Βρίσκει και τα κάνει ο Ερντογάν – Γιατί η Δύση ανέχεται την Τουρκία
05/09/2021Είναι χρόνια πλέον που η Τουρκία διολισθαίνει απομακρυνόμενη από τη Δύση. Καιρός είναι να σοβαρευτούν και οι ΗΠΑ και η Ευρώπη και να αντιδράσουν κατάλληλα έναντι του συμμαχικά ασταθούς Τούρκου προέδρου, ο οποίος κατέστησε δευτέρα φύση του την έξη να θέτει σε αμφισβήτηση ό,τι δεν κρίνει συμφέρον για τη δική του χώρα. Διαπιστώνοντας ότι οι δυτικές αντιδράσεις ήταν ήπιες, ο κ. Ερντογάν θεώρησε ότι μπορεί να παίζει διαρκώς τον ρόλο του δύστροπου παιδιού, στο οποίο συγχωρούνται οι αταξίες.
Στη Δύση παραμένουν αγκυλωμένοι στην αντίληψη ότι η Τουρκία αποτελεί προμαχώνα της Δύσης έναντι της Μόσχας και του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Πρόκειται για βαριά πολιτική μυωπία. Δεν αντιλαμβάνονται τι τους επιφυλάσσει η σχέση τους με την Άγκυρα. Εξακολουθούν να πιστεύουν, χωρίς δευτεροβάθμιες σκέψεις, ότι η Τουρκία είναι για αυτούς πολύτιμη. Ασφαλώς και θα ήταν πολύτιμη αν η πολιτική της δεν ήταν βαθύτατα τουρκοκεντρική και επιφανειακά συμμαχική. Υπάρχουν εξόφθαλμα παραδείγματα.
Οι δε σχέσεις της Άγκυρας προς την Αθήνα είναι σχέσεις εκβιαστή-εκβιαζομενου. Από το 1974 οι Τούρκοι εγείρουν πρωτοφανείς απαιτήσεις στο Αιγαίο. Επιδιώκουν να εφαρμόσουν τους δικούς τους κανόνες, αγνοώντας απόλυτα όσα αναγνωρίζουν όλα τα κράτη του κόσμου και περιφρονώντας έκδηλα τις προβλέψεις του Δικαίου της Θάλασσας. Την ίδια αυτή σημαδιακή χρονιά, το 1974, η Τουρκία εγκλημάτησε με τη στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο και την από τότε παράνομη κατοχή του ενός τρίτου των εδαφών ενός κράτους-μέλους του ΟΗΕ και αργότερα της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Έτσι, αντί η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ναι είναι χώρος σταθερότητας και ειρήνης, έχει αποκτήσει ως μόνιμο χαρακτηριστικό την αβεβαιότητα. Αβεβαιότητα, την οποία προκαλεί και συντηρεί ένα κράτος, το οποίο στην ουσία μόνο προβλήματα προκαλεί ακόμα και σε εκείνους που το θεωρούν σύμμαχό τους. Όμως, πέρα από τους άμεσους γείτονές του, ο Τούρκος πρόεδρος υπήρξε προκλητικός απέναντι και στις ΗΠΑ. Αποκορύφωμα είναι η άρνηση χρήσης της βάσης του Ιντζιρλίκ κατά τις επιδρομές στο Ιράκ, για να μην θυμηθούμε την άρνηση της Άγκυρας το 2003 να επιτρέψει την είσοδο των αμερικανικών στρατευμάτων από το τουρκικό έδαφος, προκειμένου να ανοίξουν το βόρειο μέτωπο στον πόλεμο εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν.
Προκλητικός απέναντι στη Δύση
Παρ’ όλα αυτά, η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να σύρεται από την παραδοσιακή αντίληψη των αμερικανικών υπηρεσιών για την ιδιάζουσα γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας. Μίας χώρας, η οποία για λόγους εσωτερικής και περιφερειακής κατανάλωσης, πιστεύει ότι θα έχει εσαεί την ευκαιρία να προφασίζεται τον ανεξάρτητο σπουδαίο, χωρίς αυτό να έχει συνέπειες για τον ίδιο.
Αντίστοιχα προκλητική ήταν και η αντιμετώπιση που η Άγκυρα προ ετών επιφύλαξε απέναντι στο Βερολίνο. Τα εξ αμάξης είχε σύρει ο κ. Ερντογάν στη γερμανική κυβέρνηση για την μη ανοχή της στην άσκηση τουρκικής προεκλογικής προπαγάνδας στο γερμανικό έδαφος. Το ίδιο είχε τότε πράξει και απέναντι στις κυβερνήσεις της Αυστρίας και της Ολλανδίας. Αποκορύφωμα εκείνης της έντασης ήταν το θέμα με τη βάση του Ιντζιρλίκ, όταν οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει την επίσκεψη Γερμανών κοινοβουλευτικών στους εκεί στρατοπεδευμένους Γερμανούς στρατιωτικούς.
Και ενώ η Γερμανία είχε υποχρεωθεί βαρύθυμα να μετακινήσει τους στρατιωτικούς της σε βάση στην Ιορδανία, ο κ. Ερντογάν είχε θυμικές εκρήξεις κατά του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών. Γιατί; Επειδή είχε αντιδράσει στην προτροπή του Τούρκου Προέδρου προς τους ομοεθνείς του της Γερμανίας να μην ψηφίσουν τους Χριστιανοδημοκράτες, τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους, τους οποίους είχε χαρακτηρίσει «εχθρούς της Τουρκίας».
Μεγαλομανία χωρίς φραγμούς
Όπως σε όλα τα κράτη με αυταρχικά καθεστώτα, έτσι και στην Τουρκία δεν είναι ευπρόσδεκτες παραινέσεις για εφαρμογή των κανόνων της δημοκρατίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της ελευθεροτυπίας. Το ίδιο δυσάρεστα είχαν ηχήσει στα ώτα της Άγκυρας και οι αντιδράσεις του πολιτικού κόσμου της Γερμανίας για τις εκλογικές συστάσεις του κ. Ερντογάν. Και είχαν ακολουθήσει προσβολές κατά του κ. Γκάμπριελ, το πολιτικό μέγεθος του οποίου, ο ίδιος ο κ. Ερντογάν είχε χαρακτηρίσει ελάχιστο σε σχέση με το δικό του. Ο Τούρκος Προέδρος προφανώς –λόγω αξιώματος και λόγω παλαιότητας στην πολιτική σκηνή– θεωρεί εαυτόν μεγαλύτερου διαμετρήματος πολιτική προσωπικότητα.
Μπορεί ο κ Ερντογάν να έχει ιδέες μεγαλείου, αλλά οι Δυτικοί, αντί να υπομειδιούν σε κλειστούς χώρους για όσα μεσαιωνικά πρεσβεύει και μεθοδεύει η Τουρκία, καλό είναι να δείξουν σ’ αυτήν την χώρα με τον μεγαλομανή πρόεδρο, ότι οι συμμαχίες και οι συνεργασίες έχουν κανόνες. Και κύριος κανόνας είναι η ουσιαστική και όχι η θεωρητική συμβολή στις διακηρυγμένες κοινές επιδιώξεις.
Αντ’ αυτού, τί είδαμε αυτά τα χρόνια; Το Βερολίνο, παρά τα προαναφερθέντα, έχει μετατραπεί σε “προστάτη” της Τουρκίας του κ. Ερντογάν εντός της ΕΕ. Η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία είχαν την ευκαιρία να το διαπιστώσουν πολλές φορές τα τελευταία δύο χρόνια στις συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Αλλά και οι Αμερικανοί, παρά το γεγονός ότι έχουν υιοθετήσει επικριτικούς τόνους και κάποια περιορισμένα μέτρα κατά της Τουρκίας, αποφεύγουν να εφαρμόσουν δραστική πολιτική. Φοβούνται μήπως την χάσουν.
Η Τουρκία δεν αλλάζει γραμμή πλεύσης
Όπως αποδεικνύεται και από την υπόθεση των ρωσικών S-400, είναι πολύ αμφίβολο αν η Τουρκία θα αλλάξει γραμμή πλεύσης. Οι σχέσεις αγάπης και μίσους με τη Ρωσία σήμερα και με την Κίνα παλαιότερα, οι παραγγελίες εξοπλισμών από τη Μόσχα, αλλά και η δύσκολα αποκρυπτόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τις ρωσοτουρκικές σχέσεις, είναι χαρακτηριστικά της προσπάθειας των Τούρκων να παίξουν διπλό παιχνίδι με κύριο στόχο τον εκβιασμό της Δύσης. Εκβιασμό, προκειμένου να προβάλλεται στους συμμάχους ως ισχυρός περιφερειακός παράγων με την αξίωση να γίνεται σεβαστή κάθε του επιθυμία σε γεωπολιτικό, στρατηγικό και οικονομικό επίπεδο.
Η Τουρκία κατάφερε να αποκομίζει οφέλη με αυτόν τον επαμφοτερίζοντα ρόλο. Όμως, πρωτεύουσες, δεξαμενές σκέψης, αναλυτές, πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι και πολλοί άλλοι γέμισαν εκατοντάδες σελίδων με αναλύσεις που βρίθουν αρχικά από ερωτηματικά και στη συνέχεια από επικρίσεις. Το επόμενο βήμα μπορεί να είναι μία σημαντική μεταστροφή της Δύσης που διαπιστώνει ότι η Τουρκία δεν ωφελεί αλλά, σε τελική ανάλυση, βλάπτει σημαντικά τα συμφέροντά της.
Μόνο εάν συμβεί αυτό, ίσως τότε η Άγκυρα συνειδητοποιήσει ότι μόνο με δυτικού χαρακτήρα προσεγγίσεις και με πνεύμα συνδιαλλαγής μπορεί πραγματικά να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στην περιοχή. Όχι τουρκοκεντρικό και μάλιστα επεκτατικό, ή κατ’ επίφασιν συνεταιρικό, αλλά ειρηνικό, προς όφελος της ίδιας, των συμμάχων και όλων των γειτόνων της. Ρομαντικό; Ίσως. Όχι όμως ανέφικτο.