Δολοφονία Μόρο: Η υπόθεση που άλλαξε την πολιτική σκηνή στην Ιταλία
10/05/2022Στις 16 Μαρτίου 2022 συμπληρώθηκαν 44 χρόνια από την απαγωγή και στις 9 Μαΐου από τη δολοφονία Μόρο. Oι Ερυθρές Ταξιαρχίες κράτησαν όμηρο τον πρόεδρο της ιταλικής Χριστιανοδημοκρατίας 55 ημέρες, προτού τον δολοφονήσουν. Η σορός του βρέθηκε στριμωγμένη στο πορτ-μπαγκάζ ενός κόκκινου Ρενώ. Οι απαγωγείς πάρκαραν συμβολικά το αυτοκίνητο με το πτώμα στο κέντρο της Ρώμης, σε μικρή απόσταση από τα κεντρικά γραφεία του Χριστιανοδημοκρατικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος, των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της εποχής.
Τα ιταλικά ΜΜΕ έχουν ασχοληθεί με την υπόθεση όλες αυτές τις δεκαετίες με δεκάδες άρθρα, αναλύσεις, αναπαραστάσεις και μαρτυρίες. Η αντιμετώπιση, όμως, που κυριάρχησε έβαζε διακριτικά στο περιθώριο την ιστορική διάσταση της μεγαλύτερης πολιτικής δολοφονίας στη μεταπολεμική Ιταλία. Προέβαλαν ένα κινδυνολογικό σενάριο, σύμφωνα με το οποίο οι απειλές εναντίον της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας παραμένουν υπαρκτές και επίκαιρες.
Οι Ιταλοί αρθρογράφοι στήριξαν την μάλλον εξωπραγματική θέση τους, επικαλούμενοι κάποια ασήμαντα γεγονότα: ένα από αυτά είναι ότι πριν λίγα χρόνια στη Ρώμη άγνωστοι έγραψαν συνθήματα υπέρ των Ερυθρών Ταξιαρχιών στη μαρμάρινη πλάκα της οδού Φάνι, που μνημονεύει τους πέντε δολοφονημένους αστυνομικούς της φρουράς του Άλντο Μόρο.
Η Μπάρμπαρα Μπαλτζεράνι, παλαίμαχο ηγετικό στέλεχος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, που συμμετείχε στην “επιχείρηση Μόρο”, είχε σχολιάσει το γεγονός κατά την παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου της σε αντιεξουσιαστικό στέκι στη Φλωρεντία: ο «ανόητος βανδαλισμός δίνει επιπρόσθετα επιχειρήματα σε όσους αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της ιταλικής τρομοκρατίας μόνον από την οπτική των θυμάτων, αγνοώντας την ιστορική αλλά και πολιτική διάσταση του φαινομένου». Είπε μια αλήθεια, αλλά το γεγονός και μόνο ότι μια πρώην τρομοκράτισσα εξέφρασε δημόσια την άποψή της θεωρήθηκε «απειλή για τη δημοκρατία».
Το τραύμα δεν έχει επουλωθεί
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η πριν τέσσερα χρόνια η 40η επέτειος από τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης έδειξε με ξεκάθαρο τρόπο ότι οι τέσσερις δεκαετίες δεν είναι αρκετές για να επουλωθεί το τραύμα της απαγωγής και της δολοφονίας του Μόρο. Η υπόθεση Μόρο ακόμα και σήμερα δημιουργεί νευρικότητα και αμηχανία, σαν να συνέβη χθες. Κι αυτό αφορά και τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές: τους θεσμούς και τα μέσα ενημέρωσης που αναφέρονται σε αυτούς, αλλά και τα πρώην μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών.
Η υπόθεση Μόρο, με άλλα λόγια, παραμένει ακανθώδης και αυτό δεν οφείλεται βεβαίως στην κατασκευασμένη “επικαιρότητα”, λόγω κάποιας ανύπαρκτης τρομοκρατίας. Τα αίτια είναι βαθύτερα και αφορούν τη γενικότερη πορεία της ιταλικής πολιτικής μετά την απαγωγή και τη δολοφονία του χριστιανοδημοκράτη ηγέτη. Όταν η υπόθεση Μόρο ξεφεύγει από τη ρητορεία και τις σχηματικές αναπαραστάσεις, αμέσως αποκαλύπτεται ένα ανατριχιαστικό σκηνικό που δεν βολεύει κανέναν. Ούτε την τότε πολιτική ηγεσία, ούτε τους τότε “μαχόμενους επαναστάτες κομμουνιστές” απαγωγείς.
Ας κάνουμε μια πολύ σύντομη αναφορά στα αξεδιάλυτα ακόμη μυστήρια της υπόθεσης, στα οποία δεν κατάφεραν να ρίξουν φως πέντε δίκες και δύο κοινοβουλευτικές Επιτροπές Έρευνας. Δεν υπάρχει βεβαιότητα ούτε για τα στοιχειώδη: πόσοι και ποιοι ερυθροταξιαρχίτες πήραν μέρος στην ενέδρα στην οδό Φάνι, πώς διέφυγαν με τον όμηρο, πού παρέμεινε φυλακισμένος ο Μόρο και πού ακριβώς δολοφονήθηκε.
Αποφεύγω να αναφέρω τον χορό που στήθηκε εκείνες τις 55 ημέρες με απεσταλμένους του Λευκού Οίκου, εξακριβωμένους πράκτορες της KGB, άλλους “μυστηριώδεις μεσάζοντες” (όπως τους αποκάλεσαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες σε προκήρυξή τους), τους επώνυμους ιεράρχες του Βατικανού, μασόνους της μυστικής μασονικής Στοάς P2, νονούς της Μαφίας και ποιος ξέρει με πόσους άλλους, προκειμένου η υπόθεση να έχει την επιθυμητή (για τον καθένα εξ αυτών) έκβαση.
“Το αίμα μου θα πέσει…”
«Το αίμα μου θα πέσει επάνω στην ηγεσία της Χριστιανοδημοκρατίας», έγραψε ο όμηρος Μόρο στη σύζυγό του λίγο προτού τον δολοφονήσουν. Δέκα χρόνια αργότερα, πολλοί θυμήθηκαν την επιστολή αυτή: στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τότε που η Χριστιανοδημοκρατία, μετά πενήντα χρόνια αδιάκοπης παρουσίας στην κυβέρνηση, διαλύθηκε οριστικά.
Σε εκείνες τις δραματικές 55 ημέρες ο Μόρο έδωσε τη μάχη της ζωής του: επεξεργαζόταν αδιάκοπα την πιθανή πολιτική διέξοδο από την κατάσταση που είχε δημιουργήσει η απαγωγή του. Αναγνώρισε τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ως αντίπαλο και υπέθεσε την ένταξή τους στο πολιτικό σύστημα, υπερασπίστηκε μέχρι τέλους την επιλογή του να εντάξει το Κομμουνιστικό Κόμμα στην κυβερνητική πλειοψηφία και ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικός αναφορικά με τα μικρά και μεγάλα σκάνδαλα της Χριστιανοδημοκρατίας.
Η μεγαλύτερη προσπάθειά του, όμως, ήταν να πείσει τους τρομοκράτες, αλλά περισσότερο την παράταξή του, ότι η δολοφονία του θα ήταν καταστροφική από πολιτική άποψη για όλους. Αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσε να επιβιώσει το κόμμα του αν δεν έκανε τίποτα για να απελευθερώσει τον πρόεδρό του. Και είχε προβλέψει ότι, χωρίς αυτόν, το πείραμα της ένταξης των κομμουνιστών στην πλειοψηφία θα είχε άδοξο τέλος. Επεξεργάστηκε και πρότεινε στους χριστιανοδημοκράτες Αντρεότι (πρωθυπουργό), Κοσίγκα (υπουργό Εσωτερικών) και Τζακανίνι (γραμματέα του κόμματος) χίλιους δυο τρόπους για να βγουν από το αδιέξοδο: ανταλλαγή φυλακισμένων, διαμεσολάβηση των Παλαιστινίων, μονομερή αποφυλάκιση βαριά ασθενών τρομοκρατών και πολλά άλλα. Όλα μάταια.
Η “γεωμετρική ισχύς”
Όσο για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, με την απαγωγή είχαν αποδείξει τη «γεωμετρική ισχύ τους», σύμφωνα με τη διαβόητη φράση ενός ηγέτη της Εργατικής Αυτονομίας. Είχαν, δηλαδή, αποδείξει τις οργανωτικές ικανότητές τους, την αποφασιστικότητα και το θάρρος τους. Σύντομα, πάντως, έγινε εμφανές ότι δεν ήταν σε θέση να χειριστούν μια επιχείρηση τέτοιων διαστάσεων: η πολιτική παιδεία τους δεν πήγαινε πέρα από επιφανειακές αναγνώσεις ακροαριστερών φυλλαδίων.
Πολλά χρόνια μετά, ο Μάριο Μορέτι, τότε ηγέτης της οργάνωσης και ο μόνος που συνομιλούσε με τον όμηρο, ρωτήθηκε από δύο φίλα προσκείμενες δημοσιογράφους για ποιον λόγο “του διέφυγε” η αποκάλυψη του Μόρο για την ύπαρξη του νατοϊκού δικτύου Stay Behind, πιο γνωστού ως “Γκλάντιο” (στην Ελλάδα “Κόκκινη Προβιά”). Ο Μορέτι τούς είπε ότι από τις απαντήσεις και τα γραπτά του Μόρο κατά τη διάρκεια της ομηρείας «δεν καταλάβαινε τίποτα».
Το μόνο που κατάλαβε –σύμφωνα με τα λεγόμενά του– ήταν ότι το σχέδιό τους είχε καταρρεύσει ήδη από την πρώτη μέρα. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες περίμεναν τη φαντασιακή εξέγερση της εργατικής τάξης ενάντια στις «ρεφορμιστικές ύαινες» του Κομμουνιστικού Κόμματος. Συνέβη, αντίθετα, την ίδια μέρα της πολύνεκρης απαγωγής οι πλατείες της Ιταλίας να γεμίσουν με εργαζόμενους εναντίον των τρομοκρατών.
Οι Ερυθροταξιαρχίτες, που θεωρούσαν τον Μόρο αντίπαλο, καθ’ ότι ήταν η “καρδιά του κράτους”, ανακάλυψαν έναν ικανό πολιτικό ηγέτη. Διαβάζοντας τα κείμενα που έγραψε κατά τη διάρκεια της απαγωγής του, προκύπτει ότι απαντούσε στις ερωτήσεις τους, τις οποίες δεν γνωρίζουμε, με πολιτικούς όρους, προσπαθώντας να εξηγήσει τη λειτουργία αυτού του κράτους, χωρίς “καρδιά” ή “εγκέφαλο”. Μάταια. Ακόμη κι αν είχαν καταλάβει τι τους έλεγε ο Μόρο, ακόμα κι αν είχαν κατανοήσει ότι έκαναν φανερό πόσο ευάλωτη ήταν η κυβερνητική συμμαχία χριστιανοδημοκρατών και κομμουνιστών, η συγκεκριμένη “νίκη” των Ερυθρών Ταξιαρχιών ήταν για την ένοπλη οργάνωση πολιτικά αδιάφορη. Προσδοκία τους ήταν η έφοδος των μαζών στα “Χειμερινά Ανάκτορα”!
“Ο πόλεμος τελείωσε”
Δεν είναι σαφές για ποιον λόγο ο Μορέτι κατέληξε στην απόφαση να πυροβολήσει τον Μόρο. Ο ίδιος αρνήθηκε να εμφανιστεί στις κοινοβουλευτικές Επιτροπές Έρευνας και να καταθέσει στις δίκες. Οι μόνες εξηγήσεις που έδωσε βρίσκονται στο βιβλίο του για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες “Μια ιταλική υπόθεση”. Για τη δολοφονία του Μόρο οι εξηγήσεις του είναι παιδαριώδεις: «Αν δεν εκτελούσαμε τον όμηρο, θα κλείναμε το κεφάλαιο των Ερυθρών Ταξιαρχιών, θα αναγνωρίζαμε την αποτυχία της στρατηγικής μας και θα διαλύαμε την οργάνωση».
Ακριβώς αυτό, όμως, συνέβη μετά τη δολοφονία, όταν έγινε σαφής η οριστική χρεωκοπία όχι μόνον της επιχείρησης Μόρο αλλά του συνόλου της εξεγερσιακής στρατηγικής των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Η πρώτη διάσπαση επήλθε ήδη κατά τη διάρκεια της απαγωγής από όσους διαφωνούσαν με την εκτέλεση. Ακολούθησαν αμέτρητες άλλες. Μόλις τρία χρόνια αργότερα θα εμφανιστούν οι πρώτοι “ανανήψαντες”, ενώ άλλα μέλη θα εγκαταλείψουν τα όπλα. Ώσπου το 1987, ο Μορέτι μαζί με τον Ρενάτο Κούρτσο, τον συνιδρυτή της οργάνωσης, παραδέχθηκαν δημοσίως την ήττα τους από τη φυλακή, με τη δήλωση «ο πόλεμος τελείωσε».
Ήταν η πρώτη και η τελευταία κοινή εμφάνισή τους. Ο Κούρτσο εξέτισε την ποινή του, 25 χρόνια στη φυλακή έως και την τελευταία ημέρα, χωρίς να έχει βάψει τα χέρια του με αίμα. Ο Μορέτι, που καταδικάστηκε σε έξι φορές ισόβια και παρέμεινε έγκλειστος μόλις 16 χρόνια, από το 1997 είναι δημόσιος υπάλληλος – εργάζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας στην Περιφέρεια της Λομβαρδίας ως διευθυντής Πληροφορικής! Τη νύχτα επιστρέφει στο κελί του…