Από τον χρυσό στο ψηφιακό νόμισμα
12/05/2023Ἀρχὴ σοφίας ὀνομάτων ἐπίσκεψις, λέγανε οι Αρχαίοι μας… και καλό είναι να το θυμηθούμε κι εμείς. Νόμισμα: παράγωγο του ρήματος “νομίζω”, που σημαίνει, σε γενικές γραμμές, θεσπίζω κάτι ως νόμιμο. Η διαπίστωση ότι, κατά κανόνα, οι άνθρωποι δεν είναι αυτάρκεις είναι πολύ παλιά. Και η προσπάθεια θεραπείας αυτού του μειονεκτήματος συχνά έπαιρνε τη μορφή ληστρικών πολέμων. Στη συνέχεια, καθώς παγιωνόταν η ανάγκη της ειρήνευσης, εμφανίστηκε το εμπόριο. Όσοι κατείχαν περίσσεια ορισμένων αγαθών μπορούσαν να περνάνε από τους “πόρους”, δηλαδή γενικώς τα “στενά”, και γίνονταν “ἐμποροι”. Οι άλλοι, οι δραματικώς φτωχοί, δεν είχαν καμιά διέξοδο και έμεναν “άποροι”.
Επακολούθημα της ανάπτυξης του εμπορίου υπήρξε η θέσπιση “ανταλλακτικής μονάδας” διεθνώς αποδεκτής. Επικρατεί ουσιαστική άγνοια ως προς το τι αρχικώς επικράτησε, σε ελληνικές χώρες, ως τέτοιου είδους μονάδα. Στην αχλύ, πάντως, της ασάφειας που περιβάλλει την Πρωτοϊστορία μας, διαφαίνονται τα βοοειδή ως πρώτη μορφή “νομίσματος”. Ο ελλαδικός χώρος, πράγματι, είναι εκείνος όπου έρρεε -και εν πολλοίς ρέει- “γάλα και μέλι”, οπότε η οιονεί νομισματοποίηση αυτών των μεγαλόσωμων θηλαστικών δεν συνιστούσε παραλογισμό.
Εξυπακούεται πως αυτό δεν μπορούσε να διαρκέσει επί πολύ. Εισέβαλαν λοιπόν κάποια στιγμή στην Ελλάδα τα πολύτιμα μέταλλα, χρυσός, άργυρος (ασήμι) και ίσως λευκόχρυσος (πλατίνα). Η εν λόγω εισβολή έγινε από τη Μικρά Ασία και ευστόχως έχει επισημανθεί η συγγένεια των λέξεων “Κροίσος”, όνομα του πάμπλουτου βασιλέα των Λυδών, και “χρυσός”. Δεν μπορεί, βέβαια, να αποκλειστεί η πιθανότητα πριν από τον χρυσό, άλλα μέταλλα να είχαν θεωρηθεί ως άξια αναγωγής σε “διεθνές ανταλλακτικό μέσον”. Ο χαλκός; Ο άργυρος; Κράμα χρυσού και αργύρου; Οι σχετικές συζητήσεις είναι, ακόμη και σήμερα, ζωηρές… οπότε παρέλκει η διατύπωση κατηγορηματικών απόψεων.
Σημασία πάντως έχει ότι ο χρυσός πλήρως καθιερώθηκε στην Ελλάδα λόγω της πολιτικής του βασιλιά των Μακεδόνων Φιλίππου Β΄ (359-336 π.Χ.). Χάρη στα χρυσοφόρα κοιτάσματα του Παγγαίου, αυτός ο πανέξυπνος μονάρχης μπόρεσε να επιβάλει την ηγεμονία του σχεδόν στο σύνολο του ελλαδικού κόσμου. Τότε, πράγματι, διατυπώθηκε το μέχρι σήμερα ισχυρό αξίωμα ότι «ένας γάιδαρος φορτωμένος χρυσάφι περνάει από εκεί που δεν περνάει ολόκληρος στρατός». Και έχοντας αυτά κατά νουν ο Ισοκράτης προέτρεψε τη Μακεδονική Μοναρχία να εκστρατεύσει κατά της περσικής επικράτειας, διότι, χάρη στις συσσωρευμένες από τους Πέρσες βασιλείς μεγάλες ποσότητες χρυσού, οι Έλληνες θα μπορούσαν να απαλλαγούν από την φτώχεια τους και να σταματήσουν τις μεταξύ τους συγκρούσεις.
O χρυσός πλούτος των εθνών
Όπερ και εγένετο… Τα υπόλοιπα είναι γνωστά… Κατά τους Νεότερους Χρόνους πάντως η ταύτιση του «Πλούτου των Εθνών» με την κατοχή πολύτιμων μετάλλων οφείλεται στον περίφημο Κολμπέρ (Jean-Baptiste Colbert [1619-1683]), υπουργό του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΔ΄ (1643-1715). H αναγωγή, όμως, της άποψης αυτής σε αξίωμα του οικονομικού βίου ωφέλησε όχι τόσο τη Γαλλία όσο την Ισπανία και τη Μεγάλη Βρετανία. Οι Ισπανοί, κυρίως λόγω των κοιτασμάτων αργύρου που εντοπίστηκαν στην Κεντρική Αμερική πλούτισαν – υπέρμετρα, μπορεί κανείς να πει. Οι Βρετανοί, πάλι, έστησαν χρυσωρυχεία σε αποικίες τους, με αποτέλεσμα, κατά τον 19ο αιώνα, να θεωρούνται “ο πλουσιότερος λαός” της γης. Και αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξε η παγίωση της άποψης ότι ο πλούτος βασίζεται στην κτήση πολύτιμων μετάλλων.
Αυτό ηχεί ωσάν ειρωνεία. Όπως εξήγησαν ορισμένοι από τους Πατέρες των ΗΠΑ, «ο χρυσός είναι το κατ’ εξοχήν άχρηστο μέταλλο». Το μόνο του πλεονέκτημα είναι η δυσκολία με την οποία σκουριάζει. Για αυτό και στην επικράτεια των Ίνκας π.χ. η χρήση του είχε καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα. «Ο σίδηρος είναι πηγή πλούτου», επισήμαναν Αμερικανοί διανοούμενοι των περασμένων μας αιώνων. Και εννοούσαν με αυτό την κατασκευή εργαλείων, μηχανημάτων και γενικώς την εργασία. Και δεδομένου ότι τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται ο εθνικός μας ευεργέτης Απόστολος Αρσάκης υπήρξε εν προκειμένω κατηγορηματικός: «Η εργασία αποτελεί τη μόνη -θεμιτή- πηγή του πλούτου. Κατά συνέπεια, η εργασία είναι το ύψιστο δικαίωμα του ανθρώπου, ενώ, παράλληλα, στην προστασία αυτού ακριβώς του δικαιώματος έγκειται το υπέρτατο καθήκον του Κράτους».
Τους “λόγους των σοφών” βέβαια ελάχιστοι τους προσέχουν. Οφείλει, πάντως, να αναγνωρίσει κανείς ότι η σε βάρος του χρυσού προτίμηση του σιδήρου συγκαταλέγεται στα αρχικά αίτια της ευημερίας των ΗΠΑ. Τον τόνο στον οικονομικό βίο αυτών των τελευταίων έδιναν, μέχρι και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, κυρίως γαιοκτήμονες, μικροί ή μεγάλοι, καθώς και τεχνίτες. Μετά, βέβαια, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν…
Τα εύχρηστα τραπεζογραμμάτια
Πάντοτε οι άνθρωποι προτιμούν την “εύκολη λύση”. Και η εν προκειμένω εύκολη λύση υπήρξαν τα τραπεζογραμμάτια, τα γνωστά μας χαρτονομίσματα. Οι από εμάς προχωρημένοι στην ηλικία θυμούνται τα παλαιά “πενηντάρικα”, “κατοστάρικα” κ.λπ. στα οποία αναγραφόταν η στερεότυπη φράση: “Δραχμαί…[τόσες] πληρωτέαι επί τη εμφανίσει”. Αυτό σήμαινε πως, παραδίδοντας ένα χαρτονόμισμα κάποιος στην εκδοτική του χαρτονομίσματος τράπεζα, έπαιρνε, σε αντάλλαγμα, την αξία του σε μέταλλο – θεωρητικώς σε χρυσό. Αυτό όμως, όπως πάλι θα θυμούνται οι εξ ημών γηραιότεροι, γρήγορα έγινε κενός τύπος. Κανείς δεν πήγαινε στην τράπεζα, προκειμένου να δώσει το “τραπεζογραμμάτιο” και να πάρει χρυσό.
Εντέχνως καλλιεργήθηκε η ιδέα πως, εφόσον η εκδότρια τράπεζα κατείχε χρυσό ίσης αξίας με εκείνη του συνόλου των χαρτονομισμάτων που εξέδιδε, δεν υπήρχε λόγος αμφισβήτησης της αξιοπιστίας της. Η απλή διαβεβαίωση ύπαρξης “χρυσού καλύμματος” τού σε κυκλοφορία νομίσματος αποτελούσε την ύψιστη εγγύηση της αγοραστικής δύναμης αυτού το τελευταίου.
Αυτό γρήγορα καταστρατηγήθηκε. Λόγω της ισχύος που απέκτησαν οι μεγάλες τράπεζες, επικράτησε η αρχή της ύπαρξης “καλύμματος σε χρυσό” μόνο του 40% της αξίας του συνόλου των νομισμάτων που κυκλοφορούσαν. Ποιος θα πήγαινε να επαληθεύσει την ύπαρξη καλύμματος 100%; Και αυτό υπήρξε η αρχή του πληθωρισμού που έπληξε τις ευρωπαϊκές ιδίως οικονομίες μετά το τέλος της “Ωραίας Εποχής” (Belle Époque).
Τα χωρίς κάλυμμα χαρτονομίσματα που κυκλοφορούσαν έχαναν ραγδαίως την αγοραστική τους ισχύ με αποτέλεσμα λιμούς, λοιμούς κ.τ.λ. Και η πρώτη απόπειρα αντιμετώπισης του φαινομένου αυτού έγινε από τη σοβιετική εξουσία στη δεκαετία του 1920. Το ρούβλι, που επί της αυτοκρατορικής εποχής και σε αντίθεση με όλα σχεδόν τα άλλα ευρωπαϊκά νομίσματα, είχε πλήρες κάλυμμα σε χρυσό, απειλούνταν τώρα με κατάρρευση. Έτσι, η κομμουνιστική εξουσία έθεσε σε κυκλοφορία δύο νομίσματα: Το -νέο- ρούβλι, το κάλυμμα του οποίου ήταν συζητήσιμο έως ανύπαρκτο, και ένα κυριολεκτικώς “τραπεζικό” νόμισμα, το τσερβόνετς, με κάλυμμα σε χρυσό ή/και πλατίνα ευχερώς διαπιστώσιμο. Βέβαια, λόγω της ανάγκης εξαγωγής σε άλλες από την ΕΣΣΔ χώρες μεγάλων ποσοτήτων χρυσού το πείραμα φυλλορρόησε… και κατέρρευσε. Και τότε προέκυψε μια άλλη λύση, που προωθούσαν κυρίως χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και η Ιταλία.
Η λύση αυτή βασιζόταν στο ότι η σύνδεση του πλούτου με τα πολύτιμα μέταλλα και όχι με την εργασία αφενός ευνοούσε τους “αρπακτικών τάσεων και ικανοτήτων τυχερούς” και αφετέρου εγκυμονούσε κοινωνική αδικία. Προτάθηκε λοιπόν η καταμέτρηση της αξίας των προϊόντων της κάθε χώρας με μονάδα γενικώς αποδεκτή και, συνακολούθως, η βάσει αυτής της καταμέτρησης ανταλλαγή, σε διεθνή κλίμακα, ίσης αξίας αγαθών. Το σύστημα, εξαιτίας της έκρηξης του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, δεν επικράτησε. Έχει σημασία όμως ότι μια εκδοχή του, υπό την ονομασία: “κλήρινγκ”, εφαρμόστηκε κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα κυρίως μεταξύ χωρών ενταγμένων σε διαφορετικό συνασπισμό η κάθε μια.
Εκτεθειμένοι πανταχόθεν
Και τώρα ας έλθουμε στα καθ’ ημάς. Έχουν σήμερα σημασία αυτά; Έχουνε και μάλιστα μεγάλη! Η καθιέρωση του ψηφιακού νομίσματος, που ήδη επιτέλλει, συνιστά μία λεπτομερώς και εντέχνως επεξεργασμένη εκδοχή του συστήματος που πήγε να εφαρμοστεί πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Στο άτομο θα χορηγείται αριθμός “λογιστικών μονάδων” που θα κρίνονται ως αναγκαίες για τη διαβίωσή του. Έτσι εξαλείφονται οι αδικίες που πηγάζουν από “τυχαίες ανευρέσεις χρυσού” ή τα διαβόητα χρηματιστηριακά κόλπα.
Υπάρχει όμως στο σύστημα που πάει να στηθεί ένας μεγάλος απών: η Εργασία. Εφόσον, πράγματι, οι μηχανές αντικαθιστούν ολοένα και περισσότερο τους ανθρώπους και επειδή αυτοί οι τελευταίοι καταδικάζονται σε συνεχώς και μεγαλύτερη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών, πώς είναι δυνατόν ορθώς να αξιολογηθεί η εργασιακή ικανότητα του κάθε ατόμου και να υπολογιστεί η δίκαιη αμοιβή της; Κατά συνέπεια, πάμε να γίνουμε θύματα κυβερνητικού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου ο ρόλος του ανθρώπου συνεχώς θα υποβιβάζεται και δεν θα έχει σχέση με τις ικανότητές του. Και αυτό θα πλήξει το σύνολο της Ευρώπης γενικώς μα την Ελλάδα ιδιαιτέρως, η οποία, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, κυριολεκτικώς βολοδέρνει.
Ακόμα και σήμερα, “ρίγη συγκινήσεως” προκαλούν στους συμπατριώτες μας οι ατελεύτητες συζητήσεις για “το μεγαλείο της Πατρίδας”, “για τα δικαιώματα του πολίτη”, “για τη διοικητική αποκέντρωση” κ.ο.κ. Και όμως… ό,τι τώρα χρειάζεται η Ελλάδα, και δη εν όψει της θύελλας που επέρχεται, είναι ένα και μόνο: Νοικοκύρεμα.