Το δόγμα Μπίσμαρκ για το ελληνοτουρκικό μέτωπο
08/05/2020Οι τελευταίες εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά δεν αφήνουν περιθώρια υπεκφυγών και ωραιοποιήσεων. Έχει καταστεί πασίδηλη η άνοδος της ποιοτικής στάθμης της τουρκικής επιθετικότητας με την απόπειρα δημιουργίας νέων τετελεσμένων. Σε μία διελκυστίνδα που όλο και περισσότερο απειλεί με φαλκίδευση ζωτικά εθνικά συμφέροντα, από τον υβριδικό πόλεμο στον Έβρο έως την κλιμάκωση των προκλήσεων στην κυπριακή ΑΟΖ, την κατοχή και εθνοκάθαρση στην βόρεια Συρία και την αλλαγή των στρατιωτικών συσχετισμών στην Λιβύη, η ελληνική αντίδραση παραμένει λυμφατική.
Η παρούσα συγκυρία, της οποίας η σημασία αλλά και η μεταβατικότητα δεν διαφεύγουν κανενός της αντίληψης, εγκυμονεί κινδύνους, προσφέρει όμως και ευκαιρίες. Η πολιτικοστρατιωτική μεγαλοπραγμοσύνη και προπέτεια του Ερντογάν ας λειτουργήσει αφυπνιστικά: έφτασε η ώρα για την αποδρομή των εθνοφθόρων ψυχώσεων μιας (μειοψηφικής, αλλά δικτυωμένης…) μερίδας της ελληνικής διπλωματίας.
Δεν γίνεται το “σφάξε με αγά μου να αγιάσω” να αναγορεύεται σε αποδεκτή στρατηγική θεώρηση της κατάστασης. Ήλθε το πλήρωμα του χρόνου για να παραμερισθούν οριστικά οι επίδοξοι συνεχιστές του όποιου Άγγελου Βλάχου, ή Γιάννη Τζούνη. Αυτή η απαλλαγή αποτελεί «sine qua non» προϋπόθεση για την ίδια την ευστάθεια και, επέκεινα, την πρόοδο του ελληνικού κράτους.
Ο πρωθυπουργός, που συχνά επικαλείται τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ασφαλώς θα γνωρίζει ότι ο Κρητικός πρόγονός του πάντοτε στάθηκε πολέμιος της «μικράς αλλ’ εντίμου Ελλάδος». Δεν ταιριάζει στην Ελλάδα και στους Έλληνες η κοντόφθαλμη, επαρχιώτικη τακτική του “σιγουρατζή”. Άλλοι τα εκτιμούσαν αυτά, όχι ο Βενιζέλος.
“Μασκαρεμένος” ορθολογισμός
Αναντίλεκτα, η πλεύση στον οίνοπα πόντο της διεθνούς πολιτικής απαιτεί σωφροσύνη, ψυχραιμία, σφαιρική προοπτική. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να συγχέονται αυτά με την μαλθακότητα, την νωθρότητα, την τιποτοφροσύνη που θέλει να “μασκαρεύεται” σε ορθολογισμό. Έχει γίνει συνείδηση στους πραγματικά και όχι υποκριτικά και τεμπέλικα σώφρονες διπλωμάτες, ότι «ἁλῶναι τὸ Ἴλιον Ὀδυσσέως βουλῇ καὶ μύθοισι καὶ ἠπεροπηίδι τέχνῃ».
Άλλωστε, ακόμα και ο πρωθιερέας του κατευνασμού της Τουρκίας Βύρων Θεοδωρόπουλος, στο τέλος της ζωής του αναστοχάστηκε και παραδέχτηκε το οδυνηρό αδιέξοδο στο οποίο αναπότρεπτα οδηγεί η δουλοπρέπεια όταν ενδύεται τον μανδύα της ρεαλιστικής οπτικής: «Προβληματιζόμαστε μάλλον αμήχανα…», έγραψε, το 2005, για το δυσοίωνο μέλλον της ελληνοτουρκικής σχέσης.
Απαραίτητη είναι και η γνώση της ιστορίας, της οποίας όμως τα συχνά δυσάρεστα διδάγματα δεν φαίνεται να έχουν καταστεί καθολικό κτήμα. Επισκοπώντας την μεταπολεμική περίοδο σημειώνουμε ότι, ήδη από την εποχή του Δόγματος Τρούμαν (1947), η Τουρκία εκμεταλλεύεται την κεντρικότητά της στο γενικό σχέδιο γεωπολιτικής διαχείρισης της ευρύτερης περιοχής από την Δύση, για να αποσπάσει δυσανάλογα υψηλά οφέλη.
Όταν μάλιστα βρίσκουν ως συνομιλητές, στην απέναντι άκρη του τραπεζιού υποχωρητικούς ή μπουνταλάδες δικούς μας (συνήθως μαζί πάνε αυτά τα δύο) δράττονται της ευκαιρίας για να αρπάξουν όσα περισσότερα μπορούν. Οι Τούρκοι δεν είναι σαν εμάς. Ο πολιτισμός τους, οι αξίες τους, οι προτεραιότητες και οι στόχοι τους και δη οι τρόποι με τους οποίους επιδιώκουν την επίτευξη αυτών των στόχων, διαφέρουν από τις δικές μας αντιλήψεις, πεποιθήσεις και προσεγγίσεις. Όπως διαφέρουν από τις αντίστοιχες των Αμερικανών, των Ρώσων, ή των Ιαπώνων. Και είναι φυσικό.
Εθελοτυφλούν στην Ελλάδα
Αυτή την μεγάλη αλήθεια, ορισμένοι στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών και διάφοροι άλλοι παρεπιδημούντες και παροικούντες αγλαών ιδρυμάτων και δεξαμενών σκέψης, αρνούνται να την αποδεχθούν. Η πνευματική τους αμβλύτητα τόσο εντυπωσιακά ομοιάζει με την αντίστοιχη των επίδοξων “nation-builders” και των σταυροφόρων της “global civil society” (άλλοι κι αυτοί πάλι…).
Ο Μπίσμαρκ έλεγε, σοφά, «όταν έχω να κάνω με έναν πειρατή, προσπαθώ να φερθώ ως ένας πειρατής και μισός». Αυτό λίγοι το εννόησαν. Στην Μεταπολίτευση, χρειάστηκε η “ανατολίτικη τρέλα” του Γιάννη Καψή για να μπει μια τάξη στην ασύδοτη δράση Τούρκων πρακτόρων στην Θράκη, να αποτραπούν τετελεσμένα στο Αιγαίο και να συμφωνηθεί, το 1988, το γνωστό Μνημόνιο Παπούλια – Γιλμάζ, οι όροι του οποίου προσέφεραν ένα αποδεκτό πλαίσιο διμερούς επικοινωνίας, που οι Τούρκοι έχουν πλέον καταστήσει ανενεργό.
Δεν προσφέρουν καμία υπηρεσία δηλώσεις του τύπου: «δεν θα ακολουθήσουμε την Τουρκία στον επικίνδυνο κατήφορο της». Σαλπίζουν καινούργια υποχώρηση και ανοίγουν την όρεξη στους Τούρκους για τραμπουκισμούς, αναπόφευκτα συνοδευόμενους από κατοχύρωση νέων τετελεσμένων (όσο μένουν αναπάντητοι). Το παιχνίδι είναι μεγάλο και οι προκλήσεις των Τούρκων θα συνεχιστούν.
Στο κέντρο του βρίσκεται η σύζευξη του Αιγαίου με την Κύπρο και η στρατηγική, αεροναυτική και οικονομική παρουσία (και, γιατί όχι, ηγεμονία…) του Ελληνισμού σε όλη την λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Από την Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο αναπνέουμε. Και μόνο η φυσική παρουσία της Κύπρου απλώνει την περπατησιά μας, από την Αδριατική στους Αγίους Τόπους.
Η διατήρηση του αποκλειστικού πολιτικού ελέγχου της Κυπριακής Δημοκρατίας με την διεθνή εκπροσώπησή της, τον οποίο εξασφάλισε ο Ελληνισμός το 1964, καθίσταται απαραίτητη. Προς τα εκεί στρέφονται ήδη οι χειρότερες προκλήσεις και ο κίνδυνος θερμού επεισοδίου. Δεν ενδείκνυται λοιπόν σε τέτοιες περιστάσεις η αναρρίπιση παλαιών τσιτάτων των κατευναστών. Και αυτό πρέπει να το γνωρίζουν όλοι οι Έλληνες.