Από την αποϊεροποίηση στην ηθική παρακμή
12/05/2025
Αρκετοί σχολιαστές του δυτικού κόσμου επισημαίνουν ότι η “χριστιανική εκκλησία είναι ένα προβληματικό απολίθωμα σε παρακμή”. Δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς με αυτήν τη διαπίστωση. Όμως δεν θα πρέπει εμμέσως να συγχέεται ο πολιτικός, θεσμικός ρόλος των επίσημων εκκλησιών, σχεδόν πάντα υπέρ της εκάστοτε, κοινωνιοπολιτικά και συμβολικά, κυρίαρχης τάξης (μέχρι και υπέρ της ιστορικά πρόσφατης μετανεωτερικής πολιτικής θρησκείας του νομικού δικαιωματισμού) και το αρχέγονο στις ανθρώπινες κοινωνίες συναίσθημα του ιερού που οργανώνει τις σχέσεις τόσο μεταξύ των ατόμων, όσο και μεταξύ των ομάδων και των κοινοτήτων.
Ένα άλλο σχετικό, αλλά διαφορετικό ερώτημα αφορά στις μορφές (τα σημαίνοντα στοιχεία) της παραπάνω καθ-ιέρωσης των σημασιών που με τη βοήθεια του ηγεμόνα ή της εκάστοτε ελίτ γίνονται παραδειγματικές και αποκτούν την ισχύ του μοντέλου σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων της κάθε εποχής.
Για να βγούμε όμως από το ιερό θεολογικό πλαίσιο του χριστιανισμού, ας υπενθυμίσουμε ότι στον ταοϊσμό, η συμπόνια, η λιτότητα (δηλαδή το αντίθετο της επίδειξης, της σπατάλης και της υπερβολής) και η ταπεινοφροσύνη (δηλαδή να μην τολμάς να είσαι ή να θεωρείς τον εαυτό σου πρώτος στον κόσμο σε τίποτα), είναι τα τρία “ηθικά κοσμήματα” (οι αρετές σε ιδεαλιστική, φιλοσοφική διάλεκτο), που ως οργανωτές της ατομικής συμπεριφοράς, υποδηλώνουν όλα μια ιδεατή μορφή οργάνωσης των συγκεκριμένων ατόμων, με την συγκεκριμένη κοινωνία εντός της οποίας ζουν.
Τα ίδια στοιχεία, τα ίδια “ηθικά κοσμήματα” ξαναβρίσκουμε όχι μόνο στην αρχαιοελληνική φιλοσοφική παράδοση, αλλά και στην χριστιανική, ιδιαίτερα μάλιστα στην ορθόδοξη παράδοση, καθώς και σε άλλες θρησκευτικές παραδόσεις. Διότι το ιερό αποτελεί ένδειξη μιας συγκεκριμένης οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, ορίζοντας ως απαραβίαστο όριο το πλαίσιο μέσα στο οποίο το ενάρετο άτομο συμβιώνει με τους άλλους, αναζητώντας την προσωπική ευτυχία του, όχι σε μόνιμη σύγκρουση με τους συνανθρώπους του, αλλά εντός αυτής της αρμονικής συμβίωσης, η οποία βέβαια ενέχει ιστορικά τόσο συλλογικές όσο και διατομικές συγκρούσεις.
Δεν υπάρχει κοινωνία δίχως ιερό
Τα ίδια εξάλλου “ηθικά κοσμήματα” ξαναβρίσκουμε και στην ψυχοπολιτική ηθική του κλασσικού αναρχισμού, παράλληλα με την άρνηση των εξουσιαστικών σχέσεων που υπό την μορφή ενός σχετικιστικού μηδενισμού θα υπονόμευε τις προσπάθειες απελευθέρωσης και αυτοσυντήρησης των θυμάτων της εκμετάλλευσης.
Διότι το ιερό οργανώνει τα όρια και τα περιθώρια εντός των οποίων μπορεί μια κοινωνία να είναι λειτουργική και να επιβιώσει. Διότι το ιερό συνιστά οργανωτή κάθε κοινωνίας και καθ-ορίζει το σημείο πέραν από το οποίο δεν μπορεί να πάει κανείς χωρίς να διαπράξει ύβρη και χωρίς να απειλήσει η πράξη του ή η στάση του την ύπαρξη και την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας.
Δύσκολα λοιπόν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον σημερινό μηδενισμό και τον εξατομικευμένο εγωισμό με τις ανταγωνιστικές του διαθέσεις, ή ακόμα τον κυνισμό ή τον δογματικό αξιακό υποκειμενικό σχετικισμό ή και τον κούφιο φανφαρονισμό της παρακμάζουσας Δύσης και της πολιτικής θρησκείας του δικαιωματισμού, ως ενδείξεις μιας ηθικοπολιτικής και ιδεολογικής προόδου και όχι μιας καταστροφικής πολιτισμικής και πολιτικής οπισθοδρόμησης. Ας πάψουμε λοιπόν να λειτουργούμε ως επιδειξίες, νεόπλουτοι “πτωχοί τω πνεύματι”.
Ας σταματήσουμε, χωρίς καμία ιστορική αυτογνωσία, χωρίς καν ένα κάποιο συναίσθημα του γελοίου (που απορρέει συνήθως από το συναίσθημα της μετριοφροσύνης) να επιδεικνύουμε πανάρχαια φιλοσοφικό-πολιτικά τιμαλφή σαν να ήταν δικά μας ατομικά κοσμήματα και προσωπικές μας κατασκευές. Ας θυμηθούμε ότι από τον Θουκυδίδη ήδη, δημοκρατία (κράτος του Δήμου) αποκαλείται όποιο πολιτικό καθεστώς αντιστέκεται με όλους τους ηθικούς και πολιτικούς τρόπους στην τυραννία και στην ολιγαρχία.
Ας θυμηθούμε ότι ο Κολοκοτρώνης που δεν δίσταζε να επικαλείται την υπόσχεση της Παναγίας σχετικά με την απελευθέρωση των Ελλήνων, έλεγε το ίδιο ακριβώς για το έθνος: υπάρχει μόνον όταν ο λαός το υπερασπίζεται απέναντι σε κάθε δυνάστη. Γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση θα υποπέσουμε σε αυτό που σημείωνε ο Eliade M. (2002) στο βιβλίο του “Το ιερό και το βέβηλο” (Εκδ. Αρσενίδη, σ. 97) «Η κενή από το θρησκευτικό της νόημα επανάληψη, οδηγεί αναγκαστικά σε μια πεσιμιστική υπαρξιακή άποψη [..] ο αποϊεροποιημένος κυκλικός χρόνος παίρνει μια φρικτή προοπτική: γίνεται ένας κύκλος που κινείται απαρέγκλιτα γύρω από τον εαυτό και επαναλαμβάνεται αιώνια». Με άλλα λόγια, οι αποϊεροποιημένες συνειδήσεις οδηγούνται μαζικά στην απουσία νοήματος (τόσο συχνή στην εποχή μας) και στην γενικευμένη ψυχική δυσφορία που αυτή συνεπάγεται.
Διότι στην χώρα μας τουλάχιστον, αυτήν την λεγόμενη “γενέτειρα της δημοκρατίας” ίσως το μείζον πρόβλημα σήμερα να μην είναι πια η γενίκευση της διαφθοράς των λεγόμενων ελίτ. Να είναι ότι ο πλουτισμός της διεφθαρμένης ελίτ έχει πάψει να απαξιώνεται ηθικά από την πλειοψηφία των πολιτών. Δεν αποτελεί “αμάρτημα”, παρά για μια μειοψηφία του λαού. Αντίθετα, τείνει να γίνει μοντέλο προς μίμηση από ευρύτερα εξατομικευμένα και κατά δήλωση άθεα λαϊκά στρώματα που νιώθουν πως είναι τα “αδικημένα κορόιδα”. Ας θυμηθούμε επίσης την ροβεσπιερική αντίληψη για την αθεΐα ως χρηστοήθεια της τότε αριστοκρατίας και των εχθρών του λαού των “αβράκωτων”.
Πώς να προσεγγίσουμε το σήμερα;
Ας προσεγγίσουμε την ιστορία του παρόντος χωρίς τους αναρχοφιλελεύθερους μύθους και τα μεταμοντέρνα στερεότυπα, αποδομώντας το νεοθετικιστικό υπόβαθρο των νοηματοδοτήσεων του έλλογου, καθώς και τα μεταμοντέρνα φληναφήματα του τέλους της ιστορίας και της διεθνογένεσης μιας “παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών”, δηλαδή μιας μάζας ιδιωτών που επιβιώνουν όπως όπως, έστω με τη βοήθεια επιδομάτων, αντικαταθλιπτικών σκευασμάτων και ναρκωτικών ουσιών.
Ας πάψουμε να επικαλούμαστε ένα αφελή ορθολογισμό για να απαξιώσουμε λόγου χάρη τις ιερές εικόνες του Εσταυρωμένου που κοσμούσαν τις σχολικές τάξεις ως βίαιες και δήθεν ακατάλληλες για τα παιδιά, όπως ισχυρίζονται με πολλή σοβαρότητα πολλές σημερινές δασκάλες και νηπιαγωγοί που σπουδάζοντας παιδαγωγικά και ψυχολογία είχαν την ατυχία να αντικαταστήσουν τα παραδοσιακά αξιακά συστήματα στα οποία τις ενέτασσαν η μικροαστική τους ιδιαίτερα καταγωγή με τα ιδεολογήματα και τις μπουρδολογίες μιας προεπιστημονικής “ψυχολογίας”.
Όπως έγραφε ο Γ. Παπαμιχαήλ στον επίλογο στο “Ανυπόφορο Βουητό του Κενού”, εκδ. Αγγελάκης: «Οι κοινωνίες, τα έθνη, οι λαοί, οι τάξεις που για κάποιους λόγους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους τα χάνουν και χάνονται ή εξαφανίζονται ως συλλογικότητες μαζί τους. […] Παρόμοιες εξελίξεις μπορεί να συμβούν σιωπηρά, χωρίς να δημιουργήσουν πολιτικό πάταγο και αξιοπρόσεκτες ανησυχίες στη δυτική κοινή γνώμη. Μπορεί να συμβούν τραγικά γεγονότα, χωρίς να συνοδεύονται αναγκαστικά από μεγάλες αφηγήσεις, αλλά μόνο από πολλές αδόμητες, μικρές ιστοριούλες ξεχασμένες στα τρίσβαθα, σκοτεινά καθημερινά κατάστιχα μιας κοινής ιστορίας του παρόντος που βιώνεται από όλους μεν, αλλά από τον καθένα διαφορετικά. “Και λοιπόν;” Ίσως αναρωτηθεί σε αυτό το σημείο ο δήθεν κυνικός μεταμοντέρνος στοχαστής.
»Προσλαμβάνοντας αυτό το “και λοιπόν” στην κυριολεξία του, ως υπόλοιπο ή ως συμπέρασμα που μένει στην σκέψη, μετά το τέλος μιας συζήτησης, ένας ακόμα πιο κυνικός, ριζικά αντιμεταμοντέρνος, αλλά επίσης βαριεστημένος πολιτικός σχολιαστής που έχει κουραστεί από όλους αυτούς τους ανούσιους διαξιφισμούς, θα μπορούσε να απαντήσει σαρκαστικά: “Λοιπόν, τίποτα!”.» Ενδεχομένως, από την πλευρά μας θα προσθέταμε ότι κλείνοντας την συζήτηση με τους κατά δήλωση άθεους και άθρησκους “ορθολογιστές”, θα μπορούσε ο παραπάνω πολιτικός σχολιαστής να συμπληρώσει ευγενικά “καλή σας νύχτα”!