Από την ύπαρξη στη συνύπαρξη και από τη συνύπαρξη σε κοινωνία
23/04/2022Κάθε ἄνθρωπος ἔχει γεννηθεῖ σ’ ἕνα συγκεκριμένο πολιτιστικό περιβάλλον, μέσα στό ὁποῖο ἀρχικά ἀναπτύσσεται καί διαμορφώνεται, προχωρώντας ἀπό τήν ἁπλή ὕπαρξη στή συνύπαρξη. Εἶναι φυσικό, λοιπόν, νά ἐπηρεάζεται ἀπό τίς ἀρχές πού ἰσχύουν γιά τή συνύπαρξη-συμβίωση καί τόν ἀλληλοσεβασμό μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Στή διάρκεια τοῦ βίου του, καλεῖται νά ἀντλεῖ ἀπό τά εὐφορότερα πνευματικά κοιτάσματα της θρησκευτικῆς του παραδόσεως ἐκεῖνες τίς ἀξίες, πού ἐμπνέουν τή ζωή γιά μιά ἁρμονική συνύπαρξη.
Ὕστερα ἀπό τή μακροχρόνια ἐνασχόλησή μου μέ τήν Ἱστορία τῶν Θρησκευμάτων, σπουδάζοντας καί συμβιώνοντας μέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, μέ σεβασμό πρός τήν ποικιλία τῶν πνευματικῶν παραδόσεων τῶν διαφόρων λαῶν, ἐπισημαίνω λιτά τήν προσωπική μου πηγή ἐμπνεύσεως. Ὅσα ζοῦμε στόν χῶρο τῆς χριστιανικῆς πίστεως ὄχι μόνο συμβάλλουν σταθερά στήν ἁρμονική συνύπαρξη, ἀλλά τήν ἀνυψώνουν καί τή μεταμορφώνουν σέ κάτι σημαντικότερο: σέ “κοινωνία προσώπων”.
Πρόκειται γιά μία σταδιακή συνειδητοποίηση καί πορεία ἀπό τήν ὕπαρξη στή συνύπαρξη, ἀπό τή συνύπαρξη στήν κοινωνία. Ἡ ὑψίστη καί ἀπόλυτη ἀρχή, ὁ ὄντως Ὤν, ὁ Τριαδικός Θεός, κατά τή χριστιανική πίστη, εἶναι κοινωνία ἀγάπης προσώπων, «ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶν» (Α´ Ἰω. 4:8). Αὐτό πού μεταμορφώνει τήν ἁπλή συνύπαρξη σέ κοινωνία εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη. Αὐτή μετασχηματίζει τό ἀνθρώπινο ὄν ἀπό ἄτομο σέ πρόσωπο. Ἡ χριστιανική παράδοση θεμελιώνεται πάνω σέ αὐτήν τή βεβαιότητα. Καί ἀναπτύσσεται μέ τόλμη στίς ἑπόμενες φάσεις. Ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο, ἰδιαίτερα μέ τήν ἀνθρωπότητα, εἶναι μία σχέση ἀγάπης, πού τείνει στή δημιουργία “κοινωνίας”.
Ὑπενθυμίζεται ὅτι ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀξίας ἄλλων θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων καί ὁ σεβασμός τῶν ἰδεῶν πού ἔχουν διαμορφωθεῖ σέ ἄλλα πολιτιστικά περιβάλλοντα, δέν σημαίνουν διάθεση συγκρητισμοῦ. Ἀντίθετα ἀποτελοῦν προαπαιτούμενο γιά ἕναν γόνιμο διαθρησκειακό-διαπολιτιστικό διάλογο. Ἀλλά καί γιά τήν προσφορά τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος.
Ἐκκλησία και συνύπαρξη
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, «τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. 1:23), συνεχίζει τήν ἀποστολή τοῦ Ἔνσαρκου Λόγου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ἱστορία. Ἡ ὕπαρξή της, ἡ μαρτυρία της, ἡ μυστηριακή ζωή, ἐπιδιώκουν τήν “κοινωνία” τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους. Ἐμπνέοντας καί ἐνισχύοντας μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν ἀγάπη στίς ποικίλες μορφές της, μέ τό εὖρος καί τή δυναμική πού ἀποκαλύπτει ἡ Καινή Διαθήκη, (π.χ ἡ ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, ὁ Ὕμνος τῆς Ἀγάπης, ἡ Α´ Ἐπιστολή Ἰωάννου).
Ἔχοντας ὡς κέντρο τῆς λειτουργικῆς καί πνευματικῆς ζωῆς τή Θεία Κοινωνία, χρέος καί ἀγώνας κάθε ἀνθρώπου εἶναι νά συνεισφέρει στήν ἁρμονική συνύπαρξη. Ὅραμα, προσδοκία καί προσευχή τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ, καθώς ἀτενίζει σταθερά τό μυστήριο τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, ὁ Ὁποῖος ἀποκαλύπτει τό πλήρωμα τῆς ἀγάπης, εἶναι νά ἀνέρχεται σέ ἕνα ἑπόμενο ἐπίπεδο: νά συμβάλλει μέ τή μυστική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ἀνύψωση τῆς ἁπλῆς συνυπάρξεως τῶν ἀνθρώπων σέ κοινωνία προσώπων.