Το παρασκήνιο της ελληνοτουρκικής κρίσης – Πέντε κρίσιμες παράμετροι
14/08/2020Η ακραία κλιμάκωση της έντασης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο δεν ήταν έκπληξη για την ελληνική διπλωματία, που σε υπηρεσιακό επίπεδο προειδοποιούσε το Μέγαρο Μαξίμου να μην έχει ψευδαισθήσεις. Δεν ήταν έκπληξη ούτε για τις φιλικές ξένες κυβερνήσεις, οι οποίες είχαν διαμηνύσει στην Αθήνα την αδυναμία ουσιαστικής παρέμβασής τους προς την Άγκυρα.
Την περασμένη εβδομάδα, όταν η κυβέρνηση εξέφραζε ενθουσιασμό για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία στα τέλη Αυγούστου, υπογραμμίζαμε ότι το μορατόριουμ ήταν ψευδεπίγραφο και θα κατέρρεε εντός ελάχιστων ημερών. Γιατί έπειτα από τη μυστική συνάντηση των διπλωματικών συμβούλων των ηγετών Ελλάδας, Τουρκίας και Γερμανίας στις 13 Ιουλίου δεν υπήρχε πραγματική διμερής συμφωνία, αλλά μόνο ξεχωριστή συναίνεση Αθήνας και Άγκυρας στα λεγόμενα του μεσολαβούντος Βερολίνου.
Κάθε πλευρά του Αιγαίου αντιλαμβανόταν διαφορετικά τις παρασκηνιακές συζητήσεις και η Τουρκία είχε ήδη απειλήσει πως δεν θα ανέστελε τις ερευνητικές δραστηριότητές της. Οι κρίσιμες ώρες επιβάλλουν εθνική ενότητα, διακομματική στήριξη της κυβέρνησης και μετάθεση της κριτικής σε μεταγενέστερο χρόνο. Είναι χρήσιμη, όμως, η αποκάλυψη πέντε αθέατων πτυχών των διπλωματικών εξελίξεων προς καλύτερη κατανόηση της περιόδου που διανύουμε:
Πρώτον, οι πρωτοβουλίες της Άνγκελα Μέρκελ ήταν χρήσιμες, ώστε η Ελλάδα να μην εμπλακεί σε κρίση βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν έχουν μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη αξία. Μοναδικό κίνητρο του Βερολίνου είναι η αποτροπή ελληνοτουρκικής σύρραξης κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας στην ΕΕ, ώστε να μην αναγκαστεί να συζητήσει την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Βασικό μέλημα της Γερμανίδας καγκελαρίου είναι η διασφάλιση της παραμονής της Τουρκίας κοντά στις ευρωατλαντικές δομές. Η Ελλάδα αποδέχεται αυτήν την αναγκαιότητα, αλλά δεν είναι δυνατό να υφίσταται πλήγματα εις βάρος των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
Συμφωνία με Άγκυρα;
Δεύτερον, η Άνγκελα Μέρκελ φέρεται ότι είχε απαιτήσει από τον Κυριάκο Μητσοτάκη να συμφωνήσει σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών επαφών. Δεν είναι σαφές αν ο Έλληνας πρωθυπουργός αποδέχθηκε το αίτημα της καγκελαρίου ή αν το εξάρτησε από την πορεία των διερευνητικών επαφών. Ενδεχόμενη αποδοχή ασφυκτικών προθεσμιών θα ήταν από αδόκιμη ως εξαιρετικά επιβλαβής για τα ελληνικά συμφέροντα.
Γι’ αυτό και παρόμοιες ιδέες είχαν απορριφθεί από όλους τους Έλληνες πρωθυπουργούς από το 1974 μέχρι σήμερα. Οι διάφορες δηλώσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν περί συμφωνιών με την Άνγκελα Μέρκελ, που ίσως εντάσσονται σε ένα γενικότερο σχέδιο προπαγάνδας, περιπλέκουν το ζήτημα των συμφωνημένων ή μη χρονοδιαγραμμάτων.
Τρίτον, ξένοι διπλωμάτες στην Αθήνα συζητούν πως η κυβέρνηση είχε εκφράσει ετοιμότητα να συνάψει συμφωνία με την τουρκική πλευρά έπειτα από τις διερευνητικές. Η ετοιμότητα αυτή προκαλεί απορίες, αφού οι συζητήσεις των διερευνητικών είναι άτυπες, οπότε θα έπρεπε (ή μήπως όχι;) να ακολουθήσουν και πολλοί γύροι επίσημων διαβουλεύσεων για την έγγραφη αποτύπωση και συνυπογραφή των σημείων συμφωνίας. Επιπλέον, επί ποιων θεμάτων θα υπήρχε διαπραγμάτευση και συμφωνία από τη στιγμή που η Αθήνα εξακολουθεί να δηλώνει δημόσια πως μοναδικό θέμα είναι ο καθορισμός των θαλάσσιων ζωνών, ενώ η Άγκυρα επιθυμεί ατζέντα εφ’ όλης της ύλης;
Γιατί τώρα
Τέταρτον, η κυβέρνηση είχε ενημερώσει και τις ΗΠΑ και τη Γερμανία ότι η δική της προτίμηση ως προς την εξέλιξη των διμερών επαφών με την Τουρκία ήταν να προχωρήσουν οι διερευνητικές επαφές, οι (ανά εξάμηνο) πολιτικές διαβουλεύσεις σε επίπεδο γενικών γραμματέων υπουργείων Εξωτερικών και οι συζητήσεις για τα στρατιωτικά μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Πρόκειται, λίγο πολύ, για την τακτική που ακολουθούσαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2000-01 κατόπιν συμφωνίας των τότε υπουργών Εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ. Επομένως, γιατί τώρα θα έπρεπε να υπάρξει άλλη συγκεκριμένη συμφωνία Αθήνας-Άγκυρας με γερμανική μεσολάβηση, η οποία ίσως μετέβαλε τη σειρά και την ατζέντα των επαφών;
Πέμπτον, το Μαξίμου, σε αντίθεση με τον ισορροπημένο σχεδιασμό του υπουργείου Εξωτερικών, εξαρτά σχεδόν τα πάντα από τη Γερμανία. Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς τη ρεαλιστική αναγκαιότητα συνεργασίας με την Καγκελαρία και την ισχύ της στην ΕΕ, το ερώτημα είναι γιατί το Μαξίμου, ταυτόχρονα, έπληξε τις σχέσεις με τη Γαλλία, περιπλέκοντας το δίδυμο θέμα της συμφωνίας αγοράς φρεγατών και του συμφώνου στρατηγικής συνεργασίας με ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής. Επίσης, γιατί δεν επεδίωξε συνεχείς επαφές με τις ΗΠΑ πέραν του διαύλου επαφής με τον πρεσβευτή Τζέφρι Πάιατ και των φθινοπωρινών συνομιλιών με τον βοηθό υπουργό Εξωτερικών Φίλιπ Ρίκερ.
Οι επόμενες ημέρες, σίγουρα, θα καθορίσουν πολλά, θέτοντας το 2020 σε κορυφαία θέση της ιστορίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων και πολλαπλασιάζοντας τις ευθύνες της κυβέρνησης.