Το Μακεδονικό, οι “Πρέσπες”, το δημοψήφισμα και τα συλλαλητήρια

Το Μακεδονικό, οι “Πρέσπες”, το δημοψήφισμα και τα συλλαλητήρια

Μέσα στη θολούρα των τελευταίων χρόνων και ειδικότερα ημερών, η οποία τροφοδοτείται όχι τυχαία από κυβερνητική και μιντιακή προπαγάνδα, από fake news και fake history, από καριερίστες πολιτευτές και από υπερδραστήριους πρέσβεις, διαφορετικά πλην συναφή ζητήματα συγχέονται. Αυτό γίνεται προκειμένου η πόλωση να εξαργυρωθεί με εκατέρωθεν -μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ- συσπείρωση ψηφοφόρων, στη βάση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ωστόσο, πέρα από βολικούς ετεροπροσδιορισμούς ή στερεοτυπικές σχηματοποιήσεις, η συζήτηση για το Μακεδονικό στη νέα του φάση, συμπυκνώνει τουλάχιστον τέσσερα, μείζονα ζητήματα:

Πρώτον, αυτό καθεαυτό το λεγόμενο Μακεδονικό ζήτημα, που έλκει την καταγωγή του από το παρελθόν. Χωρίς διάθεση ιστορικής ανάλυσης -δεν είναι ούτε ο χώρος ούτε ο συγγραφέας αυτού του άρθρου ο κατάλληλος- το ζήτημα του διαμοιρασμού της ιστορικής γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, μεταξύ γειτονικών κρατών, όπως όλα μαρτυρούν έχει κλείσει.

Αν δεν δούμε διάλυση της -οσονούπω- “Βόρειας Μακεδονίας” από τον αλβανικό εθνικισμό, θα εξακολουθήσουμε να έχουμε παγιωμένα σύνορα και άρα η επίκληση κινδύνου αλλαγής συνόρων, προερχομένου από τη “Βόρεια Μακεδονία” και στρεφομένου κατά της Ελλάδας, δεν φαίνεται να στέκεται. Αν το Μακεδονικό, όμως, ως πρόβλημα συνόρων δεν φαντάζει απειλητικό -πλην της περίπτωσης πραγματοποίησης τεκτονικών αλλαγών που δε δείχνουν κοντινές, χωρίς όμως να είναι και εντελώς απίθανες- ως ταυτοτικό ζήτημα παραμένει ζωντανό.

Τα ταυτοτικά ζητήματα δεν πρέπει να υποτιμώνται, όχι μόνο από θέση αρχής, ως συνιστώσες του ατομικού και του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού, αλλά επειδή προκαλούν συμπεριφορές στο συλλογικό επίπεδο. Μερικές φορές μάλιστα προκαλούν συμπεριφορές ιδιαιτέρως μαζικές, που εν τέλει δεν αφήνουν ανεπηρέαστες ούτε τις κρατικές πολιτικές. Η προσοχή στα ταυτοτικά θέματα των λαών, ωστόσο, δε σημαίνει και άνευ όρων αποδοχή τους.

Το Μακεδονικό και οι πτυχές του

Εν προκειμένω, η μονοπώληση της μακεδονικής ταυτότητας -έστω και πλην της αρχαίας εκδοχής της- από ένα μόνο κράτος αποτελεί προφανώς ανιστόρητη και εθνικιστική ρητορική. Τόσο το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική», όσο και ο «μακεδονισμός» -με κύρια έκφανση του τελευταίου στη Συμφωνία των Πρεσπών την αναγνώριση «μακεδονικής» εθνικότητας- αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Υπό αυτή την έννοια, όσο πρέπει κανείς να αποδομεί τον εθνικισμό της δικής του πλευράς, άλλο τόσο πρέπει να αποφεύγει την προσχώρηση στον εθνικισμό της άλλης πλευράς.

Έτσι, η αποδοχή του «μακεδονισμού», στη βάση της εθνικότητας και της γλώσσας, συνιστά κύριο πρόβλημα της Συμφωνίας για τους προαναφερθέντες λόγους. Ωστόσο, αυτό δεν είναι το πρωτεύον ζήτημα σε σχέση με τη Συμφωνία. Αν το Μακεδονικό αποτελεί ένα κυρίως ταυτοτικό και επομένως, κυρίαρχα πολιτιστικό και ιστορικό ζήτημα -με την πολύ ευρεία έννοια των όρων- η συγκεκριμένη Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά ένα πολύ συγκεκριμένο διεθνοπολιτικό και διεθνοδικαιικό ζήτημα. Αυτό είναι το πρωτεύον ζήτημα.

Η Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά αρνητική εξέλιξη όχι τόσο για το -εν μέρει προβληματικό- περιεχόμενό της, όσο εξαιτίας του σκοπού της. Μπορεί ένας συντηρητικός ίσως να τον παραβλέπει, αλλά ένας αριστερός δεν θα έπρεπε να τον ξεχνά επ’ ουδενί. Έχουμε να κάνουμε με μια συμφωνία που υπογράφηκε, προκειμένου η “Βόρεια Μακεδονία” να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο της περικύκλωσης της Ρωσίας, δηλαδή στο πλαίσιο προετοιμασιών μελλοντικών στρατιωτικών συγκρούσεων. Η “Βόρεια Μακεδονία” και η Ελλάδα δέχονται ευχαρίστως και ανοήτως να εμπλακούν περαιτέρω σε τέτοια παιχνίδια και δια της Συμφωνίας.

Δεν μας πέφτει λόγος!

Δεν στέκει δε το επιχείρημα ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ αποτελεί ζήτημα των γειτόνων μας και ότι σε εμάς δεν πέφτει λόγος. Αντιθέτως, η όποια επέκταση του ΝΑΤΟ και όποιου άλλου διεθνούς οργανισμού, στον οποίο συμμετέχουμε, μας αφορά άμεσα, στον βαθμό που επηρεάζεται από αυτόν η διεθνής θέση, η εσωτερική πολιτική της Ελλάδας και φυσικά η περιφερειακή και παγκόσμια ειρήνη.

Ούτε βέβαια έχει να κάνει μια στάση αντιπαράθεσης με τη συγκεκριμένη Συμφωνία, σε αντί-ιμπεριαλιστική βάση, με έναν ορισμένο «φιλορωσισμό», αλλά με την ανάγκη κάθε κράτος και κάθε λαός να παίξει τον ρόλο του, προκειμένου να εμποδίσει διεθνείς κρίσεις, εν δυνάμει καταστροφικές για όλους. Σε όλα τα παραπάνω, κάποιοι επιμένουν να αντιπαρατάσσουν τη διευθέτηση των διμερών προβλημάτων, ως το σημείο αναφοράς τους για την τοποθέτησή τους γύρω από τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Η απάντηση είναι ότι οφείλει κανείς να τοποθετείται κυρίαρχα επί της πρωτεύουσας αντίθεσης, ή εν γένει επί του πρωτεύοντος ζητήματος. Πρέπει να θέλει κάποιος να παραβλέψει το γεγονός ότι η Συμφωνία αυτή αποτελεί τμήμα της αλυσίδας επιθετικών κινήσεων του ΝΑΤΟ, με στόχο τη ρωσική περικύκλωση και τη δημιουργία νέων, σκληρά ελεγχομένων προτεκτοράτων, για να μην βλέπει ούτε την εν λόγω κυρίαρχη εξέλιξη, ούτε τους κινδύνους αυτής.

Εάν θέλει να αντιληφθεί ο οποιοσδήποτε τι πραγματικά σημαίνει αυτή η εξέλιξη, δηλαδή η σκληρή δέσμευση στα σχέδια των ΗΠΑ, για τις χώρες μας και στο εσωτερικό τους ακόμα, ας κοιτάξει το προφανές: το πως διαμορφώθηκαν κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και στις δύο χώρες για την υιοθέτηση της Συμφωνίας. Όπως επίσης και τι σήμανε το ΝΑΤΟ, όπως και εν γένει οι ξένες πατρωνίες, για τα Βαλκάνια και τους λαούς τους διαχρονικά.

Μια πραγματική πολιτική ειρήνης

Θα μπορούσε κάλλιστα να υιοθετηθεί μια συμφωνία που να προβλέπει σύνθετη ονομασία και ταυτόσημη εθνικότητα-υπηκοότητα, προκειμένου να αποφεύγονται ταυτοτικού χαρακτήρα περιπλοκές, χωρίς πρόβλεψη για είσοδο στο ΝΑΤΟ, αλλά στο πλαίσιο μιας βαλκανικής συνεννόησης. Αυτή θα ήταν μια πραγματική πολιτική ειρήνης και συνεννόησης, για την οποία μια κυβέρνηση -και δη τη Αριστεράς υποτίθεται- θα μπορούσε να επαίρεται. Όχι μια συμφωνία αμερικανικής έμπνευσης με σκοπό να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ.

Πέραν, όμως, των παραπάνω αναδεικνύεται και ένα τρίτο ζήτημα: το αίτημα του δημοψηφίσματος. Ό,τι και αν υποστηρίζει κανείς για το Μακεδονικό, ή για τη Συμφωνία των Πρεσπών, δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα αρχής για τη μη υιοθέτηση του αιτήματος περί δημοψηφίσματος. Η άρνηση του αιτήματος για δημοψήφισμα έγκειται αφενός στην κυνική βεβαιότητα του ΣΥΡΙΖΑ ότι το «Όχι» θα κερδίσει, αφετέρου στην απέχθεια της ΝΔ για δημοψηφίσματα όπως και στον φόβο της, μήπως τυχόν και δεν υιοθετηθεί η Συμφωνία πριν να έλθει στην κυβέρνηση.

Το αίτημα για δημοψήφισμα, ακόμα και αν ευκαιριακά υιοθετείται και από πρόσωπα της Δεξιάς ή και της Ακροδεξιάς αποτελεί μαζί με τον αντί-ιμπεριαλισμό, τη βασική διαιρετική τομή, μεταξύ διαφωνούντων με τη Συμφωνία από προοδευτική σκοπιά και διαφωνούντων από εθνικιστική και ακροδεξιά οπτική.

Παρακράτος από το κράτος

Το τέταρτο ζήτημα έχει να κάνει με τις συγκεκριμένες κινητοποιήσεις, δηλαδή με τα τρία συλλαλητήρια. Είναι προφανές ότι έχει υπάρξει μια μεταβολή μεταξύ του πρώτου συλλαλητηρίου στη Θεσσαλονίκη και του τελευταίου. Πράγματι, επιχειρήθηκε να αξιοποιηθούν όλα από την Ακροδεξιά, προκειμένου να διευρύνει την επιρροή της. Στο πρώτο συλλαλητήριο είχαμε μια καθαρή ηγεμονία της Ακροδεξιάς, που εκδηλώθηκε με οργανωμένες, μαζικές επιθέσεις εναντίον άλλων πολιτικών χώρων, μνημείων κλπ.

Ωστόσο, η ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη στο δεύτερο συλλαλητήριο -με όλα τα στραβά της που δεν ήταν και λίγα- και η εμπλοκή καλλιτεχνών, όπως η Αφροδίτη Μάνου, στο τρίτο συλλαλητήριο από κοινού με τη μαζικότητά του, μείωσαν τον ρόλο της Ακροδεξιάς. Θα είχε δε συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο στον δρόμο η Ακροδεξιά, αν δεν είχε επιστρατευθεί ως το κατεξοχήν παρακράτος από το κράτος, προκειμένου να πνιγεί το τρίτο συλλαλητήριο στα χημικά.

Κυρίως, όμως, ο ρόλος των γραφικών και ακροδεξιών στοιχείων θα είχε καταδειχθεί και απομονωθεί, αν προοδευτικοί ή αριστεροί φορείς οργάνωναν διακριτά συλλαλητήρια, με τα δικά τους προτάγματα. Χωρίς να αίρεται η ευθύνη όποιου συμμετέχει στην κάθε κινητοποίηση, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι σε δημοκρατικό κόσμο που ήθελε να διαμαρτυρηθεί, αντικειμενικά δεν δόθηκε καμιά άλλη δυνατότητα πέραν των συγκεκριμένων συλλαλητηρίων.

Εν τέλει, αυτό καθεαυτό το Μακεδονικό πράγματι ίσως να μην αποτελεί το μείζον ζήτημα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Τα παραπάνω, όμως, δεν αναιρούν ούτε το ζήτημα της δημοκρατίας που εγείρεται -και με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών- ούτε το ζήτημα της εμπλοκής της χώρας μας και των Βαλκανίων στα σχέδια του ΝΑΤΟ.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι