Δοσίλογοι και αντίσταση στην Ελλάδα
17/11/2021Η σχέση Ελλάδος και Γερμανίας αρχίζει μετά την δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια (1831). Οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), εκτιμώντας ότι η αναρχία που επικρατούσε στην Ελλάδα απειλούσε και την ειρήνη των ευρωπαϊκών κρατών παρέδωσαν το 1833, την εξουσία του νεοπαγούς κράτους στον Όθωνα (γιο του Λουδοβίκου, βασιλιά της Βαυαρίας). Ταυτόχρονα, τον προικοδότησαν με νέο δάνειο ύψους 60.000.0000 χρυσών φράγκων.
Έκτοτε, η σχέση της Ελλάδας-Γερμανίας ήταν μια σχέση αγάπης-μίσους, παρεμβατισμών, ελέγχου, τιμωριών, καταστροφών (εις βάρος της Ελλάδος), φιλίας και στήριξης, εχθρότητας. Μιας κατάστασης που μας παραπέμπει στην εικόνα κακιάς μητριάς. Στο παρόν κείμενο θα εξετάσουμε την συμπεριφορά Ελλήνων πολιτικών προς την μητριά “προστάτιδα” και δη κατά την διάρκεια της Κατοχής, καθόσον είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα που μας παραπέμπει ακόμη και στην περίοδο των επαίσχυντων Μνημονίων, που όπως αποκαλύφθηκε επιβλήθηκαν από την κυριαρχούσα, στην Ευρώπη, Γερμανία.
Ο Βίντκουν Κουίσλινγκ (Vidkun Abraham Lauritz Jonssøn Quisling), (1887 –1945) ήταν Νορβηγός αξιωματικός και πολιτικός φασιστικών πεποιθήσεων. Κατά την εκστρατεία της γερμανικής εισβολής στη Νορβηγία, τον Απρίλιο του 1940, υποστήριξε τους Ναζί και, ως ανταμοιβή, διορίστηκε πρωθυπουργός στην κατεχόμενη Νορβηγία, από τον Φεβρουάριο του 1942 μέχρι τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όσο η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Γιόχαν Νύγκαρντσβολντ ήταν εξόριστη στο Λονδίνο. Ως πρωθυπουργός δεν ήταν καθόλου αγαπητός στους Νορβηγούς, οι οποίοι τον θεωρούσαν προδότη και συνεργάτη των δυνάμεων κατοχής στη χώρα τους.
Με το τέλος του πολέμου και την επάνοδο της νόμιμης Κυβέρνησης, ο Κουίσλιγκ συνελήφθη και δικάστηκε για εσχάτη προδοσία. Εκτελέστηκε από απόσπασμα στις 24 Οκτωβρίου 1945. Το επώνυμό του χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες (και στην ελληνική) για να δηλώσει προδότες, συχνά δωσίλογους, εξ ου και η αναφορά του. Και τούτο γιατί είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ιδιαίτερα σήμερα την ιστορία μας, ειδικότερα την γερμανική κατοχή και την στάση που κράτησε τότε ένα μεγάλο τμήμα, στην κυριολεξία η πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού και μεγάλος μέρος του αστικού κόσμου της Ελλάδος (1941-1944).
Οι Έλληνες Κουίσλιγκ
Ήταν αυτοί που ο ελληνικός λαός, αλλά και η ιστορία ονόμασε “Κουίσλινγκ”, οι πολιτικοί της πατρίδας μας που τότε επέλεξαν την ανοιχτή συνεργασία με τους κατακτητές, σχηματίζοντας μάλιστα τρεις κατοχικές κυβερνήσεις. Πρόκειται για τις κυβερνήσεις του στρατηγού Γεώργιου Τσολάκογλου, του Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου και του Ιωάννη Ράλλη. Οι τρεις αυτή “πρωθυπουργοί” δεν εκτελέστηκαν μεταπολεμικά, όπως συνέβη με τον Κουίσλινγκ, λόγω της μεγαλοψυχίας του Στρατάρχη Παπάγου.
Οι δωσιλογικές αυτές κυβερνήσεις, σε πλήρη και αγαστή συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις της πατρίδας οργάνωσαν φασιστικούς σχηματισμούς, δημιούργησαν τα περίφημα “Τάγματα Ασφαλείας” και συνέχισαν την λειτουργία της Αστυνομίας Πόλεων, της Χωροφυλακής και της Ειδικής Ασφάλειας, στην οποία μάλιστα βασανίζονταν σε καθημερινή βάση αντιστασιακοί αγωνιστές, όπως η Ηλέκτρα Αποστόλου και η πιο γνωστή Λέλα Καραγιάννη.
Τώρα αν κάποιος διερωτηθεί ποιος ο σκοπός και ποιους υπηρετούσε η Αστυνομία και η Χωροφυλακή, η απάντηση είναι απλή και εύκολη: Φυσικά τους κατακτητές της πατρίδας, καθόσον τα κατοχικά στρατεύματα μπορούσαν όχι μόνο να αυτοπροστατευθούν, αλλά και να προβούν σε πράξεις τιμωρίας και αντεκδίκησης, με φοβερές και ομαδικές σφαγές αθώων Ελλήνων.
Τα παραδείγματα των ομαδικών σφαγών είναι τόσα πολλά που δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ονόματα χωριών, όπως το Δίστομο, τα Καλάβρυτα, στις Λυγκιάδες Ιωαννίνων, το όχι τόσο γνωστό Κομμένο Άρτας (τόπος καταγωγής μου) με 317 εκτελεσθέντες ακόμη μικρά παιδιά και βρέφη και τόσα άλλα χωριά και κωμοπόλεις της πατρίδας, που γνώρισαν την γερμανική ιδιαίτερα θηριωδία και εκδίκηση, καθόσον είναι γνωστά σε όλους και έχουν καταγραφεί και καταδικαστεί από την ιστορία.
Η κατάσταση που βιώνουμε σήμερα, μας αναγκάζει να επαναφέρουμε στη μνήμη ιστορικά γεγονότα με τη δράση και τη στάση των τριών κατοχικών κυβερνήσεων και την συνεργασία τους με τους Γερμανούς. Στην πραγματικότητα δεν ήταν αμέτοχες για όσα γίνονταν εις βάρος του ελληνικού λαού, αλλά υπεύθυνες και συνένοχες όπως ακριβώς και οι σύγχρονες ελληνικές κυβερνήσεις που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, με σκοπό “δήθεν” για να σώσουν τον ελληνικό λαό. Και εδώ θα αναφερθούμε σε γεγονότα που αφορούν το πολιτικό προσωπικό της χώρας, που δεν είναι και τόσο γνωστά στους πολλούς και μετά σκεφθείτε, συγκρίνετε και κάντε τους συνειρμούς με τον σημερινό οικονομικό εφιάλτη που ακόμη βιώνουμε.
Η στάση του πολιτικού κόσμου
Μετά την κατάληψη της Ελλάδος από τα γερμανικά και ιταλικά στρατεύματα σχηματίστηκε με εντολή των Γερμανών η πρώτη κατοχική κυβέρνηση υπό τον δωσίλογο Τσολάκογλου (σκόπιμα δεν χρησιμοποιώ τον τιμητικό τίτλο του στρατηγού), που τόλμησε και έστειλε ακόμη και τον Αρχιστράτηγο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, τον Στρατάρχη Παπάγο, με δική του μάλιστα υπογραφή, στο στρατόπεδο του Νταχάου.
Μάλιστα, οι περισσότεροι κοινοβουλευτικοί ήταν έτοιμοι να συνεργαστούν με τις κατοχικές δυνάμεις της πατρίδας και θα το έκαναν αν δεν υπήρχαν οι Άγγλοι και η διορατικότητα του Τσώρτσιλ που το απέτρεψε, καθόσον βλέποντας πολύ μπροστά, ήθελε να “διασώσει” το ελληνικό-συντηρητικό πολιτικό σύστημα και κατεστημένο από την προδοσία και την ταπείνωση, ώστε να έχει η βρετανική πολιτική κοινοβουλευτικά στηρίγματα μετά τον πόλεμο (όπως και έγινε τελικά, ώστε η Ελλάδα να βρεθεί υπό βρετανική επιρροή).
Για να αντιληφθούμε τι έγινε και ποια η στάση που επέδειξαν, ας δούμε τι έγραφαν οι αθηναϊκές εφημερίδες της 8ης Μαΐου του 1941, λίγες μόνο ημέρες μετά την κατάρρευση του μετώπου και τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τσολάκογλου: «Ο πρωθυπουργός κ. Τσολάκογλου εδέχθη χθες τους πολιτικούς ηγέτες της χώρας, κ. κ. Πάγκαλον, Γονατάν, Οθωναίον, Κ. Τσαλδάρην, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλον, Β.Δηλιγιάννην, Γ. Πεσματζόγλου, Γ. Μερκούρην, Βελέτζαν και Περ. Ράλλην. Μετά τας συνομιλίας εδόθη εις τον Τύπον η κάτωθι επίσημος ανακοίνωσις: ‘Ο κ. Πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της κυβερνήσεως. Πάντες ανεγνώρισαν ότι η κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς.
Επίσης πάντες ανεγνώρισαν το σφάλμα του εκπεσόντος καθεστώτος να κηρύξει τον πόλεμον κατά της Γερμανίας και διακήρυξαν το χάσμα, το οποίον χωρίζει την Ελλάδα από την κυβέρνησιν των εν Κρήτη εγκατασταθέντων φυγάδων. Πολλοί εξ αυτών εξεδήλωσαν τον ζωηρόν αποτροπιασμόν των, διότι οι φυγάδες ούτοι δεν συνεταύτισαν τας τύχας των με τον Ελληνικόν λαόν, τον οποίον εκτός της συμφοράς του πολέμου, απεγύμνωσαν δια της αφαιρέσεως του Δημοσίου Χρήματος» (Κομνηνού Πυρομάγλου, “Ο Γεώργιος Καρτάλης και η εποχή του”, εκδόσεις “Ιστορική Έρευνα”, σελ. 136-137).
Ακόμη και ο Πλαστήρας
Ακόμη και ο στρατηγός Πλαστήρας, ο “Μαύρος Καβαλάρης” και ήρωας κατά τις επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία, καλούσε τον λαό με επιστολή του να συνεργαστεί με τους κατακτητές της πατρίδος! Συγκεκριμένα έγραφε: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό θα πρέπει να γίνει και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνο μήνας με τελείαν ήτταν του Άξονος (όπερ απίθανον)» (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14 Σεπτέμβρη 1998).
Βέβαια, εδώ θα πρέπει να μνημονεύσουμε την μετέπειτα πολιτική στάση κάποιων εκ των προαναφερθέντων, οι οποίοι αργότερα αναθεώρησαν την στάση των και διαχώρισαν την θέση των και βρέθηκαν στην Εθνική Αντίσταση, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο στρατηγός Πλαστήρας, που ανέλαβε την πολιτική ηγεσία του ΕΔΕΣ.
Όλα τα παραπάνω, που είναι εξόχως αποκαλυπτικά της στάσης και της συμπεριφοράς του πολιτικού κόσμου της Ελλάδος κατά την κατάληψη της από τα στρατεύματα του άξονα το 1941. Ταυτόχρονα, τα γεγονότα αυτά αποτελούν και ένα ισχυρό σοκ που προκύπτει από τη στάση και τις αντιλήψεις των εν λόγω προσώπων, όταν αποκαλούσαν την επίσημη κυβέρνησηπου κατέφυγε προσωρινά στην Κρήτη και μετά στην Μέση Ανατολή ως “φυγάδες”.
Επίσης σοκαριστικό ήταν όταν σε αυτή τη λεγόμενη και “κυβέρνηση του Καΐρου” καταλόγιζαν ευθύνες για την «κήρυξη του πολέμου κατά της Γερμανίας», όπως αποκαλούσαν την ιταμή γερμανοϊταλική επίθεση κατά της Ελλάδας, ενώ καλούσαν τον ελληνικό λαό να στηρίξει την κυβέρνηση των δωσίλογων, άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς.
Η Αντίσταση
Ενώ η ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου, αυτή που οι δωσίλογοι αποκαλούσαν “φυγάδες” ήταν σχεδόν αποκομμένη από τη χώρα, οι υπόδουλοι Έλληνες άρχισαν να αναζητούν τρόπους αντίστασης στον κατακτητή. Η πάλη για την επιβίωση του λαού ήταν ήδη μια πρώτη αυθόρμητη αντιστασιακή πράξη. Τα λαϊκά συσσίτια, που άρχισαν να λειτουργούν με την πρωτοβουλία των πιο δραστήριων στοιχείων των διαφόρων επαγγελματικών οργανώσεων και συλλόγων των εργαζομένων αποτέλεσαν την πρώτη νίκη που απόσπασε ο Ελληνικός λαός από τους κατακτητές.
Η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση “Ελευθερία” ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη (ήταν και πρώτη στην Ευρώπη επίσης), στις 15 Μαΐου 1941, περίπου ένα μήνα μετά την κατάληψη της πόλης από τα γερμανικά στρατεύματα. Εντυπωσιακό ράπισμα στα στρατεύματα κατοχής δόθηκε με το κατέβασμα της ναζιστικής σημαίας από την Ακρόπολη. Τη νύχτα της 30ης Μαΐου 1941 δύο νέοι φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος της Ανώτατης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών και ο Απόστολος Σάντας της Νομικής, εκφραστές της ψυχικής διάθεσης του ελληνικού λαού, σκαρφαλώνουν στον Ιερό Βράχο από τη βορειοδυτική πλευρά και χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τη γερμανική φρουρά, πλησιάζουν τον ιστό και κατεβάζουν τη σβάστικα.
Σιγά σιγά η αντίσταση του λαού κατά των κατακτητών άρχισε να απλώνεται και να οργανώνεται. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1941 ανακοινώθηκε η ίδρυση του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ). Την πολιτική ηγεσία του ΕΔΕΣ διεύθυνε ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας (ευτυχώς ανένηψε γρήγορα), ενώ στρατιωτικός αρχηγός του ανέλαβε ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 ιδρύθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) με την συνεργασία των κομμάτων Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας, Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος.
Τον Οκτώβριο του 1942 ιδρύθηκε η οργάνωση Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση. Άλλες αντιστασιακές ομάδες που αναγνωρίζονται επίσημα από το ελληνικό κράτος είναι η Εθνική Αλληλεγγύη, η Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζόμενων Νέων (ΠΕΑΝ), η Εθνική Δημοκρατική Ένωση Ελληνοπάιδων (ΕΔΕΕ), τα ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ, η Έφεδρων Αξιωματικών Πατριωτική Οργάνωση (ΕΑΠΟ), η Ιερή Ταξιαρχία και η Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ).
Άλλες οργανώσεις υπήρξαν επίσης η Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας, το Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας, η οργάνωση Μπουμπουλίνα, ο ΕΣΕΑ (Ένωσις Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνος) και η ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωση). Περισσότερο μαζική από τις αντιστασιακές οργανώσεις κατάφερε να γίνει το ΕΑΜ.
Ομοιότητες με σήμερα
Η Εθνική Αντίσταση κατά την περίοδο της Κατοχής οργανώθηκε και αναπτύχθηκε έγκαιρα, δυναμικά και εντυπωσιακά από τον ελληνικό λαό. Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή διαπιστώνουμε την πληθώρα των αντιστασιακών οργανώσεων, όλων των πολιτικών αποχρώσεων που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την τριπλή κατοχή (Γερμανική, Ιταλική και Βουλγαρική στην Μακεδονία), δείγμα της θέλησης του ελληνικού λαού για αντίσταση.
Σήμερα η κατάσταση συνεχίζει να είναι ακόμη δραματική για τον λαό μετά από τρία Μνημόνια, όπου για χρόνια οι αποφάσεις δεν λαμβάνονταν στην Αθήνα από την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση, αλλά στο Βερολίνο, από το εκεί Διευθυντήριο, όπως και τότε. Που ήταν η αντίδραση και η αντίστασή του σε αυτά που μας επέβαλε η γερμανική ηγεμονία; Τι συνέβη σε αυτόν τον υπερήφανο και “απείθαρχο”, ανυπότακτο λαό, που επελέγη να είναι το (οικονομικό) πειραματόζωο της Ευρώπης και δεν αντέδρασε στην επιβαλλόμενη οικονομική εξαθλίωση, που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας;
Η χώρα ουσιαστικά ξεπουλήθηκε και η εθνική περιουσία έχει μπει ενέχυρο στους δανειστές μας. Και το χειρότερο όλων είναι η φυγή των Ελλήνων (τα καλύτερα μυαλά) στο εξωτερικό, για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Εκτιμάται ότι είναι περίπου 500.000, που σημαίνει ότι έχουν χαθεί δύο γενιές Ελλήνων. Αν συνδυαστεί και με το μείζων εθνικό μας ζήτημα το δημογραφικό και την επερχόμενη δημογραφική συρρίκνωση της πατρίδας, τότε θα πρέπει να μιλάμε για εθνική καταστροφή, χειρότερη της Μικρασιατικής καταστροφής, στα όρια ενδεχομένως ενός μελλοντικού μας εθνικού αφανισμού.