δευτέρα στο προεδρικό, εξόργισε τον συνομιλητή του, που έκλεισε απότομα το τηλέφωνο.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι