Υπάρχει ελληνική απάντηση στο τουρκικό casus belli
25/05/2022Χωρίς καμία διάθεση τρομολαγνείας, έπειτα από την κλιμάκωση την τουρκικής επιθετικότητας που βλέπουμε τα τελευταία 24ωρα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυξάνουν οι ενδείξεις και οι εκτιμήσεις ότι η Τουρκία επιζητεί μια στρατιωτική σύγκρουση με την Ελλάδα. Ο τουρκικός αυτός σχεδιασμός απορρέει από την εκτίμηση των Τούρκων ότι η απειλή στρατιωτικής κλιμάκωσης θα αναγκάσει την Αθήνα –αργά ή γρήγορα– να αποδεχθεί την έναρξη διμερών διαπραγματεύσεων, σύμφωνα με τις ορέξεις τους. Χρειάζεται η κατάλληλη ελληνική απάντηση.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής του πειθαναγκασμού, λοιπόν, το ρίσκο μιας μικρότερης ή μεγαλύτερης κλιμάκωσης που θα λάβει την μορφή του θερμού επεισοδίου, είναι αποδεκτό (έως και επιθυμητό ενδεχομένως) από την Άγκυρα, με παράλληλη όμως επιδίωξη την εμφάνιση της χώρας μας, ως της βασικής υπεύθυνης για την σύγκρουση. Η τουρκική προπαγάνδα βρίσκει ευήκοα ώτα, αν κρίνουμε από την στάση ίσως αποστάσεων που υιοθέτησε η εκπρόσωπος της Κομισιόν, έστω και αν στην πορεία υποχρεώθηκε να ανασκευάσει.
Αυτήν την τουρκική στρατηγική προσπαθεί να αντιμετωπίσει η Αθήνα, σχοινοβατώντας μεταξύ αποτροπής, επίδειξης μετριοπάθειας και προσεκτικών κινήσεων σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο που αναπόφευκτα δημιουργούν αμφιβολίες όχι μόνο για την αποτελεσματικότητά τους, αλλά και τη διαφαινόμενη (διαχρονική) επιλογή μιας επικίνδυνης πολιτικής κατευνασμού.
Δεν δαιμονοποιούμε την πολιτική του κατευνασμού ως μιας προσωρινής επιλογής, με στόχο την πολλαπλή ενίσχυση των συντελεστών ισχύος ή/και την αναμονή δημιουργίας καλύτερων συνθηκών. Δυστυχώς όμως διακρίνουμε σημαντικότατες καθυστερήσεις και μια ατολμία έως και διαχρονική ασυνέπεια στην υπεράσπιση των θέσεων και κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Η σημασία των 12 ναυτικών μιλίων
Βέβαια, ο χρόνος είναι αυτός που θα καταδείξει την ορθότητα της παραπάνω επισήμανσης που δεν αποτελεί όμως και το βασικό θέμα της παρούσης ανάλυσης. Στόχος του κειμένου είναι να επισημάνει την ανάγκη μιας περισσότερο μεθοδικής και τολμηρής προώθησης της αύξησης του εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Μια ανάλογη κίνηση θα καταστήσει άνευ ουσιαστικού νοήματος τις περισσότερες από τις τουρκικές διεκδικήσεις στον χώρο του Αιγαίου Πελάγους.
Η προς διευθέτηση έκταση της υφαλοκρηπίδος θα μειωθεί δραστικά ενώ το διαφορετικό εύρος εναερίου-θαλασσίου χώρου θα επιλυθεί αυτομάτως. Ακόμη και οι τουρκικές διεκδικήσεις για τα όρια της ζώνης έρευνας και διάσωσης, αλλά και του FIR Αθηνών θα αποδυναμωθούν, καθώς το Αιγαίο θα περιλαμβάνει πλέον περιοχές ελληνικής κυριαρχίας σχεδόν στο 72% (έναντι του 43% σήμερα). Όλα αυτά θα επιτευχθούν με την απλή ενάσκηση ενός συμβατικού και εθιμικού κανόνος του διεθνούς δικαίου και την ανώδυνη λήψη ορισμένων προβλεπόμενων μέτρων που θα εξασφαλίζουν την ελευθερία της ναυσιπλοΐας (καθορισμός στενών διεθνούς ναυσιπλοΐας).
Η Τουρκία, αντιλαμβανόμενη τη δυσμενή κατάσταση που θα δημιουργήσει μια αντίστοιχη ελληνική κίνηση έχει επιστρατεύσει (επιτυχώς μέχρι σήμερα) την απειλή πολέμου (casus belli) σε περίπτωση οποιασδήποτε επέκτασης του εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο. Για αυτό και αμφισβητεί καθημερινά με προκλητικότατες ενέργειες και έντονα, όχι μόνο τις θαλάσσιες ζώνες των αυξημένων ελληνικών χωρικών υδάτων, αλλά πλέον ανοιχτά και την κυριαρχία των ελληνικών νησιών.
Σίγουρα το σκηνικό σύγκρουσης θα είναι καθημερινό, χωρίς να δύναται να αποκλειστεί και ένας “πόλεμος φθοράς” όπως βίωσε το Ισραήλ και η Αίγυπτος την περίοδο 1967-1970. Υπό αυτήν την απειλή είναι απολύτως κατανοητή η αυτοσυγκράτηση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων και η συνεχής εξαγγελία περί μελλοντικής ενάσκησης του δικαιώματος. Σίγουρα ακόμη και η προβολή αυτής της πρόθεσης (μελλοντικής) αποτελεί μέτρο ελληνικής πίεσης προς την Άγκυρα.
Πιθανόν η ελληνική αυτή πρόθεση να είχε στο παρελθόν αποτελέσματα στην τουρκική αυτοσυγκράτηση, αλλά η άνευ ορίων πρόσφατη κλιμάκωση των τουρκικών διεκδικήσεων καταδεικνύει ότι έχει καταστεί αναποτελεσματική. Ζώντας υπό την καθημερινή απειλή μιας στρατιωτικής σύγκρουσης, η Ελλάδα πρέπει να καταφύγει σε περισσότερο δυναμικά μέτρα, αναλαμβάνοντας φυσικά και το ανάλογο ρίσκο.
Η ανάγκη προετοιμασίας
Η Τουρκία και όλη η διεθνής κοινότητα πρέπει να αντιληφθούν (και να προειδοποιηθούν κατάλληλα) ότι οποιαδήποτε στρατιωτική σύγκρουση, ανεξαρτήτως κλίμακος, θα επιφέρει την αυτοματοποιημένη και αμετάκλητη αύξηση του εύρους των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Καθώς μάλιστα “ο βρεγμένος την βροχή δεν φοβάται”, ελάχιστη σημασία θα έχει πλέον η τουρκική απειλή του casus belli, καθόσον οι εχθροπραξίες θα έχουν δρομολογηθεί.
Και σε τελευταία ανάλυση, ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων της σύγκρουσης, είναι καλύτερα να εισέλθουμε στην επικίνδυνη (αλλά και αναπόφευκτη) ατραπό των διαπραγματεύσεων με εύρος 12, αντί των σημερινών έξι ναυτικών μιλίων. Μια όμως ανάλογη ελληνική προειδοποίηση, για να είναι αξιόπιστη, θα πρέπει να συνοδεύεται και με ανάλογες προετοιμασίες, στρατιωτικές, διπλωματικές, πολιτικές και διαδικαστικές. Ενημερώσεις ξένων κρατών, πρόνοια συμμόρφωσης με διεθνείς συνθήκες (καθορισμός στενών διεθνούς ναυσιπλοΐας), κατάλληλη επιλογή γραμμών βάσεων, κλείσιμο κόλπων, ετοιμότητα άμεσης έκδοσης και κατάθεσης σχετικών εγγράφων και χαρτών κ.λπ.
Για επαύξηση της αξιοπιστίας της ελληνικής απειλής θα μπορούσε το ελληνικό κοινοβούλιο από σήμερα να εξουσιοδοτήσει την (οποιαδήποτε) ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει στην άμεση αύξηση των εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων, σε περίπτωση τουρκικής επιθετικής ενέργειας (μια δηλαδή “αντι- casus belli” δήλωση) χωρίς φυσικά να παραιτείται και της αυτόνομης επιλογής του χρόνου ενάσκησης του δικαιώματος αυτού.
Σίγουρα οι παραπάνω προτάσεις εμπεριέχουν σοβαρούς κινδύνους κλιμάκωσης, αλλά πλέον οι τουρκικές διακηρύξεις και ενέργειες καταδεικνύουν την αδυναμία επίτευξης οποιασδήποτε ειρηνικής διευθέτησης. Κατά συνέπεια σύσσωμη η ελληνική προετοιμασία πρέπει να εστιάζεται, όχι στην καλοδεχούμενη αποφυγή της σύγκρουσης, αλλά στην πολυεπίπεδη επικράτησή μας, στο απευκταίο αλλά αρκετά πιθανό εφιαλτικό σενάριο.