Τσίπρας και Πούτιν έκλεισαν την παρένθεση των απελάσεων, αλλά…
09/12/2018Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συζητήθηκε στη συνάντηση Τσίπρα-Πούτιν. Εάν κρίνουμε, όμως, από τις εκατέρωθεν δηλώσεις, το τραύμα που είχαν προκαλέσει οι απελάσεις τον περασμένο Αύγουστο φαίνεται να κλείνει και οι ελληνορωσικές σχέσεις να επανέρχονται στις παραδοσιακές ράγες. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο βασικός σκοπός της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού.
Για να τον επιτύχει, μάλιστα, έδωσε στον Ρώσο πρόεδρο και προσωπικά τις διαβεβαιώσεις που είχε ήδη δώσει εκ μέρους του ο διπλωματικός σύμβουλός του Καλπαδάκης. Διαβεβαιώσεις ότι η Ελλάδα θα παραμείνει πιστή στην πολιτική της ετεροβαρούς μεν, ισορροπίας δε στις σχέσεις της με τη Δύση και τη Ρωσία. Με άλλα λόγια, για να καταστεί δυνατή η επίσκεψη Τσίπρα, η Αθήνα έδωσε διαβεβαιώσεις ότι δεν πρόκειται να μετατραπεί σε αντιρωσικό εργαλείο στα χέρια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Τις διαβεβαιώσεις με διπλωματικό τρόπο εξέφρασε και στην εισαγωγή του στην κοινή συνέντευξη Τύπου. «…Θεωρώ ότι το σημαντικό αυτό ιστορικό υπόβαθρο, μας έχει επιτρέψει να οικοδομήσουμε διαχρονικά μια σταθερή αλλά και δυναμική σχέση, μια σχέση που μας έδωσε τη δυνατότητα να διατηρήσουμε τον διάλογο και τη συνεργασία μας ακόμα και όταν οι γεωπολιτικές εξελίξεις μας χώριζαν», δήλωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός, προσθέτοντας αυτό που είναι κρίσιμο για τη Μόσχα: «Η Ελλάδα αποτελεί κράτος-μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και τηρεί σταθερά τις δεσμεύσεις της, αλλά θεωρεί ότι οποιαδήποτε ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας ή πρωτοβουλία για λύση σημαντικών παγκόσμιων προκλήσεων πρέπει να συμπεριλαμβάνει τη Ρωσία και να βασίζεται σε έναν ειλικρινή διάλογο μαζί της… Ο ελληνορωσικός διάλογος δεν είναι πάντα εύκολος, όπως αποδείχτηκε το καλοκαίρι. Ωστόσο, η επιθυμία μας να παραμείνουν οι σχέσεις αυτές στις σταθερές ράγες».
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν πραγματικά οι ελληνορωσικές σχέσεις θα επανέλθουν στο παραδοσιακό αυτό πλαίσιο, στο οποίο περισσότερο ή λιγότερο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κινήθηκαν όλες οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις. Η Ρωσία, άλλωστε, είναι μία μεγάλη δύναμη στην ευρύτερη περιοχή μας, η οποία έχει συμφέροντα και στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ως εκ τούτου καμία χώρα δεν μπορεί να την αγνοήσει, χωρίς κόστος.
Οι δύο θεωρήσεις
Θέτω το ερώτημα, επειδή οι επιθετικές κινήσεις του Κοτζιά που προκάλεσαν το τραύμα, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Προφανώς από διπλωματικής απόψεως ήταν βαρύτατο σφάλμα και δεν έπρεπε να έχουν λάβει χώρα. Από την άλλη πλευρά, όμως, πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι τεκτονικές γεωπολιτικές αλλαγές που συντελούνται στην ευρύτερη περιοχή μας και οι οποίες επηρεάζουν τις ελληνορωσικές σχέσεις.
Είναι αληθές πως οι διμερείς σχέσεις στηρίζονται σ’ ένα πολύ θετικό υπόβαθρο ιστορικών δεσμών και παραδοσιακής φιλίας στο επίπεδο των λαών, το οποίο προσφέρει μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης και στο πολιτικό και στο οικονομικό πεδίο. Για προφανείς γεωπολιτικούς λόγους, όμως, οι δυνατότητες αυτές παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητες, με αποτέλεσμα ο απολογισμός να είναι επί της ουσίας καχεκτικός.
Η ρωσική πολιτική της Αθήνας επηρεαζόταν μεταπολεμικά από δύο αποκλίνουσες θεωρήσεις. Η πρώτη υπαγορεύεται από μία μονοδιάστατη αντίληψη κι αντιμετωπίζει την Ρωσία αποκλειστικά ως ανταγωνιστή της Δύσης και δεδομένου ότι η Ελλάδα ανήκει στη Δύση ακολουθεί αυτή τη γραμμή. Η δεύτερη θεώρηση προσεγγίζει τις διμερείς σχέσεις μέσα από το πρίσμα των ιδιαίτερων ελληνικών συμφερόντων, χωρίς, βεβαίως, να παραβιάζει τις δεσμεύσεις της χώρας στους ευρωατλαντικούς δεσμούς.
Το σχέδιο Πούτιν για τον South Stream
Όσο υποχωρούσε ο Ψυχρός Πόλεμος, κέρδιζε έδαφος η δεύτερη θεώρηση. Οι ελληνορωσικές σχέσεις, μάλιστα, σημείωσαν εντυπωσιακή βελτίωση στα μέσα της δεκαετίας του 2000, κυρίως λόγω των πρωτοβουλιών του τότε πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή για συνεργασία στο ενεργειακό τομέα. Τότε, λόγω των προβλημάτων της με την Ουκρανία, η Μόσχα αναζητούσε νότιο διάδρομο για να μεταφέρει το ρωσικό αέριο στη νότια Ευρώπη.
Λόγω, μάλιστα, των δύσκολων σχέσεών της με την Άγκυρα, αναζητούσε τρόπο να παρακάμψει την Τουρκία. Αυτό ήταν το σχέδιο για τον αγωγό South Stream. Την κατασκευή του είχαν ανακοινώσει από κοινού οι Καραμανλής και Πούτιν. Όπως είναι γνωστό, το σχέδιο τορπιλίσθηκε από τους Αμερικανούς, οι οποίοι πίεσαν ασφυκτικά τη Βουλγαρία, η οποία και υπαναχώρησε. Παραλλήλως, υπονόμευσαν και τον Καραμανλή.
Μεταπολεμικά, το πρόβλημα εθνικής ασφαλείας των άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών ήταν συνυφασμένο με την αντίθεση Ανατολής-Δύσης. Γι’ αυτές, ο εχθρός ήταν η Σοβιετική Ένωση. Αντιθέτως, εθνική απειλή για την Ελλάδα ήταν η Τουρκία. Γι’ αυτό και είχε περισσότερο ή λιγότερο την τάση να παίζει το ρωσικό χαρτί για να εξισορροπεί κάπως την τουρκική επεκτατική πίεση και την ποντιοπιλάτικη στάση της Ουάσινγκτον.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Για την Αθήνα, λοιπόν, η Μόσχα δεν ήταν ο απόλυτος εχθρός, όπως για άλλες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ. Ήταν ένας χρήσιμος γεωπολιτικός παράγοντας στην αντίπερα όχθη, που λόγω του όγκου και της ισχύος του ασκούσε περισσότερο ή λιγότερο μία εξισορροπητική πίεση στην Άγκυρα. Τα εθνικά της συμφέροντα ωθούσαν την Αθήνα να είναι κοντά, αλλά όχι δίπλα στη Μόσχα. Ωθούσαν την Ελλάδα να τάσσεται στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ υπέρ μίας εταιρικής κι όχι ανταγωνιστικής σχέσης με τη Ρωσία. Γι’ αυτό και ήταν από επιφυλακτική έως αρνητική στην επιβολή κυρώσεων και στην αναβίωση του ψυχροπολεμικού κλίματος.
Πρόκειται για μία διαφορετική ανάγνωση του ευρωπαϊκού συμφέροντος από τη στερεότυπη ατλαντική ανάγνωση. Όσο πιο πολύ απομονώνει η Δύση και ειδικά η Ευρώπη τη Ρωσία, τόσο πιο πολύ την εξωθεί στην αγκαλιά της Κίνας, γεγονός που δεν είναι προς το συμφέρον της Δύσης. Γι’ αυτό και οι αναφορές ορισμένων δυτικών ΜΜΕ ότι η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία έπαιζαν τον ρόλο Δούρειου Ίππου της Μόσχας εντός της ΕΕ όχι μόνο βρωμούσαν σκοπιμότητα, αλλά και έδειχναν γεωπολιτική στενοκεφαλιά.
Τα σημερινά δεδομένα
Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Ο Ερντογάν έχει πέσει στην αγκαλιά του Πούτιν, με αποτέλεσμα η Τουρκία να διολισθαίνει απομακρυνόμενη από τη Δύση. Η βαθιά ρηγμάτωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων ώθησε την Ουάσιγκτον να επανεκτιμήσει τις σχέσεις της με την Αθήνα και τη Λευκωσία. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτούργησε και η εν εξελίξει ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ ευνοούν τις σχετικές έρευνες, επειδή μπορούν μελλοντικά να λειτουργήσουν σαν εναλλακτική πηγή τροφοδοσίας με ενέργεια και ως εκ τούτου σαν παράγοντας που θα επιτρέψει την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο. Αυτοί είναι οι δύο βασικοί λόγοι που οδήγησαν στην εντυπωσιακή βελτίωση των σχέσεων της Ουάσιγκτον και με την Αθήνα και με τη Λευκωσία.
Και είναι ακριβώς για τους ίδιους λόγους που οι ελληνορωσικές σχέσεις δεν θα επιστρέψουν στο πλαίσιο που βρίσκονταν πριν μερικά χρόνια. Για πρώτη φορά Ελλάδα και Ρωσία έχουν επί της ουσίας αντιτιθέμενα εθνικά συμφέροντα κι όχι απλώς διαφορετικούς ιδεολογικούς-πολιτικούς προσανατολισμούς. Αυτό φάνηκε με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία, ανεξαρτήτως του τρόπου που λύνει ή δεν λύνει το Μακεδονικό, άνοιξε την πόρτα για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Έκανε δηλαδή αυτό που επιθυμεί διακαώς η Δύση και αντιπάλευε η Ρωσία για να μην χάσει κι άλλα ερείσματα στα Βαλκάνια.
Αποκλίνοντα εθνικά συμφέροντα
Αν και η Μόσχα παραμένει προσεκτική και στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό, ο εναγκαλισμός Πούτιν-Ερντογάν, παρά τις εγγενείς ρωσοτουρκικές αντιθέσεις, ωθεί το Κρεμλίνο να επαναπροσδιορίσει τη θέση του, έστω και ανεπισήμως. Πρόσθετοι λόγοι είναι ότι Αθήνα και Λευκωσία έχουν προσδεθεί ακόμα περισσότερο στο αμερικανικό άρμα σε μία περίοδο που ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός στην Ανατολική Μεσόγειο οξύνεται.
Υπενθυμίζουμε πως η Ελλάδα συνυπέγραψε τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Ένας πρόσθετος λόγος που εκ των πραγμάτων ωθεί το Κρεμλίνο να κινηθεί προς τη θέσης της Άγκυρας είναι το γεγονός ότι το κυπριακό και αύριο το ελληνικό αέριο είναι ανταγωνιστικό προς το ρωσικό αέριο. Στα επόμενα χρόνια έχει τις προϋποθέσεις να υποκαταστήσει ένα μεγάλο μέρος των ρωσικών εξαγωγών αερίου στην Ευρώπη.
Παρόλα αυτά, ο Πούτιν ανταποκρίθηκε στο άνοιγμα του Τσίπρα για γεφύρωση του ελληνορωσικού χάσματος που έιχε ανοίξει με τις απελάσεις. Ανταποκρίθηκε για τρεις λόγους:
- Πρώτον, δεν επιθυμεί να ρίξει την Ελλάδα πλήρως στην αγκαλιά της Ουάσιγκτον, παρότι. Γι’ αυτό απέφυγε να ρίξει λάδι στη φωτιά και γι’ αυτό τελικά συμφώνησε για την πραγματοποίηση της επίσκεψης Τσίπρα. Η παραίτηση Κοτζιά, μάλιστα, διευκόλυνε τα πράγματα.
- Δεύτερον, αποδέχθηκε τις διαβεβαιώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να παίζει εντός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ τον μετριοπαθή και εποικοδομητικό ρόλο στις σχέσεις Δύσης-Ρωσίας.
- Τρίτον, αξιολογήθηκε θετικά ότι η κυβέρνηση Τσίπρα εκδήλωσε ενδιαφέρον να επεκταθεί ο αγωγός φυσικού αερίου Turkish Stream (από Ρωσία στην Τουρκία) προς τα Βαλκάνια και την Ευρώπη μέσω Ελλάδας.
Το συμπέρασμα είναι ότι ναι μεν το ρήγμα έκλεισε, ο σύντομος διπλωματικός πόλεμος έληξε, αλλά για πρώτη φορά τα ελληνικά συμφέροντα αρχίζουν να αποκλίνουν από τα ρωσικά. Όχι με την ιδεολογική-πολιτική έννοια που συνέβαινε στο παρελθόν και συνεχίζει να συμβαίνει, αλλά με τον τρόπο που εκθέσαμε παραπάνω.