ΘΕΜΑ

Αποχή στις εκλογές: Μία ιστορική προσέγγιση – Το 1946 και το σήμερα

Αποχή στις εκλογές: Μία ιστορική προσέγγιση – Το 1946 και το σήμερα, Δημήτρης Μιχαλόπουλος

Κομβικό σημείο στην Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας συνιστά το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 31ης Μαρτίου 1946. Ως γνωστόν, το ΚΚΕ είχε προτρέψει τότε τους οπαδούς του “να μην πάνε να ψηφίσουν”. Αυτό και έγινε. Η εκλογική διαδικασία εξελίχθηκε στο πλαίσιο της αποχής των –όποιων και για οποιουσδήποτε λόγους– ψηφοφόρων του ΚΚΕ. Έτσι στη Βουλή, που συνακολούθως συνήλθε, η κυριαρχία της Δεξιάς υπήρξε καταλυτική.

Και βάσει αυτής ακριβώς της κοινοβουλευτικής επικράτησης, την εξουσία τελικώς ανέλαβε κυβέρνηση υπό τον αρχηγό της “Ηνωμένης Παρατάξεως Εθνικοφρόνων”, Κωνσταντίνο Τσαλδάρη. Το θέμα βεβαίως ήταν η παλιννόστηση του βασιλιά Γεωργίου Β’. Και αυτό επιτεύχθηκε: Προκηρύχθηκε δημοψήφισμα για την 1η Σεπτεμβρίου 1946, που πραγματοποιήθηκε “ομαλώς” και έδωσε αποτέλεσμα υπέρ της επανόδου του “Ανωτάτου Άρχοντος”, που πράγματι ξαναγύρισε στην Ελλάδα περί τα τέλη του ίδιου μήνα.

Όλα λοιπόν ήτανε “καλά και εν τάξει”. Τις εκλογές είχε παρακολουθήσει “Συμμαχική Αποστολή Παρατηρητών” (Βρετανών, Αμερικανών και Γάλλων) κατηγορηματική και επισήμως διατυπωμένη άποψη της οποίας ήταν πως: «Αι εκλογαί διεξήχθησαν ελεύθεραι και δίκαιαι, ηρέμως και με τάξιν…». Το αποτέλεσμα, κατά συνέπεια, αντιπροσώπευε «την πραγματικήν και έγκυρον ετυμηγορίαν του Ελληνικού Λαού».

Επιπλέον, η κηρυγμένη από το ΚΚΕ αποχή δεν ξεπερνούσε το 9,3%. Έτσι, η κυβέρνηση Τσαλδάρη ήτανε “πλήρως νομιμοποιημένη” τόσο ως προς την από μέρους της ανάληψη της εξουσίας όσο και –το κυριότερο!– τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος στο αποτέλεσμα του οποίου “θεμελιώθηκε” το δικαίωμα παλιννόστησης του Γεωργίου Β’. Επιπλέον, βάσει πάντοτε των συμπερασμάτων της Συμμαχικής Αποστολής, νόμιμη ήταν και η από τότε εξέλιξη του πολιτικού βίου της χώρας μας – μέχρι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.

Ας το επαναλάβουμε: Ὀλα καλά, ωραία και νόμιμα! Υπάρχουν όμως και ορισμένα “σκοτεινά σημεία” που μόλις πρόσφατα διαλευκάνθησαν, εξαιτίας των οποίων καταστρέφεται αυτή η οιονεί ειδυλλιακή εικόνα. Συγκεκριμένα:

Πρώτον, ακριβώς τη νύχτα της παραμονής των εκλογών, 30ής Μαρτίου 1946, εκδηλώθηκε στο Λιτόχωρο επίθεση κομμουνιστών ανταρτών κατά του εκεί σταθμού της Χωροφυλακής. Το γεγονός δικαίως θεωρείται ως η έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου, που έμελλε να διαρκέσει έως το 1949. Πώς είναι δυνατόν, υπό τη δυσοίωνη σκιά αυτού του γεγονότος, να γίνεται λόγος για εκλογές που, ακριβώς την επόμενη μέρα, «διεξήχθησαν ηρέμως και με τάξιν»;

Δεύτερον, το σύμφωνα με τη Συμμαχική Επιτροπή ποσοστό 9,3% της τότε αποχής παρέμεινε σταθερώς ατεκμηρίωτο. Και είναι οπωσδήποτε χαρακτηριστικό το ότι, ακόμη και σε έργα που κυκλοφόρησαν μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, διαπιστώνεται αδυναμία παράθεσης του αριθμού των τότε “εγγεγραμμένων ψηφοφόρων”, μέσω του οποίου μπορεί να εξακριβωθεί το μέγεθος της αποχής. Ο συλλογισμός πάντως που είχε διατυπωθεί από τον Ζαν Μεϋνώ (Jean Meynaud), στο πασίγνωστο έργο του “Πολιτικές Δυνάμεις στην Ελλάδα”, περιβάλλεται αξία διαχρονική: Η “Ηνωμένη Παράταξις Εθνικοφρόνων” είχε αναδειχθεί νικήτρια των εκλογών με μόνες 610.995 ψήφους σε συνολικό ελλαδικό πληθυσμό 7.232.543!

Τρίτον, ο Σπύρος Μαρκεζίνης, στον β’ τόμο του έργου του “Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος”, εκφράστηκε κατηγορηματικώς: Από τη Μικρασιατική Καταστροφή και μετά, οι οπαδοί του βασιλικού θεσμού στην Ελλάδα «μόλις προσήγγιζαν το 50% του πληθυσμού». Και ο υπολογισμός αυτός προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία, εάν κανείς αναλογιστεί ότι το ουσιαστικό διακύβευμα των εκλογών του 1946 ήταν η παλιννόστηση του Γεωργίου Β’.

Τέταρτον, μόνο στις αρχές του αιώνα μας, σε έργο απομνημονευματικού χαρακτήρα που πριν από ακριβώς δέκα χρόνια εξέδωσε το Μουσείο Μπενάκη, επιτεύχθηκε η διαλεύκανση του ζητήματος: Το ποσοστό των “μη ψηφισάντων” στις βουλευτικές εκλογές του 1946 ήταν 50%.

Ο αριθμός αυτός λογικώς ευσταθεί. Η δύναμη της Αριστεράς στη χώρα μας υπήρξε –και ουσιαστικώς παραμένει– πολύ μεγάλη. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν συνιστά υπερβολή ο ισχυρισμός ότι, αναλογικώς, το ΚΚΕ μαζί με τούς –όπως μέχρι το 1974 λέγονταν– “συνοδοιπόρους” του ήτανε το μεγαλύτερο Κομμουνιστικό Κόμμα στην Ευρώπη. Γνωστό, άλλωστε, είναι ότι, χωρίς την αποσκίρτηση του Τίτο από το υπό τον Στάλιν “Ανατολικό Συνασπισμό” και το συνακόλουθο, σε βάρος του “Δημοκρατικού Στρατού [της] Ελλάδας”, κλείσιμο της ελληνογιουγκοσλαβικής μεθορίου ήταν πολύ αμφίβολο το κατά πόσον ο Εμφύλιος Πόλεμος θα έληγε ήδη το 1949.

Τα επακόλουθα του 1946

Αυτή ακριβώς η στον ελλαδικό πληθυσμό μεγάλη απήχηση του κομμουνισμού υπήρξε και αιτία της μακροχρόνιας διαμάχης του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το βασιλικό ζεύγος Παύλου και Φρειδερίκης. Ο πρώτος, με την απλή λογική των “εκ Μικρασίας Καραμανλήδων” πίστευε πως η άνοδος του βιοτικού μας επιπέδου θα επέφερε καθοριστική κάμψη της “εγχώριας κομμουνιστικής ισχύος”.

Παράλληλα λοιπόν με τα “έργα της ανασυγκρότησης” που συστηματικώς παρακολουθούσε, ευνοούσε και την παγίωση, στη χώρα μας, αναλογικού εκλογικού συστήματος. Το Στέμμα, από την άλλη πλευρά, δηλαδή η τότε βασίλισσα, είχε υιοθετήσει τη διατυπωμένη από τον Σαλαζάρ της Πορτογαλίας αρχή: Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου κατά κανόνα επιφέρει στροφή του λαού προς την Αριστερά και –όχι σπάνια– θεαματική αύξηση της κοινωνικής διαφθοράς.

Συνακολούθως, στην Ελλάδα, τόσο η εξέλιξη του βιοτικού επιπέδου όσο και οι εκλογές έπρεπε να τελούν υπό έλεγχο στενό και συστηματικό. Και στο σημείο αυτό, έστω και με βαριά καρδιά, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει πως δίκιο είχε η Φρειδερίκη και όχι ο Καραμανλής. Η ανάδειξη της ΕΔΑ ως αξιωματικής αντιπολίτευσης στις εκλογές του 1958 και η ουσιαστική κατίσχυσή της στις δημοτικές εκλογές του 1964 δικαιώνουν τη “θεωρία του Σαλαζάρ”.

ΕΔΑ και ο Παπανδρέου

Ιδού λοιπόν που επιτέλλει το ερώτημα: Τί σχέση έχουν αυτά με την αποχή στις εκλογές του 1946; Ευχερής είναι η απάντηση: καθοριστική! Και η αρχή του νήματος βρίσκεται στην κατ’ ουσίαν αγαστή συνεργασία της ΕΔΑ με τον Γεώργιο Παπανδρέου, η οποία εκδηλώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η Αριστερά είχε κάθε λόγο να αντιπαθεί τον Παπανδρέου, εξαιτίας του ρόλου του στα Δεκεμβριανά του 1944.

Λογικώς, λοιπόν, ο Παπανδρέου έφτασε να ζητήσει πολιτική συνεργασία με τον Καραμανλή, την οποία ο δεύτερος απέκλεισε. Έτσι, ο Παπανδρέου άρχισε να απειλεί τα Ανάκτορα: Διώξτε τον Καραμανλή, γιατί… Γιατί; Διότι θα αποκάλυπτε το ποσοστό της αποχής στις εκλογές του 1946 και θα καταδεικνυόταν έτσι ότι η κατ’ ουσίαν παλινόρθωση της Βασιλείας τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς ήταν έκνομη.

Ο “Γέρος της Δημοκρατίας” οπωσδήποτε γνώριζε το γιατί είχε συνταχθεί έτσι όπως συντάχθηκε η σχετική με τις επίμαχες εκλογές έκθεση της “Συμμαχικής Επιτροπής”, καθώς και το πραγματικό ποσοστό της τότε αποχής. Αυτά τα διευκρινίζει ο Μεϋνώ και πολύ περισσότερο αναφορές της Πρεσβείας του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ελλάδα: Σε αυτές ο Γεώργιος Παπανδρέου χαρακτηρίζεται ως ο κατεξοχήν “άνθρωπος εμπιστοσύνης” των Βρετανών στη χώρα μας. Αφήνοντας, λοιπόν, ο Παπανδρέου να εννοηθεί πως “θα έριχνε το Στέμμα”, κέρδισε τη συνεργασία της Αριστεράς και δημιούργησε κλίμα ευνοϊκό στην, κατά τον Δεκέμβριο του 1963, εγκατάσταση του Καραμανλή στο Παρίσι. Τα υπόλοιπα είναι λίγο-πολύ γνωστά…

Η αποχή και το “λευκό”

Κανόνας καίριος και γενικώς σεβαστός του δημόσιου βίου είναι ότι εκλογές στις οποίες απέχει το 50% των ψηφοφόρων είναι άκυρες. (Συνήθως βέβαια προστίθεται στο εν λόγω 50% μία ακόμη ψήφος, η ύπαρξη της οποίας, όμως, δυσχερώς εντοπίζεται). Πράγματι, η αποχή δεν ταυτίζεται με το λευκό ψηφοδέλτιο. Με το “λευκό” ο ψηφοφόρος αποδοκιμάζει το σύνολο των κομμάτων που ζητούν την ψήφο του, ενώ με την αποχή ο εν δυνάμει ψηφοφόρος αποδοκιμάζει το πολιτικό καθεστώς. Σήμερα, όμως, οπότε έχουμε Δημοκρατία, στα πλαίσια της οποίας ο καθένας μπορεί να λέει και –εφόσον έχει εξασφαλίσει ατιμωρησία– να κάνει ό,τι θέλει, γιατί να αποδοκιμαστεί το καθεστώς;

Η απάντηση έχει δοθεί ήδη κατά τους Αρχαίους Χρόνους, κυρίως από τον Πλάτωνα: Η πολλή Δημοκρατία καταλήγει σε Τυραννία, δηλαδή, όπως σήμερα θα λέγαμε, σε Ολοκληρωτισμό. Και ο Ολοκληρωτισμός δεν πρέπει να συγχέεται με τον Αυταρχισμό. Οποιαδήποτε, πράγματι, κοινωνία συνεπάγεται Αυταρχισμό. Και αυτό, επειδή, εφόσον ο άνθρωπος συνασπίζεται με ομοίους του, προκειμένου να ιδρύσει κρατική οντότητα, αναγκαστικώς αποβάλλει μέρος της ελευθερίας του.

Βάσει του Αυταρχισμού λοιπόν θεσπίζονται κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς οι οποίοι, εάν η Πολιτεία είναι “οργανωμένη με σωφροσύνη”, αποδεικνύονται ευεργετικοί ως προς τη συνοχή και ανέλιξη της συγκεκριμένης κοινωνίας. Σε κλίμα, όμως, Ολοκληρωτισμού επιβάλλεται στο άτομο όχι τι να μη κάνει, μα το αντίθετο: Τι να κάνει και –ακόμη περισσότερο!– τι και πώς να σκέπτεται. Εάν λοιπόν υπάρχουν σήμερα Έλληνες που επιλέγουν και διακηρύσσουν την αποχή, πώς κανείς μπορεί να τους κατηγορήσει;

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι