Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς παρελθόν – Ένα πολύτιμο βιβλίο για τα εγκλήματα των Ναζί
03/07/2024Μετά το βραβευμένο με τέσσερις εκδόσεις, βιβλίο του Γιώργου Χαρβαλιά “Γιαβόλ”, για το οποίο υπέκυψα αρχικά στον πειρασμό, όχι μόνο να του αφιερώσω εκτενή βιβλιοκρισία, αλλά και ευλαβικά να το παρουσιάσω στη Θεσσαλονίκη, ήδη έχω στα χέρια μου τις προσθήκες/παραρτήματά του.
Η σημαντικότητα αυτών των νέων στοιχείων στο “Γιαβόλ” σίγουρα δεν περιορίζεται στις λεπτομέρειες, παρότι πολλές από αυτές σχολιάζονται σε βάθος για πρώτη φορά, και παρότι είναι συγκλονιστικές. Αντιθέτως, η ανεκτίμητη προσφορά αυτών των παραρτημάτων, που σαφώς υπερβαίνει την όποια ετικέτα κάτω από την οποία εμφανίζονται, είναι η διάνοιξη χαραμάδων κατανόησης για όσα φρικώδη, και εν πολλοίς δυσεξήγητα συνέβησαν στο διάστημα της Κατοχής, αλλά και μετά από αυτήν. Πολλά από αυτά εξακολουθούν να ρίχνουν τον θανατηφόρο ίσκιο τους, στην πατρίδα μας, ακόμη και τώρα, μετά το πέρασμα περίπου ενός αιώνα.
Υπάρχουν ανάμεσά μας ορισμένοι, που επιθυμούν να ξεχαστεί το παρελθόν, και να ξαναγραφτεί η ιστορία, με ήπια και καθησυχαστικά χρώματα, που να εξασφαλίζουν τη λήθη και να ενθαρρύνουν τη φιλία ανάμεσα σε θύτες και θύματα. Ωστόσο, το ανά χείρας μνημειώδες έργο, μέσα σχεδόν από κάθε φράση του, μας υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει μέλλον χωρίς παρελθόν, με το παρόν να εξασφαλίζει τη συνύπαρξή τους.
Στο σημείωμα μου αυτό θα επιχειρήσω να ρίξω φως σε ορισμένα συμβάντα, τόσο κατά τη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής στην Ελλάδα, όσο και μετά από αυτήν. Θα επιλέξω, για βοήθεια, τα διάσπαρτα κλειδιά κατανόησής τους, που αναφέρονται, από τον συγγραφέα του “Γιαβόλ”. Όπως με διαβεβαίωσε ο ίδιος, ένας πιο αναλυτικός προσδιορισμός τους θα αποτελέσει το περιεχόμενο προσεχούς του συγγράμματος, που σίγουρα θα έχει ανάλογη επιτυχία, με το ανά χείρας έργο του.
Τα απάνθρωπα μαρτύρια των Ελλήνων
Θα αρχίσω με τις περιγραφές του συγγραφέα, για τα φρικιαστικά, τα αιμοσταγή και τα απάνθρωπα συμβάντα, που έλαβαν χώρα σε πολλά γεωγραφικά σημεία της πατρίδας μας, στο διάστημα της γερμανικής Κατοχής. Αυτά, αναδύουν από την λήθη, με εξονυχιστικές όσο και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, τις ωμότητες των Γερμανών κατακτητών, στην Ελλάδα. Οι βαρβαρότητες αυτές, σε ευρωπαϊκό έδαφος, από εκπροσώπους λαού με κορυφαία προσφορά στις τέχνες, ξεπερνούν, σαφώς, τα όρια της επίκλησης μιας κακιάς στιγμής, και απαιτούν διερεύνηση σε βάθος, αν μη τι άλλο, για να μην επαναληφθούν.
Οι περιγραφές τής, κατ’ εξακολούθηση και όχι περιπτωσιακώς, κτηνώδους μεταχείρισης άμαχου πληθυσμού, ακόμη και βρεφών, ακόμη και αγέννητων παιδιών, δεν έρχεται απλώς σε κραυγαλέα αντίθεση με το Διεθνές Δίκαιο, αλλά εμπίπτει σαφώς και στην κατηγορία των εγκλημάτων πολέμου. Η διάπραξη αυτών των φρικαλεοτήτων, με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων να είναι στην κορυφή, δεν παραπέμπουν απλώς στην αρρωστημένη πεποίθηση, περί της δήθεν υπεροχής της Αρίας φυλής, που δήθεν επιτρέπει και δικαιολογεί περίπου τα πάντα, αλλά και στην ύπαρξη σατανικής φαντασίας που διασκεδάζει, καταστρώνοντας αλύπητους τρόπους εκτέλεσης και θανάτου συνανθρώπων τους.
Η ιστορία της ανθρωπότητας διαθέτει, δυστυχώς, σωρεία κατά μαύρων σελίδων φρίκης, ως συμπεριφορές ανθρώπου προς άνθρωπο. Ωστόσο, τα εγκλήματα, που περιγράφονται στα παραρτήματα του “Γιαβόλ” για το Δίστομο, τα Καλάβρυτα, το Ασβεστοχώρι, τις Σέρρες κ.ά., διαθέτουν επιπλέον κάποια χαρακτηριστικά, που φαίνεται να υπερβαίνουν την ανθρώπινη φρίκη. Όπως, ανάμεσα και σε άλλα, ο χορός και το γλέντι των ανθρωπόμορφων Ναζί, ανάμεσα από τα δολοφονηθέντα κορμιά, που περιλάμβαναν και βρέφη. Όπως, η εξόντωση αμάχων, που σιγοκαίγονταν σε κλειδωμένους χώρους, ως αντίποινα για το φόνο Γερμανών στρατιωτών. Όπως, η αθέτηση του στρατιωτικού λόγου, ότι αν παρουσιαστούν τα γυναικόπαιδα, που είχαν κρυφτεί, δεν θα τους συνέβαινε κακό, και αντ’ αυτού η βασανιστική θανάτωση τους μέχρι και του τελευταίου βρέφους.
Η εντελώς ενδεικτική αυτή αναφορά επιτρέπει το συμπέρασμα ότι αυτή η φρίκη που σαφώς υπερέβαινε το ανεκτό μίσος, εναντίον εχθρού, ουδόλως απέβλεπε στην εξασφάλιση ασφάλειας των κατακτητών, αλλά ήταν αντίδραση εντελώς ασύμμετρη σε σχέση με την οποιαδήποτε δοθείσα αφορμή από τους κατακτημένους. Ποια, λοιπόν, εξήγηση μπορεί να δοθεί; Ανάλογες αναλύσεις ενισχύουν την, αρκετά διαδεδομένη άποψη, ότι ο γερμανικός λαός, και όχι μόνο και αποκλειστικά οι Ναζί, κατέχονται από σύνδρομο φυλετικής υπεροχής απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους λαούς της υφηλίου. Και το σύνδρομο αυτό τους δίνει, δήθεν, το δικαίωμα εξάλειψης τού υπόλοιπου πληθυσμού της υφηλίου, με οποιονδήποτε τρόπο, διότι “δεν αξίζει να ζει”. Η ερμηνεία αυτή είναι, ενδεχομένως, υπερβολική και απαράδεκτα γενικευμένη. Ωστόσο, έχουν διασωθεί πλήθος φρικιαστικών αποδεικτικών στοιχείων και φωτογραφιών, που καταρχήν, την δικαιολογούν.
Το αποκαλυπτικό “Γιαβόλ”
Ειδικά, για την ελληνική περίπτωση, η μη λησμονιά επιβάλλεται, πριν από οτιδήποτε άλλο, από την ανάγκη σεβασμού στη μνήμη χιλιάδων δικών μας ανθρώπων, που μαρτύρησαν, από τους Ναζί, με απάνθρωπα βασανιστήρια, πριν θανατωθούν. Αλλά, και πέρα από την ανάγκη δικαίωσης των νεκρών μας, υπάρχει για μας ολοζώντανο και το σήμερα. Πως, δηλαδή, να ξεχάσουμε και να τείνουμε, έτσι απλά, χείρα φιλίας, στους Γερμανούς παρότι, εκτός από την ισοπεδωτική καταστροφή μας στην Κατοχή, κατέστρεψαν επιπλέον ανενδοίαστα την Ελλάδα και για δεύτερη φορά.
Αναφέρομαι, φυσικά, στα Μνημόνια, με τα οποία οι Γερμανοί απαίτησαν, εκτός όλων των άλλων, να εξασφαλιστούν, όχι απλώς για το ότι θα ξεπληρώσουμε το χρέος μας, αλλά και επιπλέον και κυρίως για το ότι δεν θα διανοηθούμε να απαιτήσουμε συμψηφισμό με το κατοχικό δάνειο και τις γερμανικές επανορθώσεις. Παρότι, όπως είναι γνωστό, το γερμανικό χρέος, που είναι πολλαπλάσιο του αντίστοιχου δικού μας, ακόμη και τώρα, μετά από 183 χρόνια, δεν έχει ξεχρεωθεί.
Τι να σκεφθεί κανείς; Ότι το Διεθνές Δίκαιο και τα διεθνή Δικαστήρια είναι για τους ισχυρούς της Γης και εναντίον των αδυνάτων, έτσι που να μη γίνεται καν επίκληση σε αυτά, από την Ελλάδα; Ή, ορθότερα, ότι και η δική μας απύθμενου βαθμού υποτέλεια, όπως την ξεδιπλώνω με άπειρους τρόπους, στο τελευταίο μου βιβλίο “Για την Ελλάδα που ματώνει”, ευθύνεται και αυτή πολύ σοβαρά για τη διαιώνιση της απαράδεκτης αυτής κατάστασης;
Αλλά πως δεν υπήρξε τιμωρία;
Οι Ναζί, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν τιμωρήθηκαν για τα εγκλήματά τους. Που σημαίνει ότι ουδέποτε υπήρξε συλλογική καταδίκη γι’ αυτά, αλλά αντιθέτως ηθελημένη συσκότιση και συνεχής προσπάθεια συγκάλυψης. Αν υπήρχε πραγματική μεταμέλεια, όπως συχνά ισχυρίζονται οι Γερμανοί, θα όφειλε αυτή να υλοποιηθεί, με τη μορφή σαφούς και συνεχούς καταδίκης των Ναζί, στα σχολικά βιβλία του Δημοτικού.
Να αποδειχθεί με την καταδίωξη των πρωτεργατών των ναζιστικών εγκλημάτων, σε ολόκληρη την υφήλιο, προκειμένου να δικαστούν και να καταδικαστούν. Να επικρατήσει αποκλεισμός των επιζώντων από το σύνολο των δημοσίων θέσεων, με παράλληλο στιγματισμό τους, και βέβαια, σε ότι αφορά την Ελλάδα, ως ειλικρινής προθυμία τους να επιστρέψουν το κατοχικό δάνειο, τα χρέη των επανορθώσουν και τις κλεμμένες αρχαιότητες, στην Ελλάδα.
Αλλά, όπως είναι γνωστό, και όπως μας υπενθυμίζεται με οδυνηρό τρόπο στο “Γιαβόλ” οι Ναζί δεν τιμωρήθηκαν για τα εγκλήματά τους. Αντιθέτως, όχι μόνο δεν κατέβαλαν τα αστρονομικά τους ήδη χρέη προς την Ελλάδα, αλλά και επιπλέον ουδεμία δυσκολία είχαν να τοποθετηθούν εκ νέου στις θέσεις-κλειδιά που κατείχαν πριν από τον πόλεμο, ή και να διεκδικήσουν αξιώματα, στην ρημαγμένη από τους ίδιους Ευρώπη.
Οι αναζητούμενες ερμηνείες είναι, δυστυχώς, προς πολλές κατευθύνσεις. Η πρώτη και ιδιαιτέρως σημαντική αναφέρεται στο ότι η ιδέα για τη δημιουργία της ΕΕ ανήκει στους Ναζί, και αποφασίστηκε στις παραμονές της συντριβής του Γ’ Ράιχ. Πληροφορία, που ασφαλώς εξηγεί πολλά. Πέρα από αυτήν, να προσθέσω ότι η ατιμωρησία των Ναζί χαίρει της συνεχούς, παρότι υπόγειας υποστήριξης των ΗΠΑ. Χάρη σε αυτήν εξασφαλίστηκαν τα συμφέροντα των αμερικανικών πολυεθνικών, που εξαρτιόνταν από τη Γερμανία, αλλά κυρίως μετά το πέρας του πολέμου η Γερμανία αποδείχθηκε πολύτιμη για τις ΗΠΑ, ως “φόβητρο εναντίον της Ρωσίας”.
Αυτά τα ολίγα, για την εμπλουτισμένη ανατύπωση, σε τέταρτη έκδοση, του “Γιαβόλ”. Του βιβλίου, που αποτελεί δεξαμενή σκέψης, αλλά και αναζήτησης ερμηνειών για τα συμβάντα στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον, και του οποίου η απουσία από το προσκέφαλο του καθενός μας μας κάνει φτωχότερους.