Άλλο αρχαιολατρία, άλλο προγονοπληξία
22/02/2020Ο εορτασμός του παρελθόντος (2500 χρόνια από τη μάχη των Θερμοπυλών και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, 480 π.Χ.) εμπεριέχει τον κίνδυνο της προγονοπληξίας. Ο κίνδυνος αυτός είναι συνάρτηση των κριτηρίων που επιλέγουμε για να γιορτάσουμε και να θυμηθούμε τα περασμένα. Το “τι” γιορτάζουμε (νίκες πολεμικές, φιλοσοφικές θεωρίες, τραγωδίες), το “πώς” θα γιορτάσουμε (πανηγυρικές εκδηλώσεις αναστοχασμός, μελέτη ιστορική) και το “προς τι” (ο σκοπός, εθνική αφύπνιση, αρχαιογνωσία) και γιατί “τώρα”, είναι μερικά από τα κριτήρια που θα καθορίσουν και θα αιτιολογήσουν – δικαιολογήσουν αυτή τη στροφή στο χθές.
Πολλές φορές η αρχαιογνωσία ταυτίστηκε ή εξελίχθηκε σε μια άγονη ή επικίνδυνη αρχαιολατρία. Επικίνδυνη γιατί αποτέλεσε το όχημα για την καλλιέργεια ενός τυφλού πατριωτισμού, που εδράζεται σε ανιστόρητες θέσεις για τη μοναδικότητα της ελληνικής φυλής. Άγονη γιατί επιβάλλει μια τυφλή αποδοχή κάθε παραδοσιακού και μια άκριτη προσκόλληση σε θέσεις και ιδέες που εμποδίζουν την αμφιβολία και τη διαφωνία.
Όταν, λοιπόν, η αρχαιολατρία γεννά και τρέφει άκριτα μια υπερβολική “Ελληνολατρία” τότε δρα ισοπεδωτικά στην προσπάθεια να δούμε τον παγκόσμιο πολιτισμό ως μια διαδικασία, όπου το παλιό γονιμοποιεί ή εγκυμονεί την υπέρβασή του. Ότι γεννά μύθους στομώνει την πνευματική εξέλιξη του ατόμου και δρα διαβρωτικά στην εθνική αυτογνωσία. Έτσι, κάθε “ξένο” θεωρείται υποδεέστερο και κάθε ελληνικό ως διαχρονικό και αυθεντικό.
Αποκρουστική και η ξενομανία
Ωστόσο, πολλές φορές αναπτύσσεται και το αντίθετο φαινόμενο. Να εκθειάζεται υπερβολικά κάθε ξένη σκέψη, να θεωρείται πρωτότυπη και να αποσιωπάται ή να αγνοείται πως το υπόβαθρό της έχει ελληνικές – και μάλιστα αρχαιοελληνικές – ρίζες. Εύκολα ως αναγνώστες ή μελετητές εντρυφούμε σε θέσεις και ιδέες αλλοεθνών φιλοσόφων ή επιστημόνων και καθιστάμεθα υπέρμαχοί τους, αγνοώντας ότι πολλές από αυτές διατυπώθηκαν από τους προγόνους μας.
Κι αυτό δεν συνιστά ένα sui generis ελληνικό σύμπλεγμα κατωτερότητας, αλλά είναι προϊόν της ελληνικής εκπαίδευσης και παιδείας. Η ξενομανία είναι τόσο αποκρουστέα όσο και η προγονολατρεία – προγονοπληξία. Το μέγεθος της ξενομανίας θα καταδείξει και το μέγεθος της αμάθειας μας ως λαού, απέναντι σε αλήθειες που σημάδεψαν την ποιότητα του πνευματικού και κοινωνικού μας πολιτισμού.
Ειδικότερα θα καταγραφούν θέσεις και ιδέες ξένων φιλοσόφων, ιδιαίτερα γνωστές και προβεβλημένες, που ωστόσο στη “σκιά” τους ανθοφόρησαν και κάρπισαν ανάλογες Ελλήνων φιλοσόφων. Αυτή η παράλληλη προβολή ίσως βοηθήσει στην ανάδειξη κάποιων αδικημένων θέσεων που γονιμοποίησαν κατά θετικό τρόπο τον παγκόσμιο πολιτισμό και γι’ αυτό προβάλλουν ως αναγκαιότητα την ελληνική αρχαιογνωσία.
Γλώσσα και σκέψη
Η σύγχρονη γλωσσολογία έχει ταυτιστεί με τη ρήση – θέση του Wittgenstein «Τα όρια της γλώσσας μας σημαίνουν – ορίζουν τα όρια του κόσμου μας» (Η γλώσσα μας είναι ο κόσμος μας). Η εμβληματική αυτή φράση επηρέασε καταλυτικά τη γλωσσική επιστήμη με αποτέλεσμα να αποσιωπηθούν άλλες σύγχρονες θέσεις, ή να μείνουν στην αφάνεια άλλες προγενέστερες.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θέση του Wittgenstein η σχέση της γλώσσας και του κόσμου κάθε ανθρώπου είναι στενή. Τα όρια, δηλαδή, του κόσμου του ανθρώπου είναι συνάρτηση του πλήθους των λέξεων που γνωρίζει. Ο άνθρωπος γνωρίζει και σκέπτεται, συλλαμβάνει και ερμηνεύει την πραγματικότητα με τη βοήθεια των λέξεων. Η άρρηκτη, επομένως, σχέση γλώσσας – λέξης και σκέψης προσδιορίζει και το εύρος του κόσμου μας.
Παραπλήσια θέση για τη σχέση γλώσσας και σκέψης εξέφρασε και ο γλωσσολόγος Ferdinand de Saussure μέσα από μια αναλογία: «Ο λόγος μπορεί να παρομοιαστεί με ένα φύλλο χαρτιού. Η σκέψη αποτελεί τη μια όψη του και οι ήχοι (η γλώσσα) την άλλη. Δεν μπορεί κανείς να κόψει τη μια όψη, χωρίς να κόψει συγχρόνως και την άλλη. Το ίδιο και στη γλώσσα. Δεν μπορεί κανείς να απομονώσει ούτε τους φθόγγους από τη σκέψη ούτε τη σκέψη από τους φθόγγους».
Εξίσου σημαντική είναι και η συμβολή του Λεβ Βιγκότσκι στην ανίχνευση της σχέσης Γλώσσας και Σκέψης «η σκέψη είναι ‘’γλώσσα μείον ο ήχος’’», όπως επίσης του Piaget που διαπιστώνει στο έργο τους πως «η εμπειρία διαμορφώνει τη διάνοια, και ο Λόγος την εμπειρία». Όλοι οι παραπάνω – και όχι μόνον αυτοί – υποστήριξαν πως η εννοιολογική σκέψη είναι αδύνατη έξω από τη γλωσσικά αρθρωμένη σκέψη.
Οι θέσεις των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων
Ωστόσο, θα αποτελούσε εγκληματική αφέλεια ή και “προδοσία” αν, ως πνευματικοί άνθρωποι και Έλληνες αγνοούσαμε τις παράλληλες θέσεις που εξέφρασαν οι αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι, όπως ο Παρμενίδης, ο Πλάτωνας, ο Αντισθένης, ο Αριστοτέλης, ο Ηράκλειτος κι άλλοι. Ειδικότερα, πρώτος ο Ελεάτης Παρμενίδης διείδε την αλληλεξάρτηση γλώσσας και σκέψης διακηρύσσοντας εμφαντικά τα: «Το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι» και «χρη το λέγειν τε νοείν τ’ εόν έμμεναι».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Παρμενίδη η αντικειμενική πραγματικότητα (Είναι) μετασχηματίζεται στο νου του ανθρώπου σε έννοια (Νοείν) και με τη βοήθεια των λέξεων εκφράζεται και περιγράφεται (Λέγειν). Αυτήν την παράλληλη συνύπαρξη πραγματικότητας, έννοιας (σκέψης) και λέξης ανίχνευσε διορατικά ο Ελεάτης φιλόσοφος (Είναι → Νοείν → Λέγειν) αναδεικνύοντας τη διαλεκτική σχέση σκέψης και λέξης.
Παραπλήσιες σκέψεις – θέσεις εξέφρασε και ο Πλάτωνας (ιδεολογικά συγγενής του Παρμενίδη) στο έργο του “Ο σοφιστής”. Ενδεικτικά, στο διάλογο του Ξένου με το Θεαίτητο γράφει: «Ουκούν διάνοια μεν και λόγος ταυτόν πλην ο μεν εντός της ψυχής προς αυτήν διάλογος της ψυχής άνευ φωνής γιγνόμενος τούτ’ αυτό ημίν επωνομάσθη διάνοια» (Αυτό που λέγεται διάνοια και αυτό που λέγεται λόγος είναι το ίδιο πράγμα).
Στο απόσπασμα αυτό προσδιορίζεται με ενάργεια η σχέση αλληλεξάρτησης του “εσωτερικού λόγου” ως διάνοιας και του “εξωτερικού λόγου” ως ομιλίας. Ο Πλάτωνας θεωρεί πως η σκέψη είναι ο εσωτερικός διάλογος που κάνει η ψυχή με τον εαυτό της, ενώ ο λόγος – ομιλία είναι η σκέψη που διαρρέει από την ψυχή προς το εξωτερικό με τη μορφή φωνητικού ρήματος. Η γλώσσα, δηλαδή, είναι η εξωτερικευμένη σκέψη και η σκέψη είναι ο εσωτερικευμένος λόγος – γλώσσα. (Ενδόμυχος λόγος και φωνούμενος λόγος).
Οι επισημάνσεις Αντισθένη και Ηράκλειτου
Εξίσου σημαντική είναι και η επισήμανση του Αντισθένη, που με ένα επιγραμματικό τρόπο προβάλλει την αξία της γλώσσας στην πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις». Κανείς, δηλαδή, δεν μπορεί να γνωρίσει τον πυρήνα της πραγματικότητας, αν δεν γνωρίζει επακριβώς το βαθύτερο περιεχόμενο των λέξεων – ονομάτων. Γιατί ο γλωσσικός πλούτος προϋποθέτει και συνεπάγεται το διανοητικό πλούτο.
Στον παραπάνω προβληματισμό σημαντικές ήταν και οι επισημάνσεις του Ηράκλειτου για τον “ξυνό λόγο”, όπως: «Του λόγου δ΄εόντος ξυνού ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίας έχοντες φρόνησιν» και «ουκ εμού αλλά του λόγου ακούσαντας ομολογείν σοφόν εστιν εν πάντα είναι». Η έννοια του λόγου στον Ηράκλειτο είναι πολυεπίπεδη και καλύπτει τη φρόνηση – σκέψη, την ομιλία έως και την ανώτατη αρχή – εξουσία του σύμπαντος ή το αναγκαίο μέτρο.
Στον κατάλογο πρέπει να προστεθεί και η φράση του Ευαγγελιστή Ιωάννη «Εν αρχή ην ο Λόγος» στην οποία ο Goethe απάντησε με το στόμα του Φάουστ «Στην αρχή ήταν η πράξη». Μέσα από την παραπάνω καταγραφή προβάλλει η αξία της αρχαιογνωσίας αλλά και η γνώση για τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η επιστήμη και ο άνθρωπος ως έλλογο ον. Γιατί η επιστήμη είναι η μόνη επανάσταση που δεν προαπαιτεί αίμα και νεκρούς.