Τώρα ο Κυριάκος ζητά μεσολάβηση του ΝΑΤΟ στα ελληνοτουρκικά!
12/02/2025![Τώρα ο Κυριάκος ζητά μεσολάβηση του ΝΑΤΟ στα ελληνοτουρκικά! Αλέξανδρος Τάρκας](https://slpress.gr/wp-content/uploads/2025/02/bouli-cyriakos-mitsotakis-SLpress--825x600.jpg)
Μεσολάβηση του ΝΑΤΟ στις ελληνοτουρκικές σχέσεις προτείνει ο Έλληνας πρωθυπουργός, ομολογώντας – εμμέσως πλην σαφώς – την αποτυχία της πολιτικής του έναντι της Άγκυρας μετά τη Διακήρυξη των Αθηνών του Δεκεμβρίου 2023 και τον έκτοτε – απαραίτητο μεν, αλλά με αδιαφανή διαδικασία – διάλογο με τη γειτονική χώρα. Η στροφή του πρωθυπουργού, όπως βεβαιώνουν και ελληνικές και ξένες διπλωματικές πηγές, πραγματοποιήθηκε κατά την προ εβδομάδος άτυπη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για θέματα ασφάλειας και άμυνας.
Αν και η ελληνική πλευρά δεν έχει καταθέσει σχετικό γραπτό αίτημα στην έδρα του ΝΑΤΟ, η πρόταση του κ. Μητσοτάκη διατυπώθηκε, με τον πλέον επίσημο τρόπο, ενώπιον των υπόλοιπων 26 ηγετών των κρατών-μελών της ΕΕ, του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα, της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν, αλλά και του Γενικού Γραμματέα της Συμμαχίας, Μαρκ Ρούτε, που είχε προσκληθεί στο γεύμα της συνόδου.
Το γενικότερο σκεπτικό του πρωθυπουργού ήταν ότι η συνεργασία ΕΕ-ΝΑΤΟ, με συμμετοχή και της Τουρκίας, δεν μπορεί να προχωρήσει όσο συνεχίζονται τα προβλήματα στις διμερείς σχέσεις Αθήνας-Άγκυρας, στις οποίες κάλεσε τον κ. Ρούτε να μεσολαβήσει, χωρίς χρονοτριβές. Παλαιότερα, ο κ. Μητσοτάκης είχε δηλώσει ότι, στην επικοινωνία με τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν, «δεν χρειαζόμαστε διαμεσολαβητές, ούτε διαιτητές».
Παράλληλα, προκαλεί μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι, ενώ η αλλαγή πολιτικής γνωστοποιήθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών την κρατούν, επιμελώς, κρυφή από την ελληνική κοινή γνώμη και τα κόμματα. Ο Μητσοτάκης δεν ανέφερε, δημόσια, τίποτα σχετικό, ούτε πριν ούτε μετά τη σύνοδο.
Οι δε διαρροές προς τα μέσα ενημέρωσης επικεντρώθηκαν στην υποτιθέμενη πληροφορία ότι «οι ηγέτες εστίασαν στην κοινή πρόταση Ελλάδας-Πολωνίας για την ύπαρξη αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας της Ευρώπης». Ωστόσο, μια τέτοια εκδοχή δεν είναι ακριβής.
Η γενικότερη συζήτηση περί ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και βελτίωσης της αεράμυνας δεν εισήλθε σε ειδικότερες προτάσεις. Η ελληνο-πολωνική πρόταση δεν σχολιάστηκε ούτε ακροθιγώς! Άλλωστε, αν γινόταν όντως μια τέτοια συζήτηση, θα αποδεικνυόταν ατέρμονη. Γιατί, στα τέλη Ιανουαρίου, η Γερμανία απέρριψε, εκ νέου, όλες τις ελληνικές προτάσεις για την άμυνα, συμπεριλαμβανομένης της – χρήσιμης ιδέας – για την ίδρυση κοινού ευρωπαϊκού ταμείου με κονδύλια 100 δισεκατομμύρια ευρώ.
Γιατί η στροφή στο ΝΑΤΟ
Προφανώς, η απόκρυψη της πρότασης Μητσοτάκη για μεσολάβηση του ΝΑΤΟ γίνεται για πολιτικούς – και δη εσωκομματικούς – λόγους. Γιατί η πρόταση αποτελεί ομολογία της, ως τώρα, λανθασμένης τακτικής έναντι της Τουρκίας την οποία έχει επικρίνει, επανειλημμένα, η ιστορική ηγεσία της Κεντροδεξιάς.
Πολύ πρόσφατα, στις 20 Ιανουαρίου, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής είχε επισημάνει, σε ομιλία του: «Δεν είναι μόνο δική μου η αγωνία για τα μελλούμενα. Παρεμφερείς απόψεις διατυπώνουν ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, ο πρώην Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο κορυφαίος της ελληνικής διπλωματίας, Πρέσβης Πέτρος Μολυβιάτης, και πολλοί άλλοι από όλο το πολιτικό ή ακαδημαϊκό φάσμα».
Σε κάθε περίπτωση, όποια μεσολάβηση του ΝΑΤΟ είναι αμφίβολο αν θα είχε το παραμικρό ουσιαστικό αποτέλεσμα. Την τρέχουσα περίοδο, ο κ. Ρούτε δεν μπορεί να γεφυρώσει τις απόψεις Ελλάδας και Τουρκίας, ούτε σε θέματα στρατιωτικής ορολογίας για τον εναέριο χώρο στο Αιγαίο. Επιπλέον, ο πρωθυπουργός ίσως δεν έχει εκτιμήσει ότι η ατζέντα της μεσολάβησης θα επαναφέρει τις προτάσεις της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ για έναν ευρύτατο «μηχανισμό αποτροπής κρίσεων» στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Ο μηχανισμός θα περιόριζε τις κινήσεις – ακόμα και εκπαιδευτικές – των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Γι’ αυτό, οι συζητήσεις τερματίστηκαν (με έγκριση του κ. Μητσοτάκη) την άνοιξη του 2021, επιβεβαιώνοντας μόνον το κείμενο των απλούστερων “τεχνικών διευθετήσεων” που είχε υιοθετηθεί τον Οκτώβριο του 2020.