Αποκωδικοποιώντας την ελληνική ιδιαιτερότητα
24/06/2019Η ελληνική ιδιαιτερότητα συνδέεται με τη θέση του Ελληνισμού στην κοσμοϊστορία, σε αναφορά με την σημειολογία της νεοτερικότητας. Εάν προσεγγίσει κανείς την κοσμοϊστορία υπό το πρίσμα της κοσμοσυστημικής ιδιοσυστασίας των κοινωνιών της, ο ελληνικός κόσμος θα καταλάβει μια, όχι απλώς κομβική, αλλά μοναδική θέση: οικοδόμησε για πρώτη φορά και διακίνησε στην ιστορία την ανθρωποκεντρική περίοδο της ανθρωπότητας, μέχρι που την οδήγησε στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα της νεότερης εποχής.
Η ανθρωποκεντρική αυτή περίοδος της κοσμοϊστορίας, ενσωμάτωσε στους κόλπους της επίσης τη ρωμαϊκή Ευρώπη, έως τη στιγμή που αυτή αποσπάσθηκε από το ανθρωποκεντρικό γίγνεσθαι και περιήλθε εκ νέου στη δεσποτεία. Η ανθρωποκεντρική θητεία του Ελληνισμού συνεχίσθηκε εντούτοις με το προσωνύμιο της βυζαντινής οικουμένης και μάλιστα κατά τρόπο ομοθετικά ίδιο με εκείνον της ελληνιστικής περιόδου.
Από αυτήν θα μετακενωθούν στη δυτική παρειά της λατινικής Εσπερίας τα θεμέλια της ανθρωποκεντρικής επανεκκίνησής της. Ο ελληνικός κόσμος, αν και σε καθεστώς αιχμαλωσίας, θα εξακολουθήσει την ανθρωποκεντρική του θητεία, με πρόσημο τη μικρή κοσμοσυστημική κλίμακα (της πόλης/κοινού), έως την είσοδό του στο κράτος-έθνος. Με απλούστερη διατύπωση, το τέλος της ανθρωποκεντρικής/ελληνικής “αρχαιότητας” τοποθετείται στο τέλος του 19ου αιώνα. Υπό μιαν έννοια δε και για την Εσπερία, στο μέτρο που η μετάβασή της από τον Μεσαίωνα στο ανθρωποκεντρισμό θα επισυμβεί ουσιαστικά με όχημα τη μικρή κλίμακα της πόλης.
Η αντιστροφή και ο δίαυλος
Η δυτική ιστοριογραφία θα επιχειρήσει, εντούτοις, να αντιστρέψει την λογική της κοσμοϊστορίας, τοποθετώντας το τέλος της “αρχαιότητας”, δηλαδή το τέλος του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας συνολικά, στο τέλος της δυτικής Ρώμης. Θα ταξινομήσει γι’ αυτό τον βυζαντινό και τον μεταβυζαντινό πολιτισμό ως “ξένο πολιτισμό” και κυριολεκτικά στη δεσποτική σημειολογία, που ορίζει η έννοια του Μεσαίωνα. Θα ισχυρισθεί ότι ο δίαυλος που συνέχει την “αρχαιότητα” με τη νεοτερικότητα, διέρχεται από τη μεσαιωνική Ευρώπη. Και όχι από το Βυζάντιο.
Η επινόηση αυτή της δυτικής ιστοριογραφίας, το μέτρο που τοποθετεί την ακραία δεσποτική απόκλιση (τη δυτική, ιδιωτική και στη συνέχεια κρατική δεσποτεία) ως μέτρο για την περιοδολόγηση της ανθρωποκεντρικής κοσμοϊστορίας, θα την οδηγήσει σε ακραίες επιλογές, οι οποίες δεν είναι χωρίς συνέπειες. Θα σταθώ όλως ενδεικτικά σε ορισμένες εξ αυτών που οδηγούν στην αντιστροφή του επιχειρήματος σε ό,τι αφορά στην πρόσληψη της τελευταίας περιόδου του οικουμενικού Ελληνισμού, δηλαδή της οθωμανοκρατίας, και στην αιτιολογία της νεοελληνικής κακοδαιμονίας.
Η νεοελληνική κακοδαιμονία θα αποδοθεί, πράγματι, στο γεγονός ότι ο Ελληνισμός δεν διήλθε από την Αναγέννηση, το Διαφωτισμό, τη Μεταρρύθμιση, την απολυταρχία και πολλά άλλα, που σηματοδοτούν τα στάδια της εσπεριανής (δυτικοευρωπαϊκής) μετάβασης στον ανθρωποκεντρισμό. Οι ηρακλείς της ιδεολογικής αυτής προσημείωσης της ιστορίας δεν ομολογούν, ωστόσο, ότι καταλογίζουν τελικά στην ελληνική κοινωνία ότι δεν περιήλθε, όπως η δυτική Ευρώπη, στη φεουδαρχία για να χρειασθεί να ακολουθήσει τα ομόλογα στάδια για την απόσειση της δεσποτείας.
Η πολιτεία του Ρήγα
Αρκεί ως προς αυτό να εντρυφήσει κανείς στο έργο του Ρήγα, σε συγκριτική αναφορά με το αντίστοιχο πρόταγμα των ακραίων, κατά τα λοιπά, στοιχείων της Γαλλικής Επανάστασης, με τα οποία συνομιλούσε, για να αντιληφθεί το μέγεθος της αυθαιρεσίας. Όντως, το πρόταγμα των Ιακωβίνων ήταν επαναστατικό, διότι προϋπέθετε την ολική ανατροπή της φεουδαρχίας, προκειμένου να εγκαθιδρυθεί ένα κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό σύστημα, καθ’ ομολογίαν όμοιο με εκείνο του Σόλωνα και πράγματι αντίστοιχο εκείνου που έφερε τον Σόλωνα στην εξουσία.
Είναι το σύστημα που μόλις από τη δεκαετία του 1970 έγινε αδιαμφισβήτητο στη Δύση! Και το οποίο ευδοκιμεί μονοσήμαντα σήμερα στον πλανήτη. Στον αντίποδα, η πολιτεία του Ρήγα, της μεταοθωμανικής εποχής, ελάμβανε ως θεμέλιο την βιούμενη ήδη ελληνική/ανθρωποκεντρική οικουμένη (τα κοινά, τις συμπολιτειακές ενώσεις τους, την εταιρική οικονομία και αναντιλέκτως τη δημοκρατία), την οποία ενέτασσε σε ένα περιβάλλον κοσμόπολης, με ιδιοσυστασία μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας.
Πουθενά, στο έργο του Ρήγα δεν εμπεριέχεται ο παραμικρός υπαινιγμός για μια οποιαδήποτε ανατροπή μιας τυχόν ενυπάρχουσας φεουδαρχίας. Όχι γιατί το πρόταγμά του συναινούσε στη φεουδαρχία, αλλά επειδή ο ελληνικός κόσμος δεν αντιμετώπιζε το πρόβλημα αυτό. Ο επαναστατικός λόγος του Ρήγα εξαντλείται στην καταγγελία της οθωμανικής αυθαιρεσίας. Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση κινούνται και τα Συντάγματα της Επανάστασης.
Τα θεμέλια στοιχεία
Τι υποδηλώνει τελικά η διαπίστωση αυτή; Ότι για τις όποιες εξελίξεις και παρεκκλίσεις του νεοελληνικού κράτους υπόλογη είναι η ελληνική κοινωνία και οι κληρονομιές της. Όχι το απολυταρχικό δεσποτικό κράτος (αρχικά) και το κράτος-έθνος, που ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα (στη συνέχεια), τα οποία επιβλήθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Εάν οδηγήσουμε ολίγον παραπέρα το συλλογισμό μας, θα παρατηρήσουμε ότι πολλά από τα θεμέλια στοιχεία που καθόρισαν την φυσιογνωμία του νεότερου κόσμου, ενυπήρχαν ήδη στον προεθνοκρατικό ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, σ’ αυτόν που διέρχεται την εποχή του δυτικού Μεσαίωνα. Είναι εκείνα που εκκίνησαν την δυτικοευρωπαϊκή μετάβαση.
Είναι επίσης γνωστό ότι πολλά από τα θεμέλια στοιχεία που αποτέλεσαν την προμετωπίδα της δυτικής μετάβασης στον πρωτο-ανθρωποκεντρισμό, αποτέλεσαν εξαρχής κοινό τόπο στο περιβάλλον του νεοελληνικού κράτους-έθνους, έναν και πλέον αιώνα πριν επικρατήσουν στις χώρες της λεγόμενης πρωτοπορίας. Διαπιστώνουμε μάλιστα ότι εισήχθησαν χωρίς κοινωνικούς κλυδωνισμούς ή και αγώνες (η καθολική ψήφος, τα διαστρωμματικά κόμματα, η αρχή της δεδηλωμένης, κ.ά).