Αντιλαϊκισμός, η σκοτεινή πλευρά του λαϊκισμού
28/04/2022«Είναι απίθανο να κατανοήσουμε τα ποικίλα ζητήματα που θέτει η λαϊκιστική πολιτική, αν μείνουμε δέσμιοι προκατασκευασμένων σχημάτων χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη το ανταγωνιστικό ιδεολογικό πεδίο, στο οποίο έχουν εξαρχής τεθεί», επισημαίνει ο καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με ειδίκευση στην ανάλυση του πολιτικού λόγου, Γιάννης Σταυρακάκης, προλογίζοντας το βιβλίο του Τόμας Φρανκ “Λαός δίχως εξουσία – Μια σύντομη ιστορία του αντιλαϊκισμού“ (εκδ. Εκκρεμές).
Κι αυτό κάνει στο εν λόγω δοκίμιο ο ιστορικός, πολιτικός αναλυτής και δημοσιογράφος (Wall Street Journal, Guardian, Harper’s) Τόμας Φρανκ. Αναδεικνύει τη διαλεκτική σχέση λαϊκισμού-αντιλαϊκισμού στο αμερικάνικο συγκείμενο, καταδεικνύοντας τη δαιμονοποίηση του λαϊκισμού ως συνεκδοχή του «απόλυτου κακού», όπως εξηγεί ο Σταυρακάκης. Ο ίδιος καταλήγει πως ο λαϊκισμός «είναι μια κατασκευή ενός αντιλαϊκιστικού λόγου με σκοπό τη θετική, μέσω της διαφοράς, αξιολόγηση της δικής του καθαρότητας». Τέλος, επισημαίνει ότι το υλικό που υπάρχει διαθέσιμο για τον ακαδημαϊκό ερευνητή για τον λαϊκισμό είναι πρωτίστως αντιλαϊκιστικό.
Ο Φρανκ έρχεται ακριβώς να το αποκαλύψει, δουλεύοντας πάνω στις πηγές και την ξεχασμένη αμερικάνικη ιστορία, ξεκινώντας από την δεκαετία του 1880, όταν οι αγρότες εξεγέρθηκαν και επιχείρησαν να συγκροτήσουν ένα συνεταιρισμό, την “Αγροτική Συμμαχία”, που μέσα σε μία δεκαετία απέκτησε εκατομμύρια μέλη. Στη δεκαετία του 1890 εξελίσσεται στο “Λαϊκό Κόμμα” τον τρίτο πόλο με στόχο να σπάσει τον δικομματισμό, με ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που θα ένωνε τους «παραγωγούς του έθνους» κόντρα στους «τραπεζίτες, βαρόνους σιδηροδρόμων και εμπόρους, μαζί με τους μισθοφόρους τους και διεφθαρμένους πολιτικούς που υπηρετούσαν τον πλούτο αντί τον λαό».
Η νομισματική εξουσία
Με δυο λόγια, επρόκειτο για ένα καθαρά πολιτικό κίνημα του “απλού λαού” έναντι της εξουσίας. Το 1895 εκδίδεται ένα βιβλιαράκι με το οικονομικό πρόγραμμα με τίτλο “Τι είναι λαϊκισμός” και προτάσεις για ένα νόμισμα που θα ελέγχεται από την κυβέρνηση, για τον κυβερνητικό έλεγχο των σιδηροδρόμων, την εξάλειψη της πολιτικής διαφθοράς… Ήταν η εποχή του κανόνα του χρυσού, που δεν επέτρεπε την έκδοση παραπάνω νομίσματος, με αποτέλεσμα να υπάρξει συνεχής αποπληθωρισμός και η οικονομία από το 1893 να έχει μπει σε ύφεση. Οι απλοί άνθρωποι είχαν καταλάβει πως έπρεπε «να αποσπάσουν τους μοχλούς νομισματικής εξουσίας από την εταιρική ελίτ».
Κάτι που επιχείρησε –σημειώνουμε εμείς– ο Τζον Κένεντι το 1963 με το προεδρικό διάταγμα 11110, με το οποίο ουσιαστικά αφαιρούσε από την FED, την ιδιωτική ομοσπονδιακή τράπεζα, το εκδοτικό προνόμιο δολαρίων, ώστε το κράτος να μην πληρώνει τόκους και το οποίο ήταν η ουσιαστική αιτία της δολοφονίας του, με αποτέλεσμα ο Τζόνσον που τον διαδέχθηκε να το καταργήσει μόλις ορκίστηκε.
Εννοείται πως εξ αρχής το κατεστημένο, οι αντιδραστικές δυνάμεις θεώρησαν τον λαό και τη βούλησή του ένα «τεράστιο ανήμερο θηρίο» που λειτουργεί με τη «λογική του όχλου» και το λαϊκιστικό κίνημα πολεμήθηκε με κάθε μέσο για να τσακιστεί το μεταρρυθμιστικό κίνημα. Η ρητορική των πολιτικών της εποχής που καταγράφει ο Φρανκ είναι αποκαλυπτική, αλλά και περιέργως τόσο οικεία με τον τρέχοντα πολιτικό λόγο.
Ο Ρούσβελτ ως λαϊκιστής
Η εποχή Ρούσβελτ ήταν επίσης η εποχή του μαζικού κινήματος, με το “Share our wealth” (Να μοιραστούμε τον πλούτο μας) και “End Poverty” (Τέρμα στη φτώχεια) και την αναβίωση της ιδέας της “συνεταιριστικής πολιτείας”. Ήταν η εποχή που τα συνδικάτα ενστερνίστηκαν την ιδέα του “Αμερικανισμού”. Το κατεστημένο και οι γραφιάδες του επιτέθηκαν εξ αρχής από το 1930 στον “δημαγωγό”.
Ο Φρανκ αφηγείται με συναρπαστικό τρόπο το όλο κλίμα, με αναφορές σε αρθρογράφους, λογοτέχνες, κινηματογραφιστές (Φρανκ Κάπρα) ή τον “Πολίτη Κέιν” του Γουέλς και και στη μάχη λαϊκισμού-αντιλαϊκισμού πέρα από την πολιτική αρένα. Σημειώνει, πάντως, ότι οι αντιλαϊκιστές δεν προσπάθησαν να καταλύσουν τη δημοκρατία για να αποτρέψουν τις αλλαγές του Ρούσβελτ, «αυτό ήταν δουλειά των φασιστών»… Ούτε ο λαϊκισμός του Ρούσβελτ μεταφράστηκε σε μία ανανεωμένη καχυποψία απέναντι στο διεθνές εμπόριο και στην παγκοσμιοποίηση.
Η αντίδραση, όμως, άρχισε να αποκτά θεωρητικό υπόβαθρο με βιβλία όπως “Η εξέγερση των μαζών” του Χοσέ Ορτέγκα υ Γκασέτ που αποδοκίμασε την ενίσχυση της χυδαίας αγέλης, ή “Η ώρα της απόφασης” του Όσβαλντ Σπέγκλερ. Βιβλία που ευαγγελίζονται την χρεοκοπία της δημοκρατίας. Το New Deal το 1932 και η «νέα σχέση κυβέρνηση και λαού» που προώθησε ο Ρούσβλετ το 1936, θα ενεργοποιήσουν όλες τις εκφάνσεις της δεξιάς αντίδρασης και των ελίτ, αλλά κυρίως της ΝΑΜ (National Association of Manufactures) που ζητούσε την επιστροφή στον κανόνα του χρυσού και στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Ο Ρούσβελτ αρνήθηκε και το New Deal προχώρησε…
Από τον μακαρθισμό στο πολιτικώς ορθόν
Μετά τον πόλεμο, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το άστρο του γερουσιαστή του Ουισκόνσιν Τζο Μακάρθι θα ανατείλει και θα γίνει συνώνυμο με τον βίαιο αντικομμουνισμό, που θα ταρακουνήσει τον καλλιτεχνικό κόσμο, το Χόλυγουντ με τις διώξεις αθώων και με τους τραμπουκισμούς χιλιάδων πολιτών. Αποτέλεσμα του μακαρθισμού ήταν η διανόηση να στραφεί ενάντια στην ιδεολογία και στην υποστήριξη της δημοκρατίας, της “ισορροπίας”, του πλουραλισμού.
Μετά από αυτή την σκοτεινή περίοδο, ο αντιλαϊκισμός υιοθετήθηκε από μια νέα φιλελεύθερη ελίτ, που καθοδηγούνταν από μια χούφτα στοχαστών σε φημισμένα πανεπιστήμια, η οποία μετέφερε τον αντιλαϊκισμό στη γλώσσα της θεωρίας. Με μια νέα αυτοπεποίθηση, εξ αιτίας της ευημερίας της μεσαίας τάξης, οι διανοούμενοι διαπίστωσαν την “συναίνεση”, φροντίζοντας έτσι τους εαυτούς τους και τους “χαρτογιακάδες”, τους σημερινούς τεχνοκράτες. Είναι η εποχή που ο κοινωνιολόγος Ντάνεϊλ Μπελ θα εκδώσει το 1962 “Το τέλος της ιδεολογίας”, με το οποίο χαιρέτησε την «τεχνική και επαγγελματική διανόηση»…
Παράλληλα θα αναπτυχθεί συστηματικά μια κριτική στη ναζιστική δικτατορία και στον μπολσεβικισμό με βάση τα κοινά λαϊκιστικά χαρακτηριστικά τους. Πάνω σε αυτή τη βάση ο κοινωνιολόγος Έντουαρντ Σιλς θα καταγγείλει τους λαϊκιστές πολιτικούς και ακτιβιστές ότι αρνούνται την αυτονομία σε οιονδήποτε κυβερνητικό θεσμό, θα τονίσει ότι μισούν τη γραφειοκρατία, περιφρονούν το σύστημα της Δικαιοσύνης, μισούν τη μάθηση και αρνούνται το δικαίωμα της ιδιωτικότητας…
Οι κρίσεις των δεκαετιών του 1970 και του 1980 θα αναδείξουν δεξιούς πολιτικούς που υιοθετούν την λαϊκιστική ρητορική, ενώ ταυτόχρονα πολυάριθμοι συντηρητικοί ακτιβιστές εξελίχθηκαν σε διασημότητες του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και της δημοσιογραφίας, με όχημα την οργή που εξέφραζαν κατά του κατεστημένου. Η υφαρπαγή του δημοκρατικού λεξιλογίου από το αντιδραστικό κατεστημένο είχε συντελεστεί. Η μετάβαση στον πολιτικό καθωσπρεπισμό με τη φόρμουλα του “πολιτικώς ορθού” συντελέστηκε με τη μεταγλώττιση της κοινωνικής κατάστασης με την αντιστροφή των ρόλων.
To φαινόμενο της “δημοκρατοφοβίας”
Κάπως έτσι αποσαθρώθηκε η πολιτική σκέψη των μαζών. Ο κόσμος επιλέγει τον μεγαλύτερο φαφλατά που βγαίνει στην τηλεόραση. Το κέντρο τίθεται απέναντι στην περιφέρεια, ο ικανός απέναντι στον μίζερο και αναδύεται το φαινόμενο της “δημοκρατοφοβίας” (democracy scare), όρος που χρησιμοποιήθηκε το 1998 από τον Νόαμ Τσόμσκι. Οι αυταρχικές πρακτικές εφαρμόζονται με τον μανδύα της δημοκρατικότητας και των δικαιωμάτων. Ο Τραμπ δίδαξε ότι το ψέμα είναι φυσιολογικό και ότι είναι φυσικό οι αξιωματούχοι να γεμίζουν τις τσέπες τους. Οι ελίτ ευημερούν και αυξάνουν την απόστασή τους από τους πολίτες και την κοινωνία.
Ο Φρανκ θεωρεί πως σήμερα, τόσο ο ελιτίστικος φιλελευθερισμός όσο και η δεξιά δημαγωγία έχουν απαξιωθεί. Επίσης, η κατάρρευση του κεντρώου, μετακομματικού φιλελευθερισμού είναι προφανής. «Ο κεντρισμός είναι μια κατηφής πολιτική της επίπληξης: μια πολιτική ατομικής ηθικής που θεωρεί το κοινό ως απειλή για επίπληξη και πειθαρχία και όχι ως δύναμη για να οργανωθεί». Παρ΄ όλα αυτά, εκτιμά, πως «ένα μαζικό κίνημα απλών ανθρώπων κτίζεται με το αίτημα για οικονομική δημοκρατία».