Ξορκίζοντας την “αβάσταχτη ελαφρότητα” στα εθνικά θέματα
17/07/2023Η εθνική ασφάλεια είναι -με τα τωρινά δεδομένα της χώρας μας- ένας ευρύτερος, συλλογικός όρος που έχει σαν αντικείμενο την προστασία της από κάθε μορφής απειλή. Από κινδύνους που σχετίζονται με τα εθνικά θέματα, την άμυνα, την οικονομική και ενεργειακή ασφάλεια, τη διαχείριση κρίσιμων υποδομών, την κυβερνοασφάλεια (ψηφιακές απειλές στο διαδίκτυο), το δημογραφικό πρόβλημα, την κοινωνική συνοχή, την τρομοκρατία, την κατασκοπεία και την αντικατασκοπεία.
Πριν από 44 χρόνια, ωστόσο – όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπέγραφε στο Ζάππειο τη Σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα υπό τη μορφή τελωνειακής ένωσης (28 Μαΐου 1979) – η εθνική ασφάλεια συνοψιζόταν στο τρίπτυχο: εδραίωση της δημοκρατίας, οικονομική σταθερότητα και διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας μας από τον τουρκικό κίνδυνο.
Αυτό το τελευταίο, τότε, είχε βαρύνουσα σημασία και γι’ αυτό βασική επιδίωξη του Καραμανλή – από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το ’74 – ήταν η αναζήτηση πλαισίου εθνικής ασφάλειας των συνόρων της. Θέμα επιβίωσης για την Ελλάδα, που θα λυνόταν – όπως εκτιμούσε – με την ενσωμάτωσή της στην ΕΟΚ ως πλήρες (10ο) μέλος της.
Είχαν περάσει πέντε χρόνια από την εισβολή του ”Αττίλα 1&2” στην Κύπρο (20 Ιουλίου & 14 Αυγούστου 1974) και ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής πίστευε πως θα αντλούσε υποστήριξη από την ΕΟΚ στο θέμα της Κύπρου, όπως είχε εξομολογηθεί στον Βρετανό ομόλογό του Χάρολντ Ουίλσον μέσω της αλληλογραφίας τους, αποκαλύπτοντας την πρόθεση της Ελλάδας να παραπέμψει τις διαφορές της με την Τουρκία στο Αιγαίο στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η αντάρα της Κύπρου εξακολουθούσε να σκιάζει βαριά τον εθνικό ορίζοντα της Ελλάδας και τον νοητικό και συναισθηματικό των Ελλήνων, έτσι που τους έκανε να νιώθουν ”Με μια πινέζα στην καρδιά”, όπως τη χρονιά της κυπριακής τραγωδίας (βλ. ομώνυμο δοκίμιο Γ. Σαββίδη, καθηγητή ΑΠΘ, 24 Αυγούστου 1974).
Κι αυτό τρόμαζε τον Καραμανλή, με την έννοια ότι δεν ήθελε να περιπέσει η χώρα σε εθνική κατάθλιψη, αλλά ούτε να οδηγηθεί στο άλλο άκρο των προσδοκιών για αντεκδίκηση, που άρχισαν να εκδηλώνονται από αντίδραση και αντίσταση στην τουρκική βία. Η θέση του τότε πρωθυπουργού για το Αιγαίο έγινε γνωστή με αφορμή τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό του ”Αττίλα” Μπουλέντ Ετσεβίτ (10-11 Μαρτίου 1978) και επαναλήφθηκε (κατά δήλωση Ευάγγελου Βενιζέλου, 2022) «μέσω του ειδικού απεσταλμένου του Κωνσταντίνου Καραμανλή, πρέσβη Δ. Κοσμαδόπουλου, στις 25 Οκτωβρίου 1978».
Το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη…
Η αλήθεια είναι πικρή, αλλά – ειδικά σε θέματα εθνικού ενδιαφέροντος – είναι προτιμότερη από την πλάνη. Και η αλήθεια για το Αιγαίο υπερασπίζεται την ελληνικότητά του ιστορικά, αλλά όχι κυριαρχικά καθ’ ολοκληρίαν, από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν έχει τον έλεγχο ούτε του 50% των υδάτων του, καθώς τα υπόλοιπα συνυπολογίζονται ως ”τουρκικά” (ΤΧΥ 6νμ) και ”διεθνή ύδατα”.
”Ελληνική λίμνη” θα γίνει το Αιγαίο, μόνο αν επεκτείνει η χώρα μας τα εθνικά χωρικά της ύδατα (ΕΧΥ) στην Ανατολική Μεσόγειο στα 12νμ, οπότε θα είναι κυρίαρχη στο 70% και θα αποκτήσει το δικαίωμα να κλείσει όλες τις διόδους προς τα διεθνή ύδατα, σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία. Αυτά προς υπενθύμιση κάποιων… ”τοτέμ” της δεξιάς ελληνικής δημοσιογραφίας, που – με εφαλτήριο την εξωτερική πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή – επιδίδονται προκαταβολικά σε υφέρπουσα καταστροφολογία (εκ παραλλήλου με κόμματα της αντιπολίτευσης) και σε άστοχους συγκριτισμούς μεταξύ της προ 50ετίας εξωτερικής πολιτικής μας με την τρέχουσα.
Διυλίζουν τον κώνωπα, ουσιαστικά, με επίκεντρο τις δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για τα ελληνοτουρκικά μετά τη συνάντησή του με τον Ερντογάν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ. Ξεχνούν, προφανώς, ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να μείνει περιχαρακωμένη στα στεγανά του ’74 και ’79, γιατί απαιτείται – πέραν της αμυντικής ετοιμότητας και διασφάλισης συμμαχιών – προσαρμοστικότητα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με σύγχρονα ”υλικά” στρατηγικής τις αυξανόμενες προκλήσεις εξ Ανατολών μας.
Απαιτείται να κάνουμε τα εθνικά παθήματα μεταπολιτευτικά (1974-1996-2018) μαθήματα που θα μας οδηγήσουν να κάνουμε ”βήματα μπροστά” προς όφελος της Ελλάδας. Τα ”βήματα μπροστά”, όμως, πρέπει να είναι καλά μελετημένα και να μην υπαγορεύονται από τη διάθεση των ”Μεγάλων” να λύσουν τον Γόρδιο δεσμό των ελληνοτουρκικών με υποχώρηση (για πολλοστή φορά) της Ελλάδας.
Δεν είναι λύση οι υποχωρήσεις
Είναι σωστό αυτό που είπε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης λίγες ώρες μετά τη συνάντηση με τον Ερντογάν (βλ. συνέντευξη στο ΣΚΑΪ και τους δημοσιογράφους Κοσιώνη και Τσίμα). Ότι είναι, δηλαδή, προς όφελος της Ελλάδας να λύσουμε το πρόβλημα που υπάρχει εδώ και δεκαετίες με την Τουρκία (με κύριο διακύβευμα το Αιγαίο). Μόνο που κάτι παρόμοιο είχε πει και ο προκάτοχός του Αλέξης Τσίπρας, πριν περάσει στις Πρέσπες τη θηλιά στον λαιμό της Μακεδονίας (17/6/’18). Συνελόντι ειπείν, δεν πρέπει να αποδειχθούμε επισπεύδοντες να καθίσουμε στο Τραπέζι της Χάγης, με την ιδέα ότι πάμε να διευθετήσουμε (ως ”πολιτισμένοι γείτονες”) τη βασική διαφορά μας με την Τουρκία (οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδας), γιατί είναι σίγουρο ότι αυτή “θα μας βγει με κόκκινο”.
Αν δει την παραμικρή υποχώρηση εκ μέρους μας, δηλαδή, είναι ικανή να μας ζητήσει τον ουρανό με τ’ άστρα σε βάρος των κεκτημένων μας (αναγνώριση ”τουρκικής” μειονότητας σε Θράκη και Δωδεκάνησα, αποστρατιωτικοποίηση νησιών, αναθεώρηση των συνθηκών που χάραξαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα και διχοτόμηση της Κύπρου και του Αιγαίου (”συνεκμετάλλευση”). Δεν κινδυνολογώ. Μόνο προειδοποιώ ότι η ”αβάσταχτη ελαφρότητα” με την οποία αντιμετωπίζουμε διαχρονικά την Τουρκία (για να παραφράσω την ”Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι” του εκλιπόντα πρόσφατα Μίλαν Κούντερα) – σπρωγμένοι από τη σφοδρή επιθυμία μας διακομματικά και διακυβερνητικά για συμφιλίωση μαζί της – ίσως μάς κάνει να ξεχνάμε πως η ”πινέζα” στην καρδιά απ’ την διπλή εισβολή της στην Κύπρο υπάρχει ακόμα.
Υπάρχει όσο κι αν ο αδυσώπητος χρόνος αφήνει τα χνάρια της λήθης στο ”ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ” μας. Υπάρχει και μας υπενθυμίζει την αβάσταχτη… επικινδυνότητα της μετάλλαξης του Ταγίπ Ερντογάν στα ελληνοτουρκικά μετά τον σεισμό των 7,8 R στην Τουρκία, που τον ανάγκασε να κάνει στροφή υπέρ της… συμφιλίωσης με Ελλάδα και Δύση. Αυτό που εννοώ, προφανώς, είναι ότι τίποτα δεν αποκλείει η στροφή της Τουρκίας να είναι ναρκοθετημένη για την Ελλάδα, καθώς η προσαρμοστικότητα (”διπλωματική ευλυγισία”) του Τούρκου Προέδρου στα εκάστοτε συμφέροντα της χώρας του και η αφερεγγυότητά του έχουν περάσει ήδη στην ιστορία…
Αυτή ακριβώς η προσαρμοστικότητα του Ταγίπ Ερντογάν, που παραπέμπει σε κοροϊδία διαρκείας με moto το μακιαβελικό ”Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” , δεν έχει σβήσει απ’ την μνήμη μας τα χίλια μύρια των ύβρεων και των προσβολών του για την Ελλάδα, την Αγία Σοφία και τους προγόνους μας στον πάτο του Αιγαίου (όπου απειλούσε να μας στείλει από κοινού με τον Μπαχτσελί), αλλά και των κλιμακούμενων απειλών του σε βάρος της Κύπρου. Άρα, για να μιλήσουμε καθαρά επί της διφορούμενης απάντησης του πρωθυπουργού γύρω απ’ το θέμα της Χάγης και τις ”κάποιες υποχωρήσεις που μπορεί να αποτελούν την αφετηρία διαπραγμάτευσης”, η απάντηση του ελληνικού λαού είναι ”ΟΧΙ σε υποχωρήσεις με διακύβευμα κεκτημένα μας!”.
“Όχι” σε υποχωρήσεις που περιλαμβάνουν αναγνώριση ”τουρκικής” μειονότητας στη Θράκη (αρχή για ανεξαρτησία και αυτονομία της), αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών (προς διευκόλυνση τουρκικής απόβασης σε αυτά), ”συνεκμετάλλευση” των φυσικών πόρων μας στο Αιγαίο και διχοτόμηση της Κύπρου, η οποία ορίζεται πλέον ως χώρος συντεταγμένων στους χάρτες του ΝΑΤΟ με τη δική μας σιωπηλή αποδοχή…