Βρε τον… μπαγάσα τον Τατάρ έδειξε “καλή θέληση”!
30/03/2024Η λογική που αναπτύσσεται από τουρκικής πλευράς και υιοθετείται αναφανδόν από τους διάφορους τρίτους, είναι πως εκείνοι που επείγονται για να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις, θέλουν να λυθεί το πρόβλημα, πρέπει να κάνουν υποχωρήσεις. Ο κατοχικός ηγέτης, Ερσίν Τατάρ, είπε στην απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Μαρία Ανχέλ Ολγκίν Κουεγιάρ, ότι εάν οι Ελληνοκύπριοι θέλουν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις, θα πρέπει να δώσουν δώρα. Περίπου της ζήτησε να μεταφέρει αυτό το μήνυμα κι όταν υπάρξει ανταπόκριση “τότε βλέπουμε”. Έτσι και έγινε.
Και θεωρήθηκαν αυτά που είπε ο εγκάθετος της Άγκυρας ως βήμα “καλής θέλησης”. Και επειδή η πλευρά, που η χώρα της είναι υπό κατοχή δεν έχει άλλα να δώσει, ξεκίνησε το γνωστό και επαναλαμβανόμενο αφήγημα περί απορριπτικής ελληνοκυπριακής πλευράς. Τούτο δε το αφήγημα βρίσκει έδαφος και στο εσωτερικό της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι οι γνωστοί προσαρμοστικοί και οι “φωνές της λογικής”, που θεωρούν πως εάν δεν ικανοποιηθεί η κατοχική πλευρά θα… χαθούμε!
Υπάρχουν και οι εκτός Κύπρου. Πρωτίστως οι Βρετανοί και κάποιοι στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και στις Βρυξέλλες, οι οποίοι θεωρούν τούτο «φυσιολογικό και αναμενόμενο». Είναι σαφές πως όλοι εκείνοι που θεωρούν πως το θύμα “πρέπει να δώσει κίνητρα” για να καλμάρει η κατοχική δύναμη, για να την καλοπιάσουν οι εν δυνάμει μεσολαβητές, επιχειρούν χρόνια να επιβάλλουν μια κυπριακή πατέντα. Καθώς δεν ισχύουν αυτά που προωθούνται στην Κύπρο και οπουδήποτε αλλού.
Για παράδειγμα, δεν ζητήθηκε από τον Ζελένσκι να δώσει εδάφη, κυριαρχία κι άλλα δώρα στον Πούτιν για να σταματήσει ο πόλεμος. Στο Ουκρανικό επικαλούνται διάφορες παραμέτρους του Διεθνούς Δικαίου. Στην Κύπρο αναζητούν πώς θα νομιμοποιηθούν τα αποτελέσματα της εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής. Κι όλα αυτά επειδή προφανώς η κατοχική Τουρκία είναι δύναμη, την χρειάζονται, τη θεωρούν αναγκαία και χρήσιμη και ο Ερντογάν είναι και θυμωσιάρης.
Στην Ουκρανία οι “σύμμαχοι” δίνουν όπλα στο Κίεβο για να… αντισταθεί αλλά πρωτίστως να συνεχισθεί ο πόλεμος. Το αφήγημα τους είναι να ηττηθεί ο Πούτιν και η Ρωσία, η οποία ειρήσθω εν παρόδω παράνομα εισέβαλε σε άλλη χώρα. Δεν τίθεται στην περίπτωση αυτή θέμα συζήτησης ΜΟΕ, ούτε κάποιου μοντέλου Διζωνικής ή Τριζωνικής Ομοσπονδίας.
Σωστά υποδεικνύεται πως ο πόλεμος πρέπει να τελειώσει με αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία. Όμως στην περίπτωση της Κύπρου, παρουσιάσθηκε σχέδιο λύσης, αυτό του Ανάν τον Απρίλιο του 2004, με εγγυήσεις και χρονοδιαγράμματα για μείωση των στρατευμάτων. Σημειώνεται δε ότι στο Κραν Μοντανά ο Τσαβούσογλου έριξε αυλαία επιμένοντας σε στρατεύματα και εγγυήσεις, αλλά η κ. Ολγκίν ζητά εξηγήσεις από τους Ελληνοκύπριους.
Το… βήμα καλής θέλησης
Είναι σαφές πως στη διεθνή πολιτική ισχύουν τα συμφέροντα και οι γεωπολιτικοί σχεδιασμοί. Η Κύπρος διαθέτει λόγω γεωγραφίας και στρατηγικής σημασίας αρκετή προίκα, που μπορεί να αξιοποιηθεί. Στη ζυγαριά προφανώς και το βάρος της κατοχικής πλευράς είναι μεγαλύτερο και λαμβάνονται υπόψη οι τουρκικές απαιτήσεις. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές και να θέτει η ελληνική πλευρά από μόνη της το πιστόλι στον κρόταφο. Υπάρχουν κάποιοι στην Κύπρο, κυρίως η ομάδα των προσαρμοστικών, που σπεύδουν να θέσουν οι ίδιοι ασφυκτικά διλήμματα ενώπιον μας. Και να επιμένουν πως θα πρέπει να απαντήσουμε σε διλήμματα.
Όπως είτε θα δεχθεί η ελληνική πλευρά μια στρεβλωτική μη βιώσιμη συμφωνία είτε θα βιώσουμε τα χειρότερα! Και ξεκινά η κινδυνολογία και επιχειρείται να “πέσει” στα μαλακά η συζήτηση της τουρκικής θέσης για το καθεστώς των Τουρκοκυπρίων μετά από μια νέα αποτυχία. Ακούγεται δε σε διάφορα πολιτικά και δημοσιογραφικά στέκια πως “δεν πείθουμε” επειδή “όταν χρειάστηκε η Τουρκία ήταν διαλλακτική” και οι Ελληνοκύπριοι απορριπτικοί! Μια λεπτομέρεια, όμως, τους …διαφεύγει: Δεν έχουμε εμείς εισβάλει στην Τουρκία, αλλά η Τουρκία στην Κύπρο και αρνείται να αποχωρήσει.
Οι πρόσφατες εξελίξεις με το σχέδιο “Αμάλθεια” απέδειξαν πως υπάρχουν δυνατότητες για αξιοποίηση τη στρατηγική μας θέση και το ρόλο, που μπορούμε να διαδραματίσουμε. Και φαίνεται ότι προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η Λευκωσία, η οποία δεν έχει κανένα λόγο να ακούει τις σειρήνες των προσαρμοστικών.