Διχαστική πόλωση και ολιγαρχική κομματοκρατία
15/04/2019Το μόνο ιδίωμα του ιστορικού ελληνισμού που αφέθηκε να σταδιοδρομήσει στο νεοελληνικό κράτος είναι ακριβώς η πολεοκεντρική ή διχαστική πόλωση. Ευλόγως, αφού σε ένα πολιτικό καθεστώς που δεν συναντάται με την κοινωνική (το κοινό συμφέρον) και περαιτέρω με την ευρύτερη εθνική (εν προκειμένω και με τον μείζονα Ελληνισμό) συλλογικότητα, που έχει δομηθεί εντέλει με όρους προσωποπαγούς δηωτικής λειτουργίας με όχημα το κράτος, η διχαστική περιχαράκωση του κοινωνικού σώματος καθίσταται απολύτως αναγκαία. Με τον τρόπο αυτό ακυρώνει τη συλλογική του εναντίωση, ή ακόμη περισσότερο το προσκυρώνει στο σκοπό της.
Η πολιτική τάξη της κομματοκρατίας γνωρίζει καλά ότι στην πόλωση και στον διχασμό ο πολίτης μεταβάλλεται σε οπαδό/πελάτη, καθώς παραιτείται από τη θεμέλια προϋπόθεση της πολιτειότητας, την ελεύθερη σκέψη και την εξίσου ελεύθερη επιλογή και τον έλεγχο των πεπραγμένων της. Για τη νομιμοποίηση αυτή της αιρετής μοναρχίας και μάλιστα της εκφυλισμένης εκδοχής της, της κομματοκρατίας, μέγιστο ρόλο θα παίξει το εγχείρημα της ενοχοποίησης της πολιτικής παιδείας της κοινωνίας, δηλαδή των κληρονομιών της.
Με άλλα λόγια, δεν αποδίδεται η αιτία του εκφυλισμού και της δυσλειτουργίας του κράτους στην ασυμβατότητά του με την θεμέλια ανθρωποκεντρική βάση του ελληνικού κόσμου, τον οποίον εξανάγκασαν βιαίως να οπισθοδρομήσει στις φεουδαλικές του καταβολές. Του προσάπτουν ότι δεν εξήλθε και αυτός της ιστορίας, όπως η Δύση με τον εκφεουδαλισμό της, για να απαιτηθεί να ακολουθήσει τον βηματισμό της μετάβασης από τη φεουδαρχία στην πρώιμη ανθρωποκεντρική εποχή.
Αυτό που όντως του χρεώνουν είναι ότι επιμένει να λειτουργεί με όρους πολιτικής ατομικότητας (η πολιτική παιδεία της δημοκρατίας), όχι μάζας (η πολιτική παιδεία της μόλις μεταδεσποτικής κοινωνίας), όπως επιτάσσει η πρώιμη αιρετή μοναρχία. Οπωσδήποτε, το γεγονός ότι ο κομματικός πατριωτισμός στην Ελλάδα δεν δίστασε να διχάσει μέχρις εμφυλίου της ελληνική χώρα, καθώς και να υποτάξει το εθνικό συμφέρον του Ελληνισμού στη διάρκεια των δύο αιώνων του νεοελληνικού κράτους, οδηγεί αβίαστα στις ιδιοτελείς προτεραιότητές του.
Μια αποτίμηση της ιστορίας του Ελληνισμού στη διάρκεια των δύο αιώνων του νεοελληνικού κράτους, οδηγεί αβιάστως στο συμπέρασμα ότι το πολιτικό κόστος της δυναστικής κομματοκρατίας και της πολεοκεντρικής του λειτουργίας, το κατέβαλε εξ ολοκλήρου σε πρώτη φάση ο μείζων Ελληνισμός. Μάλιστα, επέλεξε να τον αποδομήσει ολοκληρωτικά, άλλοτε απροσχημάτιστα με πρόσημο τον φατριαστικό πατριωτισμό, και άλλοτε με πρόσχημα την καπηλεία της «Μεγάλης Ιδέας», για να ακολουθήσει έκτοτε στην καταβολή του τιμήματος ο μείζων αντίπαλος της κομματοκρατίας, ο συμπαγής πολιτισμικά ελλαδικός Ελληνισμός.
Ολοκλήρωση της καταστροφικής πορείας
Η περίοδος που διανύει η ελληνική κοινωνία, από τη μεταπολίτευση, σημαίνει την ολοκλήρωση της καταστροφικής αυτής πορείας, την οποία ενορχήστρωσε και διαχειρίσθηκε με συνέπεια η πολιτική τάξη, σε αγαστή συνεργασία με την παρασιτική οικονομική ολιγαρχία και την ομόλογη ιντελιγκέντσια. Η εξέλιξη αυτή συμπυκνώνει την κορύφωση επιλογών που κατέτειναν στην ιδιοποίηση του πολιτικού συστήματος και του κράτους, στη νομή του δημόσιου αγαθού, στην αποδόμηση της συνοχής της κοινωνικής συλλογικότητας, στην ευθεία ενοχοποίηση της κοινωνίας και του θεμέλιου ιστορικού της βίου, με την παρασιτική και πελατειακή δόμηση της οικονομίας και της κοινωνικοπολιτικής σχέσης.
Ακόμη και στο μέσον της κρίσης που οδήγησαν τη χώρα οι δυνάμεις της ολιγαρχικής κομματοκρατίας παρατηρείται μια εμμονή στη διατήρηση των θεμελίων του πολιτικού συστήματος, του δυναστικού κράτους, αλλά και των λυμεωνικών πολιτικών του, παρά το προφανές ότι η επιλογή αυτή οδηγεί τη χώρα στην αφάνεια. Η εμμονή στη διχαστική αντιπαλότητα εξακολουθεί να προσανατολίζει την κοινωνία σε διλήμματα. Δεν θυμίζουν τα «γαλάζια» και τα «πράσινα» καφενεία, όμως λειτουργούν ομότροπα, όπως η αντίθεση «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», ή παλαιότερα το «μετρόσημο του εμφυλίου» και πριν από αυτόν το διακύβευμα της εθνικής ολοκλήρωσης.
Η εμμονή αυτή, εκτρέπει το διάλογο στο αποτέλεσμα της δηωτικής της πολιτικής, όχι όμως στην άρση της αιτίας της, που είναι εν κατακλείδι η ανατροπή της ιστορικής σχέσης μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας, κοινωνίας και πολιτικής, εντός της οποίας έζησε ο ελληνικός κόσμος, και ο συνακόλουθος εγκιβωτισμός του στο πολιτειακά ασφυκτικό περιβάλλον της ελέω θεού ή μετέπειτα της αιρετής μοναρχίας.
Η τελευταία φάση του εγχειρήματος αυτού της δηωτικής κομματοκρατίας έχει εστιάσει την προσοχή της στο εγχείρημα αφενός της «αλλαγής λαού», με μη αποκρυπτόμενο σκοπό να πληγεί η πολιτισμική ιδιοσυστασία και η συνοχή της απομείνασας ελληνικής κοινωνίας. Αφετέρου της αυτόκλητης εκχώρησης σημαντικών περιοχών εθνικού συμφέροντος, με το επιχείρημα ότι ικανοποιώντας τον εθνικισμό των γειτόνων (και των μη γειτόνων) θα κοντύνουν τον «εθνικισμό» της ελληνικής κοινωνίας.
Ο ρόλος της καθεστωτικής διανόησης
Κρίσιμος, προς την κατεύθυνση αυτή, υπήρξε ο ρόλος της καθεστωτικής διανόησης, η οποία συντάχθηκε με την ολιγαρχική κομματοκρατία και επιδόθηκε συστηματικά στη νομιμοποίησή της. Διά χειρός της θεμελιώθηκε ιδεολογικά η τελευταία πράξη του ελληνικού δράματος, με την άσκηση ενός είδους ιδεολογικής απαξίωσης ή τρομοκρατίας (όποιος αντιλέγει στην αυθεντία του ηγέτη είναι «ακροδεξιός» ή «λαϊκιστής») στην κοινωνία.
Ή ακόμη με το εγχείρημα αποξένωσης της ελληνικής κοινωνίας από τις ανθρωποκεντρικές (οικουμενικές και καθόλα δημοκρατικές της) ρίζες και συγχρόνως με την παγίδευσή της στο καθόλα αντιδραστικό εφεξής δόγμα του Διαφωτισμού. Υπό το πρίσμα αυτό, δύναται να συναγάγει κανείς αβιάστως ότι η κομματοκρατία και η συνάδουσα ομόλογη διανόηση, έχουν υπερβεί καταφανώς την αρχή ότι ο φασισμός είναι πρώτα τρόπος και μετά σύστημα.
Εν ολίγοις, η διχαστική πόλωση και η εκφυλιστική διαχείριση της πολιτικής σχέσης στην Ελλάδα, έχουν ως πρωτογενή αιτία τον εγκατεστημένο από την εποχή της βαυαροκρατίας πολεοκεντρισμό στην κεντρική πολιτική σκηνή, η οποία μεταλλάχθηκε σε δυναστική κομματοκρατία. Ως εκ της φύσεώς της η κομματοκρατία αποτελεί ξένο σώμα προς την κοινωνία των πολιτών, σε τελική ανάλυση προς την εθνική συλλογικότητα. Λειτουργεί δηωτικά επί του Ελληνισμού, ως έννοιας, ως ανθρωποκεντρικού κεκτημένου, όπως άλλωστε και στα πεδία της ιδεολογίας, της κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής ζωής.
Ο διχαστικός αυτός πολεοκεντρισμός αποτέλεσε στο πλαίσιο αυτό την σταθερά, επάνω στην οποία εδράσθηκε πολιτικά η μακροημέρευση της κομματοκρατίας και ουσιαστικά η πρωτοφανής συρρίκνωση του ελληνικού κόσμου στη διάρκεια ενός μόλις αιώνα. Κατά τούτο, διαφέρει από τον πολεοκεντρικό διχασμό του ιστορικού ελληνικού κόσμου. Εκείνος ήταν εδρασμένος στην κοσμοσυστημική του ιδιοσυστασία, ο ενδοελλαδικός εδράζεται στην αναντιστοιχία του κράτους της νεοτερικότητας προς την ανθρωποκεντρική παιδεία (πολιτική κλπ) παιδεία της ελληνικής κοινωνίας.
Από την ανωτέρω προσέγγιση του ελληνικού προβλήματος συνάγεται και η λύση. Η ανάγκη ιδίως το πολιτικό σύστημα να εναρμονισθεί με την κοινωνική συλλογικότητα, ώστε να παράγει πολιτικές κοινού συμφέροντος. Και για την εναρμόνιση αυτή, η δεοντολογία της πολιτικής, που επελέγη να ακολουθείται από την εποχή της Βαυαροκρατίας, απεδείχθη ότι δεν επαρκεί, διότι δεν υποχρεώνει τον κάτοχο της πολιτικής εξουσίας να αφουγκράζεται τις εθνικές προτεραιότητες, ή έστω το κοινωνικό συμφέρον. Το ίδιο το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας επιτάσσει να αντιπαρέρχεται ο πολιτικός επιδεικτικά την βούληση της κοινωνικής συλλογικότητας, με το ολιγαρχικό επιχείρημα ότι αυτός γνωρίζει τι είναι καλό γι’ αυτήν, όχι η ίδια.
Δεν είναι ανατάξιμο
Υπό το πρίσμα αυτό, συνάγεται ότι το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας, η αιρετή μοναρχία, δεν είναι ανατάξιμο. Αν αυτό ήταν εφικτό θα είχε συμβεί στους δύο αιώνες του εν Ελλάδι βίου του. Και τούτο διότι το πρόβλημα, σαφέστερα η αιτία του, δεν έγκειται στο ότι η ελληνική κοινωνία δεν διήλθε από τον Διαφωτισμό. Αντιθέτως, έγκειται στο ότι η ελληνική κοινωνία δέθηκε στο άρμα (στην ιδεολογία, στις αξίες, στο σύστημα, στις πολιτικές εξαρτήσεις των φορέων) του Διαφωτισμού.
Την εξέβαλαν από το φυσικό της ένδυμα (όπως το ορίζει η δημοκρατική πολιτεία στη φάση της οικουμένης) και την ενέδυσαν με εκείνο της απολυταρχικής και στη συνέχεια της αιρετής μοναρχίας, ένα ένδυμα που προσιδιάζει στο βρεφικό στάδιο της ανθρωποκεντρικής σημειολογίας του κοινωνικού ανθρώπου. Στο κλίμα αυτό, το μόνο που απέμεινε από το δημοκρατικό πολιτικό ανάπτυγμα της κοινωνίας ήταν η πολιτική ατομικότητα, την οποία εκμεταλλεύθηκε η πολιτική τάξη της κομματοκρατίας για να αποσείσει τη σχέση της με το συλλογικό υποκείμενο, να την εγκιβωτίσει στην πελατειακή μέγγενη και εντέλει να ιδιοποιηθεί δίκην σταθεράς το πολιτικό σύστημα και το κράτος.
Από την ανωτέρω συλλογιστική, συνάγεται και η λύση: αυτό που προόρισται να επαναφέρει την πολιτική σε κοινό βηματισμό με την ελληνική κοινωνία, τους εν Ελλάδι φορείς της αποδόμησης και της ασχήμιας, στην Ελλάδα του πολιτισμού, είναι μόνο η μεταβολή πολιτείας, η μετάβαση από την αιρετή μοναρχία στην αντιπροσωπευτική Πολιτεία. Μια μετάβαση που ήδη έχει αρχίσει να προβάλει ως αναγκαιότητα επίσης στις χώρες της Δύσης.