Δεν είμαστε αστρόσκονη! – Η φιλοσοφική μέθοδος του αναγωγισμού
16/05/2025
Ο “αναγωγισμός” (reductionism) – εκ του όρου “αναγωγή” – είναι μια θεωρία που προσπαθεί να κατανοήσει την πραγματικότητα “από επάνω προς τα κάτω”, ανάγοντας τα πάντα σε μια βασική φυσική επιστήμη, που συνήθως θεωρείται ότι είναι η φυσική. Σύμφωνα με τη “θεωρία της αναγωγής” και ο “αναγωγισμός”, οι θεωρίες και οι νόμοι μιας επιστήμης δεν είναι τίποτε άλλο παρά συγκεκριμένες περιπτώσεις των θεωριών και των νόμων μιας άλλης, περισσότερο ουσιαστικής επιστήμης, η οποία συνήθως είναι η φυσική.
Αντιθέτως, ο “αναδυσμός” (emergentism) – εκ του όρου “ανάδυση” – είναι μια θεωρία που προσπαθεί να κατανοήσει την πραγματικότητα “από κάτω προς τα επάνω”, τονίζοντας μη-αναγώγιμες ιδιαιτερότητες των αναδυόμενων, ανώτερου επιπέδου περιοχών της επιστήμης. Ορισμένοι φυσικοί επιστήμονες που θέλουν να μεταπηδήσουν από τη φυσική επιστήμη στον φιλοσοφικό κλάδο της οντολογίας μέσω του αναγωγισμού προβαίνουν στον ισχυρισμό ότι “είμαστε αστρόσκονη”, ο οποίος είναι ένας οντολογικός ισχυρισμός.
Ο ισχυρισμός ότι, από τη σκοπιά (και μέσα στα επιστημολογικά όρια) της φυσικής, εκκινήσαμε από “αστρόσκονη” είναι ένα πράγμα, αλλά είναι ένα εντελώς άλλο πράγμα να ισχυριστούμε ότι η οντολογία μας είναι απλώς αναγώγιμη στην “αστρόσκονη” και, άρα, ότι “είμαστε αστρόσκονη”. Ο αναδυσμός εξηγεί την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης και κοινωνικής οντολογίας, και έχει αναλυθεί εμβριθώς από τον Ιταλό επιστημολόγο και ακαδημαϊκό μου συνεργάτη Giuliano Di Bernardo, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τρέντο.
Αναγωγισμός, Βιολογία και… αστρόσκονη
Η βιολογία, μετά από αιώνες φιλοσοφικών περιπετειών, αναδύθηκε ως αποτελούμενη από δύο θεμελιωδώς διαφορετικά μέρη: τη “μηχανική βιολογία” (γενετική και μοριακή βιολογία) και την “εξελικτική βιολογία” (εξελικτική θεωρία). Η οντολογία της βιολογίας είναι διαφορετική από την οντολογία της φυσικής. Η γενετική και η μοριακή βιολογία ασχολούνται με τη φυσιολογία των έμβιων οργανισμών, όπως οι κυτταρικές διαδικασίες (συμπεριλαμβανομένων εκείνων του γονιδιώματος) που μπορούν τελικώς να εξηγηθούν με τη χημεία και τη φυσική.
Η εξελικτική βιολογία, από την άλλη πλευρά, ασχολείται με όψεις του έμβιου κόσμου που σχετίζονται με τον ιστορικό χρόνο και την εξέλιξη. Η εξήγηση της εξελικτικής βιολογίας δεν απαιτεί τους νόμους της φυσικής ή της χημείας, αλλά μια συγκεκριμένη μεθοδολογία που βασίζεται σε ιστορικές αφηγήσεις και υποθετικά σενάρια. Έτσι, κατανοούμε τη “διπλή φύση” της βιολογίας: η γενετική και η μοριακή βιολογία μπορούν να αναχθούν στη φυσική, αλλά η εξελικτική βιολογία αποτελεί την ιδιαιτερότητα της βιολογίας, η οποία δεν μπορεί να αναχθεί στη φυσική.
Η μελέτη της εξελικτικής βιολογίας δεν έχει ως αντικείμενο ποσοτικά, επαναλαμβανόμενα, παρατηρήσιμα φαινόμενα επί των οποίων πρέπει να διεξαχθούν πειράματα και από τα οποία πρέπει να εξαχθούν νόμοι. Η μελέτη της εξελικτικής βιολογίας έχει ως αντικείμενο μοναδικά φαινόμενα, όπως, λ.χ., η εξαφάνιση των δεινοσαύρων, και τέτοια φαινόμενα δεν μπορούν να εξηγηθούν με νόμους, ούτε μπορούν να διεξαχθούν πειράματα επ’ αυτών. Για να αναπληρωθεί η έλλειψη πειραματισμού, επινοήθηκε η “μέθοδος των ιστορικών αφηγήσεων” (historical narratives method).
Στην εξελικτική βιολογία, οι επιστήμονες κατασκευάζουν μια ιστορική αφήγηση με βάση τα απολιθώματα και τα ευρήματα. Έτσι, λ.χ., η μελέτη των χαρακτηριστικών των απολιθωμάτων επιτρέπει την αναπαράσταση των περιβαλλοντικών συνθηκών στις οποίες ζούσαν οι δεινόσαυροι και την ανάπτυξη υποθέσεων σχετικώς με την εξαφάνισή τους. Αυτές οι ιστορικές αφηγήσεις ελέγχονται και επικαιροποιούνται με βάση την ανακάλυψη και τη μελέτη νέων απολιθωμάτων.
Η διπλή φύση της βιολογίας παράγει τη διπλή αιτιότητα στη βιολογία: ο ένας τύπος βιολογικής αιτιότητας αποτελείται από τους φυσικούς νόμους που ισχύουν για τα φυσικά και άψυχα φαινόμενα, ενώ ο δεύτερος τύπος βιολογικής αιτιότητας απορρέει από τα γενετικά προγράμματα που χαρακτηρίζουν, αποκλειστικώς, τον έμβιο κόσμο. Δεν υπάρχει ούτε ένα έμβιο φαινόμενο, ούτε μια έμβια διαδικασία που να μην βασίζεται σε ένα υποκείμενο γενετικό πρόγραμμα που περιέχεται στο γονιδίωμα, αλλά τίποτε παρόμοιο δεν υπάρχει στον άψυχο κόσμο.
Ο αναγωγισμός, ο αναδυσμός και η διπλή φύση της βιολογίας
Η ανάπτυξη της έννοιας της επιστήμης εκκίνησε από τη φυσική, συνεχίστηκε στο πλαίσιο της βιολογίας, και επεκτάθηκε ακόμα περισσότερο στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών. Όπως η οντολογία της βιολογίας προκύπτει από μια επέκταση της οντολογίας της φυσικής, έτσι και η οντολογία των κοινωνικών επιστημών αποτελεί μια επέκταση τόσο της οντολογίας της φυσικής όσο και της οντολογίας της βιολογίας.
Σύμφωνα με τη θεωρία του αναδυσμού, η διπλή φύση της βιολογίας αντιστοιχεί στην τριπλή φύση των κοινωνικών επιστημών. Η βιολογία έχει μια ιδιαιτερότητα που δεν μπορεί να αναχθεί στη φυσική, και οι κοινωνικές επιστήμες έχουν μια ιδιαιτερότητα που δεν μπορεί να αναχθεί ούτε στη βιολογία ούτε στη φυσική. Η κοινωνική πραγματικότητα κατασκευάζεται από τον άνθρωπο μέσω συστατικών κανόνων.
Γενικώς, υπάρχουν δύο είδη κανόνων: οι “συστατικοί κανόνες” (constitutive rules) και οι “ρυθμιστικοί κανόνες” (regulative rules), όπως έχει εξηγήσει ο Αμερικάνος φιλόσοφος John Rawls. Οι ρυθμιστικοί κανόνες είναι κανόνες που ρυθμίζουν δραστηριότητες που υπάρχουν ανεξαρτήτως των αντίστοιχων κανόνων, όπως, για παράδειγμα, η απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους ή η υποχρέωση συμμόρφωσης με τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα δημόσια κτήρια και οι δρόμοι προϋπάρχουν των κανόνων που επιδιώκουν τη ρύθμισή τους. Οι ρυθμιστικοί κανόνες ρυθμίζουν συμπεριφορές που προϋπάρχουν των κανόνων. Ωστόσο, εκτός από τους ρυθμιστικούς κανόνες, υπάρχουν και κάποιοι κανόνες που δεν ρυθμίζουν μόνο αλλά και δημιουργούν αυτό που ρυθμίζεται. Αυτοί είναι οι συστατικοί κανόνες.
Ένα κλασσικό παράδειγμα συστατικών κανόνων είναι το σκάκι. Για να παίξετε σκάκι, είναι απαραίτητο να γνωρίζετε τόσο τους ρυθμιστικούς κανόνες (που εν προκειμένω αφορούν στις στρατηγικές για να κάνετε ματ στον αντίπαλο) όσο και τους συστατικούς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους έχουν δημιουργηθεί τα σκακιστικά κομμάτια (Βασιλέας, Βασίλισσα, Ίππος, Πύργος, κ.λπ.). Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους συστατικούς κανόνες του σκακιού, ο “Ίππος”, το σκακιστικό κομμάτι που έχει το σχήμα κεφαλής ίππου, κινείται σε “σχήμα Γ”.
Συνεπώς, στο σκακιστικό παίγνιο, κάθε αντικείμενο (ένα κομμάτι ξύλο, μια πέτρα, ένα ποτήρι) που κινείται σε “σχήμα Γ” είναι “Ίππος”. Αντιθέτως, αν κάποιος τοποθετούσε έναν πραγματικό ίππο, δηλαδή, το τετράποδο που χλιμιντρίζει, σε μια σκακιέρα, αλλά δεν το μετακινούσε σύμφωνα με το “σχήμα Γ”, αυτός ο φυσικός ίππος δεν θα ήταν Ίππος από τη σκοπιά του σκακιστικού παιγνίου. Στο σκάκι, το αντικείμενο του Ίππου δημιουργείται από τον αντίστοιχο συστατικό κανόνα. Το ίδιο ισχύει και για όλα τα άλλα σκακιστικά κομμάτια, τις κινήσεις, κ.ο.κ.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των συστατικών κανόνων δημιουργεί κάτι που δεν υπήρχε πριν, δηλαδή το παίγνιο του σκακιού. Βεβαίως, για να παίξει κάποιος σκάκι, δεν αρκούν οι συστατικοί κανόνες, αλλά είναι απαραίτητοι και οι ρυθμιστικοί κανόνες, που εκφράζουν τη στρατηγική του παιγνίου, η οποία είναι να κάνετε ματ στον αντίπαλο. Το σώμα των συστατικών κανόνων και των ρυθμιστικών κανόνων ορίζει το συνολικό παίγνιο του σκακιού.
Η γενική οντολογία της εξωτερικής πραγματικότητας του ανθρώπου βασίζεται στην “ατομική θεωρία της ύλης” και στην “εξελικτική θεωρία των έμβιων οργανισμών”, οι οποίες εξηγούν την άψυχη ύλη και την έμβια ύλη, αντιστοίχως. Η εξωτερική πραγματικότητα αποτελείται από φυσικά σωματίδια που οργανώνονται σε συστήματα, όπως τα βουνά, οι πλανήτες, τα ποτάμια, και οι άνθρωποι, και ειδικώς τα έμβια συστήματα, που επίσης αποτελούν μέρος αυτής της πραγματικότητας, εξελίσσονται σύμφωνα με τη φυσική επιλογή.
Ορισμένα από τα έμβια συστήματα έχουν αναπτύξει εγκέφαλο, και ο εγκέφαλος έχει αναπτύξει συνείδηση στους ανθρώπους και στα ανώτερα ζώα. Όπως έχουν εξηγήσει ο Αμερικανός φιλόσοφος John Searle και ο Giuliano Di Bernardo η συνείδηση, ως μια ανώτερη κατάσταση του εγκεφάλου, εκφράζεται μέσω της προθετικότητας (intentionality), που είναι η ικανότητα να αναπαριστά κάποιος αντικείμενα και καταστάσεις του εξωτερικού κόσμου μέσα στον εαυτό του, και έτσι κατασκευάζεται η κοινωνική πραγματικότητα.
Η έννοια της προθετικότητας
Ο κόσμος περιέχει τόσο αντικείμενα που είναι ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση όσο και αντικείμενα που εξαρτώνται από την ανθρώπινη συνείδηση. Για παράδειγμα, τα βουνά, τα άστρα, και τα ποτάμια υπάρχουν ανεξαρτήτως της προθετικότητας της συνείδησης και αντιπροσωπεύουν μια αντικειμενική οντολογία. Ωστόσο, ο κόσμος διαθέτει επίσης αντικείμενα που εξαρτώνται από την προθετικότητα της συνείδησης.
Για παράδειγμα, είναι η προθετικότητα της συνείδησης που καθιστά τη δημιουργία και τη χρήση κάποιων υλικών αντικειμένων “χρήμα”: όπως έχει επισημάνει ο John Searle, ενώ από τη σκοπιά της χημείας, ένα χαρτονόμισμα αποτελείται από ίνες κυτταρίνης χρωματισμένες με συγκεκριμένες χρωστικές ουσίες, και, άρα, τα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά του είναι ασήμαντα, όλοι θεωρούμε ότι έχει κάποια σημασία, αφού αποτελεί χρήμα, και αποτελεί χρήμα επειδή νομίζουμε ότι αποτελεί χρήμα σύμφωνα με ορισμένους συστατικούς κανόνες, δηλαδή εξαιτίας της κοινωνικής προθετικότητας. Με άλλα λόγια, το χρήμα είναι ένα θεσμικό γεγονός που αποτελεί μέρος της κοινωνικής οντολογίας.
Η κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας απαιτεί τον προσδιορισμό των εννοιών του “συστατικού κανόνα”, της “γλώσσας”, και της “κοινωνικής προθετικότητας”. Εξού και, λ.χ., για να παίξει κάποιος σκάκι, είναι απαραίτητο να τηρεί τόσο τους συστατικούς κανόνες όσο και τους ρυθμιστικούς κανόνες. Οι συστατικοί κανόνες συγκροτούν το συγκεκριμένο κοινωνικό δεδομένο, για παράδειγμα το συγκεκριμένο παίγνιο, και οι ρυθμιστικοί κανόνες προσδιορίζουν τις συμπεριφορές των δρώντων μέσα σε μια ήδη ιδρυμένη κοινωνική πραγματικότητα.
Ένας ρυθμιστικός κανόνας θεμελιώδους σημασίας είναι ο τελεολογικός, που προσδιορίζει τους σκοπούς των δρώντων. Για παράδειγμα, για να παιχθεί καλό σκάκι, απαιτείται να τηρούνται τόσο οι συστατικοί κανόνες του σκακιού όσο και ο ρυθμιστικός κανόνας που ορίζει ότι κάποιος παίζει σκάκι για να κάνει ματ στον αντίπαλό του. Χωρίς τον τελεολογικό κανόνα, οι κινήσεις του παίκτη χάνουν το νόημά τους, ακόμα και αν τηρούνται οι συστατικοί κανόνες του παιγνίου. Κάτι ανάλογο ισχύει, λ.χ., και στα χρηματοοικονομικά παίγνια, στα πολιτικά παίγνια, κ.ο.κ.
Το χρήμα, η γλώσσα, η ιδιοκτησία, ο γάμος, η κυβέρνηση, τα πανεπιστήμια, οι δικηγόροι, οι λογιστές, οι αρχηγοί κυβερνήσεων και κρατών, οι θρησκευτικοί θεσμοί, και πολλά άλλα κοινωνικά πράγματα συγκροτούνται εν μέρει με βάση δεδομένες περιγραφές επειδή οι αντίστοιχες ανθρώπινες κοινότητες θεωρούν αυτά τα κοινωνικά πράγματα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Αν αλλάξει ο τρόπος θεώρησης αυτών των κοινωνικών πραγμάτων, αλλάζουν (ή εξαλείφονται) και τα αντίστοιχα κοινωνικά πράγματα. Όπως συστατικοί κανόνες δημιουργούν το παίγνιο του σκακιού, έτσι και πάλι συστατικοί κανόνες δημιουργούν εκείνα τα κοινωνικά γεγονότα που έχουν ονομαστεί θεσμικά γεγονότα (institutional facts), και αποτελούν ειδικές περιπτώσεις των κοινωνικών γεγονότων.
Στη γενική οντολογία, υπάρχουν τρεις τύποι γεγονότων: (i) φυσικά γεγονότα, (ii) κοινωνικά γεγονότα, και (iii) θεσμικά γεγονότα. Τα φυσικά γεγονότα είναι αυτά που χαρακτηρίζουν τη φυσική. Τα κοινωνικά γεγονότα είναι γεγονότα που χαρακτηρίζονται από κοινωνική προθετικότητα και προκύπτουν από την επικοινωνία μεταξύ των συνειδήσεων. Τα θεσμικά γεγονότα είναι κοινωνικά γεγονότα που δημιουργούνται από συστατικούς κανόνες και επιτρέπουν στις κοινωνίες να δημιουργηθούν (ως δομημένα σύνολα) και να αναπτυχθούν.