Το μυθιστόρημα της μειονότητας – Ο επίδοξος “Ντενκτάς της Θράκης”
15/06/2023Μπορεί οι εκλογικές σκοπιμότητες να εκτόξευσαν το ζήτημα της μουσουλμανικής μειονότητας στην κορυφή της τρέχουσας επικαιρότητας, αλλά το πρόβλημα αυτό έχει περάσει από σαράντα κύματα. Θεώρησα σκόπιμο, με σειρά άρθρων, να κάνουμε μία βουτιά στο παρελθόν, αφού μόνο έτσι θα γίνει κατανοητό το παρόν. Φωτίζοντας τις ρίζες, δηλαδή το ιστορικό πλαίσιο, ο αναγνώστης θα αποκτήσει μία πολύ πιο σφαιρική αντίληψη.
Η περίοδος 1989-92 ήταν μία πολύ δύσκολη περίοδος για το μειονοτικό. Τότε πρωταγωνιστούσε ο Αχμέτ Σαδίκ, ένας σκληροπυρηνικός αυτονομιστής, ο οποίος, διαθέτοντας την αμέριστη υποστήριξη της Άγκυρας, έβλεπε τον εαυτό του σαν τον “Ντενκτάς της Θράκης”. Το 1991, λοιπόν, είχε πυροδοτήσει μεγάλη ένταση, με αφορμή τα νέα διδακτικά βιβλία για τους μουσουλμάνους μαθητές.
Ήταν ένας νέος κρίκος στη μακρά αλυσίδα των τουρκικών ενεργειών για διείσδυση και έλεγχο της μειονότητας και τελικώς για αποσταθεροποίηση της ελληνικής κυριαρχίας στη Θράκη. Το σκηνικό σ’ αυτή την πράξη του έργου μόνο στη μορφή διέφερε από τις αντίστοιχες προκλήσεις του παρελθόντος. Στις 29 Ιανουαρίου, στα περισσότερα τζαμιά διαβάστηκε εμπρηστικό μήνυμα του Σαδίκ, με αφορμή την απόφαση του Αρείου Πάγου το 1988, η οποία απαγόρευε τη λειτουργία συλλόγων, που με το καταστατικό και τον τίτλο τους προσπαθούσαν να μετατρέψουν τη μουσουλμανική μειονότητα σε τουρκική, με αφορμή την “Ένωση Τουρκικής Νεολαίας Κομοτηνής”. Ας σημειωθεί ότι η Άγκυρα ποτέ δεν επέτρεψε την ίδρυση σωματείου, που να φέρει τον προσδιορισμό ελληνικό. Το τελευταίο τέτοιο σωματείο ήταν ο “Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινούπολης”, που απαγορεύθηκε το 1925.
Η κρίση με τα σχολικά βιβλία
Ο βουλευτής Σαδίκ είχε ασκήσει πιέσεις και παρεμποδίσει τους μουσουλμάνους δασκάλους να συμμετάσχουν στην τελετή παράδοσης των νέων σχολικών βιβλίων, τα οποία είχε ετοιμάσει το ελληνικό δημόσιο για τα δημοτικά σχολεία της μειονότητας. Το αποτέλεσμα ήταν η τετραήμερη αποχή από τα μαθήματα δασκάλων και μαθητών. Η Άγκυρα είχε παρέμβει με προφανή σκοπό να κλιμακώσει τις πιέσεις. Είχε κατηγορήσει την Ελλάδα ότι «επιμένει να διαμορφώσει την ταυτότητα της μειονότητας» κι ότι οι ενέργειες των ελληνικών αρχών βρίσκονταν σε αντίθεση «με τις ισχύουσες συμφωνίες και πρωτόκολλα μεταξύ των δύο χωρών, καθώς και με την ισχύουσα σήμερα αντίληψη περί μειονοτικών δικαιωμάτων».
Απαντώντας στις τουρκικές αιτιάσεις, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών είχε επιρρίψει ευθύνες στην Τουρκία, υπογραμμίζοντας ότι «το πρωτόκολλο του 1968 δεν επιβάλλει σε καμία περίπτωση την αποκλειστική υποχρέωση, αλλά απλώς παρέχει τη δυνατότητα στις δύο χώρες να ανταλλάσσουν βιβλία προς χρήση των μειονοτικών μαθητών τους». Προειδοποιούσε, μάλιστα, την Άγκυρα ότι «η επίκληση ανύπαρκτων παραβιάσεων μειονοτικών δικαιωμάτων, ή η σκόπιμη παρερμηνεία διεθνών κειμένων, δεν ωφελεί τη μειονότητα, υπέρ της οποίας δήθεν κόπτεται, αλλά αντίθετα κινδυνεύει να προκαλέσει γενικότερη βλάβη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις».
Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμα και τα ενεργούμενα της Άγκυρας στους κόλπους των μουσουλμάνων δεν είχαν να καταλογίσουν κάτι αρνητικό στα συγκεκριμένα σχολικά βιβλία. Στόχος τους ήταν να επιβάλλουν την τουρκική κηδεμονία στα εκπαιδευτικά θέματα της μειονότητας. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι πολλοί μαθητές είχαν φθάσει στο σημείο να χρησιμοποιούν φωτοτυπίες τουρκικών βιβλίων, που ας σημειωθεί από παιδαγωγικής απόψεως ήταν πεπαλαιωμένα.
Το πρωτόκολλο Κιτσαρά-Μπίλγκεν
Το πρωτόκολλο Κιτσαρά-Μπίλγκεν (Δεκέμβριος 1968), που επικαλείτο η Άγκυρα, ήταν ένα από τα αρνητικά αποτελέσματα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, την οποία είχε επιχειρήσει με υπόδειξη της Ουάσιγκτον ο υπουργός Εξωτερικών της δικτατορίας Πιπινέλης. Η μορφωτική αυτή συμφωνία είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή όχι μόνο της τουρκικής παιδείας, αλλά και της τουρκικής κηδεμονίας με τον ερχομό Τούρκων δασκάλων στη Θράκη.
Ο εξοστρακισμός των Ελλήνων μουσουλμάνων δασκάλων και ευρύτερα ο εξοστρακισμός της παλαιομουσουλμανικής ηγεσίας στον Μεσοπόλεμο, που ήταν αντίθετη με το κεμαλικό καθεστώς της Άγκυρας, ήταν ένα αποφασιστικό βήμα για την προώθηση της διαδικασίας εκτουρκισμού της μειονότητας, ακόμα και των Πομάκων και των Ρομά, που δεν έχουν καμία σχέση με το τουρκικό έθνος. Η Αθήνα θα μπορούσε να επικαλεσθεί την προβλεπόμενη αμοιβαιότητα, για να αποδεσμευθεί απ’ αυτό το πρωτόκολλο, που λειτουργεί πλέον μονομερώς.
Το επιχείρημα όσων την υπέγραψαν ήταν πως μ’ αυτό τον τρόπο θα συγκρατούσαν τον ελληνικό πληθυσμό στην Κωνσταντινούπολη. Ουσιαστικά, όμως, επρόκειτο για μία τεχνητή αναπνοή σ’ έναν ήδη “κλινικά νεκρό”. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Μολυβιάτης, που τότε ήταν διευθυντής τουρκικών υποθέσεων, είχε εγγράφως προειδοποιήσει ότι το πρωτόκολλο αυτό θα λειτουργούσε εις βάρος της ελληνικής πλευράς, όπως και έγινε.
Άλλωστε, το πρωτόκολλο δεν προέβλεπε τίποτα για την εκπαίδευση των Ελλήνων της Ίμβρου και της Τενέδου, γεγονός που συνέβαλε στον αφανισμό τους. Ούτε, βεβαίως, εμπόδισε τους Τούρκους να κλείσουν το 1971 τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και να αναγκάσουν τα ελληνόπουλα να δίνουν κάθε ημέρα τον όρκο «είμαι Τούρκος, είμαι ευτυχής που γεννήθηκα Τούρκος»!
Το τουρκικό ενδιαφέρον για την μειονότητα
Το τουρκικό ενδιαφέρον για τη μουσουλμανική μειονότητα άρχισε το 1957 και εντάθηκε μετά το 1964, όταν ανατράπηκε οριστικά η ισορροπία μεταξύ των δύο μειονοτήτων. Ενώ η Άγκυρα το 1964 καταργούσε σχολεία και με μία σειρά απαγορεύσεων διαμόρφωνε έναν ασφυκτικό κλοιό για το ελληνικό μειονοτικό στοιχείο στην Τουρκία, το 1966 η κυβέρνηση Στεφανόπουλου (αποστάτες) παραχώρησε στη μειονότητα υπερβολικά δικαιώματα, ως αντάλλαγμα για την κοινοβουλευτική στήριξή της από μουσουλμάνους βουλευτές.
Η Τουρκία χρησιμοποιούσε από τότε τη μουσουλμανική μειονότητα σαν αιχμή του δόρατος της επεκτατικής πίεσης που ασκεί στην Ελλάδα. Το τουρκικό προξενείο στην Κομοτηνή από τότε λειτουργούσε ως στρατηγείο και ο Σαδίκ ως “δύναμη κρούσης”. Στο εσωτερικό της Τουρκίας, το βάρος της προπαγάνδας είχε αναλάβει ο “Σύλλογος Αλληλεγγύης Τούρκων Δυτικής Θράκης” και τα παρακλάδια του κυρίως στη Γερμανία, όπου υπήρχαν μετανάστες από Τουρκία και Ελλάδα (μουσουλμάνοι). Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και αργότερα (1983) η ανακήρυξη του ψευδοκράτους ενίσχυσαν την εμβέλεια του συνθήματος ότι αργά ή γρήγορα θα εφαρμοσθεί και στη Θράκη το σχέδιο που είχε εφαρμοσθεί στην Κύπρο.
Σημαντικό ρόλο για την παγίωση της τουρκικής ηγεμονίας στη μουσουλμανική μειονότητα είχαν παίξει και οι εξελίξεις στη γειτονική προς τη Θράκη Βουλγαρία. Εκεί, το κόμμα του Ντογκάν, που εκπροσωπούσε τη μουσουλμανική μειονότητα, είχε αναγορευθεί σε ρυθμιστή και σε “πέμπτη φάλαγγα” της τουρκικής διείσδυσης. Ένα από τα πρώτα κέρδη ήταν ότι η μουσουλμανική μειονότητα αναγνωριζόταν στη Βουλγαρία σαν τουρκική.
Τι επεδίωκε ο Σαδίκ
Ο Σαδίκ επιχειρούσε να διαμορφώσει ένα πλέγμα σχέσεων και συμμαχιών με στοιχεία που δρούσαν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας για τη δημιουργία μίας ευρύτερης πολιτικής κίνησης υπό το πρόσχημα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, και η σχέση του με τον γνωστό πράκτορα των Σκοπίων Σιδηρόπουλο, ο οποίος με επιστολή του ζητούσε από τον βουλευτή Σαδίκ να τον πάρει στο γραφείο του για να εργασθούν από κοινού για τα συμφέροντα της “τουρκικής” και της “μακεδονικής μειονότητας”. Ο Σιδηρόπουλος, που έχει αναλάβει εργολαβικά να προπαγανδίζει ότι υπάρχει “μακεδονική μειονότητα” στην Ελλάδα και ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά της, είχε συναντήσεις με τον Σαδίκ με σκοπό και την εκλογική συνεργασία στις εκλογές, κυρίως στις ευρωεκλογές.
Παρά το γεγονός ότι η αυτονομιστική δραστηριότητα των Σαδίκ και Φαΐκογλου (βουλευτής Ξάνθης) είχε προσλάβει διαστάσεις, οι ελληνικές αρχές ουσιαστικά περιορίζονταν σε ρητορικές καταγγελίες. Το θέμα δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία, εάν αυτή η δραστηριότητα εκπορευόταν από τα σχέδια δύο φανατικών εθνικιστών. Στην πραγματικότητα ήταν η “ορατή κορυφή του παγόβουνου”, της διείσδυσης και των αποσταθεροποιητικών ενεργειών της Τουρκίας στον ευαίσθητο χώρο της Θράκης.
Οι ελληνικές αρχές βρίσκονταν εγκλωβισμένες μεταξύ συμπληγάδων. Από τη μία πλευρά δεν επιθυμούσαν να διώξουν τους Σαδίκ και Φαΐκογλου για ποινικά κολάσιμες πράξεις, φοβούμενες ότι θα προκληθεί διεθνώς θόρυβος και θα πληγούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Από την άλλη, όμως, η ατιμωρησία που απολάμβαναν δημιουργούσε προηγούμενο και παγίωνε την πεποίθηση στο μουσουλμανικό στοιχείο ότι η Ελλάδα φοβόταν την Τουρκία και άρα δεν μπορούσε να αντισταθεί στα σχέδια της Άγκυρας για τη Θράκη. Μέσα σ’ εκείνο το κλίμα, οι εξτρεμιστικές ενέργειες του Σαδίκ και οι παρασκηνιακές παροτρύνσεις του τουρκικού προξενείου έβρισκαν πρόσφορο έδαφος, ανακυκλώνοντας σε ολοένα και ανώτερο επίπεδο τις υποβόσκουσες αυτονομιστικές πιέσεις.