Ανθρώπινα δικαιώματα και Καθολικισμός – Μία δύσκολη αρχή
27/07/2019Στόν δυτικό χριστιανικό κόσμο, παρατηρήθηκε ἀρχικά κάποια ἀντίθεση ἐπισήμων ἐκκλησιαστικῶν κύκλων πρός τή διακήρυξη τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, διότι θεωρήθηκαν προϊόν τῆς οὑμανιστικῆς φιλοσοφίας καί ἀντιθρησκευτικῶν τάσεων. Ἀλλά συγχρόνως πολλοί χριστιανοί μελετητές προσπάθησαν να θεμελιώσουν θεολογικά τά δικαιώματα αὐτά.
Γιά τη χριστιανική ἀνθρωπολογία θεμέλιο παραμένει ἀφενός ὁ στίχος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, «ποιήσωμεν τὸν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1:26) καί ἀφετέρου τό δόγμα τῆς Σαρκώσεως τοῦ θείου Λόγου καί ἡ πρόσληψη τῆς καθόλου ἀνθρώπινης φύσεως ἀπό τόν Χριστό. Ἐδῶ στηρίζονται ἀκράδαντα ἡ ἀντίληψη καί βεβαιότητα γιά τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ κάθε ἀνθρώπινου προσώπου.
Ἐντούτοις, ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἐπί ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα ἦταν ἐναντίον τῶν συγκεκριμένων διακηρύξεων περί ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Οἱ ἐπαΐοντες θυμοῦνται τήν ἀντίθετη τοποθέτηση πού εἶχαν οἱ πάπες Πίος 6ος, Πίος 9ος, Γρηγόριος 16ος καί ἀκόμη την ἄμεση καταδίκη τῆς “Διακηρύξεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ πολίτη τοῦ 1889”:
«Ἐγκαθιστοῦν, σάν δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου πού ζεῖ στήν κοινωνία, αὐτή τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία, πού ὄχι μόνον ἐξασφαλίζει τό δικαίωμα νά μήν ἀνησυχεῖ κανείς γιά τίς θρησκευτικές του ἀπόψεις, ἀλλά πού προσέτι παραχωρεῖ τήν ἄδεια νά σκέπτεται, νά λέγει, νά γράφει κι ἀκόμη νά ἐκδίδει ἀτιμωρητί ἐπί θρησκευτικῶν θεμάτων κείμενα πού περιέχουν ὅ,τι ἡ πιό ἀχαλίνωτη φαντασία θά μποροῦσε νά δημιουργήσει· δικαίωμα τερατῶδες, πού ἐν τούτοις ἡ Συνέλευση βρίσκει ὅτι εἶναι ἀπόρροια τῆς ἰσότητος καί τῆς ἐλευθερίας πού βρίσκονται στή φύση ὅλων τῶν ἀνθρώπων… δικαίωμα-χίμαιρα… πού ἀντιβαίνει στά δικαιώματα τοῦ Ὑψίστου Δημιουργοῦ, στόν Ὁποῖο ὀφείλουμε τήν ὕπαρξη καί ὅλα ὅσα κατέχουμε…».
Ἡ Παπική Ἐπιτροπή “Δικαιοσύνη καί Εἰρήνη” τό 1975 ὁμολογεῖ: «Εἶναι σαφές ὅτι ἡ ἀποδοχή καί ἡ διάδοση τῶν Διακηρύξεων περί δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτά κηρύχθηκαν ἀπό τόν φιλελευθερισμό καί τόν λαϊκισμό, δημιούργησαν δυσκολίες, ἐπιφυλάξεις καί κάποτε ἀντίσταση ἀπό την πλευρά τῶν καθολικῶν».
Ἡ κοπερνίκειος στροφή γιά τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἔγινε στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 μέ τήν Ἐγκύκλιο Pacem in Terris τοῦ Πάπα Ἰωάννου 23ου καί τό κείμενο τῆς Β’ Βατικανείου Συνόδου, πού ἀναφέρεται στήν Ἐκκλησία καί τόν σύγχρονο κόσμο, τό Gaudium et Spes (1965): «Ὁποιαδήποτε μορφή διακρίσεως εἰς βάρος θεμελιωδῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, μέ βάση εἴτε τό φύλο, εἴτε τή φυλή, τό χρῶμα τοῦ δέρματος, τήν κοινωνική θέση, τή γλώσσα ἤ τή θρησκεία, πρέπει νά ὑπερνικηθεῖ, νά ἐξουδετερωθεῖ, ὡς ἀντιστρατευόμενη τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ» (29, 2).
«Γιά τόν λόγο αὐτόν ἡ Ἐκκλησία, στό ὄνομα τοῦ Εὐαγγελίου πού τῆς ἔχει δοθεῖ, διακηρύσσει τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, ἀναγνωρίζει καί μεγάλως ἐκτιμᾶ τόν δυναμισμό τῆς ἐποχῆς μας, ὁ ὁποῖος, παντοῦ, δίνει μιά καινούργια ὤθηση στα δικαιώματα αὐτά…» (41, 3), τονίζει τό κείμενο. Ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος 2ος ἔχει ὑπογραμμίσει ὅτι «μεταξύ τῶν θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν, τίς ὁποῖες ἔχει χρέος ἡ Ἐκκλησία μέ σταθερή γραμμή να ὑπερασπίζεται, βρίσκεται πολύ φυσικά ἡ θρησκευτική ἐλευθερία. Τό δικαίωμα τῆς θρησκείας εἶναι τόσο στενά συνδεδεμένο μέ τά ἄλλα θεμελιώδη δικαιώματα, ὥστε δικαίως νά ὑποστηρίζεται ὅτι ἡ θρησκευτική ἐλευθερία ἀποτελεῖ κριτήριο γιά τήν τήρηση τῶν ἄλλων θεμελιωδῶν δικαιωμάτων».
Ὅλος σχεδόν ὁ προτεσταντικός κόσμος ὑποστήριξε τίς διακηρύξεις περί δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τήν πρώτη ἱδρυτική Συνέλευση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, στο ὁποῖο σήμερα μετέχει καί ἡ Ὀρθόδοξος Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας, διαδηλώθηκε ὅτι «ἡ θρησκευτική ἐλευθερία εἶναι συνέπεια τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἐλεύθερος ἀπό τόν Θεό καί συνεπῶς ἡ παραχώρηση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας δέν εἶναι δυνατόν νά ἐξαρτᾶται ἀπό ὁποιαδήποτε κυβέρνηση».
Οἱ θέσεις αὐτές, πού ἀναγγέλθηκαν στίς ἀρχές Σεπτεμβρίου 1948, ἐπηρέασαν ἀποφασιστικά τήν τελική διατύπωση τοῦ κειμένου τῆς Οἰκουμενικῆς Διακηρύξεως τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου τοῦ ΟΗΕ, πού ψηφίσθηκε στίς 10 Δεκεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους.
Στή διάρκεια τῶν 45 ἐτῶν τῆς πορείας του ἕως σήμερα τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ἔδειξε ξεχωριστό ἐνδιαφέρον γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, δίνοντας ἰδιαίτερη ἔμφαση στό θέμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας (Amsterdam 1948, Evanston 1954, New Delhi 1961) καί ὄχι μόνον ὑποστήριξε, ἀλλά καί ἡγήθηκε στόν ἀγώνα γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα σέ τοπικό, ἐθνικό καί διεθνές ἐπίπεδο. Καί στήν περίπτωση τῆς Ἀλβανίας ἔχει ἐπανειλημμένως λάβει σαφῆ θέση για τήν ὑπεράσπιση τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου.