Έλληνες γαρ εσμέν – Ομολογία Ελληνικότητας
20/04/2021Ο εθνικός προσδιορισμός ή αυτοπροσδιορισμός συνιστά ένα μείζον πρόβλημα. Κι αυτό γιατί υπάρχουν διαφορετικές αξιολογήσεις ως προς το κυρίαρχο ή κυρίαρχα στοιχεία που συνθέτουν την εθνική ταυτότητα ενός ατόμου ή λαού. Οι ιστορικοί και ιστοριογράφοι προβάλλουν εμφαντικά εκείνα τα στοιχεία που λειτουργούν ως συνεκτικός ιστός μεταξύ των κατοίκων μιας χώρας ή ενός έθνους και εξασφαλίζουν την στοιχειώδη ομοιογένεια, όπως: Γλώσσα, καταγωγή…
- «Οι Έλληνες την ίδια γλώσσα πάντοτε χρησιμοποιούν» (Ηρόδοτος).
- «Και ονομάστηκαν Έλληνες αυτοί που πριν ονομάζονταν Γραικοί». (Πάριον Μάρμαρο).
- «Ο ίδιος μεν, λοιπόν, από μόνος του ονόμασε Έλληνες αυτούς που καλούνταν Γραικοί».(Απολλόδωρος).
Κάποιοι άλλοι, ωστόσο, προβάλλουν εμφαντικά τη θρησκεία ή την παιδεία ως βίωμα, ως πυρηνικών στοιχείων της εθνικής ταυτότητας. Δεν λείπουν, βέβαια, κι εκείνοι που αρέσκονται να αυτο-προσδιορίζονται εθνικά από το όνομα ενός ήρωα ή θεού που θεωρείται και ως εθνικός τους γεννήτορας.
Ο Ηρόδοτος και ο Ισοκράτης με το δικό τους τρόπο πρόβαλαν τα στοιχεία που συνθέτουν το υπόβαθρο της εθνικής-ελληνικής ταυτότητας: «Έλληνες είναι όσοι έχουν την ίδια καταγωγή, την ίδια γλώσσα, θρησκεία και ήθη ή έθιμα» (ελεύθερη μετάφραση, Ηρόδοτος, Ουρανία) και «περισσότερον καλούνται Έλληνες όσοι έχουν τη δική μας παιδεία παρά ότι έχουν κοινή καταγωγή», (ελεύθερη μετάφραση, Ισοκράτης, Πανηγυρικός).
Ποιοι θεωρούνται Έλληνες
Ποιοι θεωρούνται Έλληνες: Προκειμένου για τον εννοιολογικό προσδιορισμό της ελληνικής εθνικής ταυτότητας τα κριτήρια αλλάζουν, ανάλογα με τις ιστορικές και παγκόσμιες συνθήκες περί δικαίου, δικαιωμάτων του ανθρώπου και κυρίως του δικαιώματος του εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Ενδεικτική είναι η περίπτωση των πρώτων ελληνικών συνταγμάτων κατά την επανάσταση του 1821.
Στο πρώτο ελληνικό σύνταγμα της Επιδαύρου (1822) ως Έλληνες θεωρούνται «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν». Η έννοια του αυτόχθονα και του χριστιανού αποτελούν τον αναγκαίο όρο της ελληνικότητας. Στο σύνταγμα του Άστρους (1823) προστίθεται μία νέα διάταξη για όσους θα έλθουν από το εξωτερικό.
Αυτοί μπορούσαν να γίνουν ή να θεωρηθούν Έλληνες, εφόσον έχουν ή αποκτήσουν «πάτριον την Ελληνικήν φωνήν». Με τη νέα διάταξη η γλώσσα προστίθεται ως αναγκαία συνθήκη για την ελληνικότητα κάποιου. Τα νεότερα νεοελληνικά συντάγματα εισάγουν νέες προϋποθέσεις προσαρμοσμένες στις νέες αρχές δικαίου και ηθικής περί αυτοπροσδιορισμού. Εξάλλου οι σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες επιβάλλουν νέους όρους που καθιστούν τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό μία δύσκολη υπόθεση.
Η ελληνικότητα ως στοιχείο ταυτότητας
Με βάση όλα τα παραπάνω θα ήταν ωφέλιμη και εθνικά ενδιαφέρουσα μία αναδρομή σε ομολογίες και συμπεριφορές ατόμων και λαών που ένιωσαν την ανάγκη να προβάλλουν την εθνική τους ταυτότητα ως στοιχείο προσδιοριστικό της ύπαρξής τους. Επειδή οι περιπτώσεις είναι πολλές, είναι αναγκαία μία επιλογή που ίσως αδικήσει κάποιες άλλες αξιόλογες ομολογίες ή συμπεριφορές. Οι αναφορές θα εστιαστούν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας.
“Ίτε παίδες” Οι Αθηναίοι μετά την μάχη του Μαραθώνα (490π.Χ.) εναντίον των Περσών ένιωσαν την ανάγκη να διακηρύξουν στο επίγραμμα ότι πολέμησαν για όλους τους Έλληνες, υπερβαίνοντας τον “Αθηναϊκό εθνικισμό”. Ήταν μία ιστορική νίκη που αποτυπώθηκε στο γνωστό επίγραμμα, προβάλλοντας εμφαντικά το μέγεθος της νίκης και ιδιαίτερα το στόχο που δεν ήταν άλλος από την ελευθερία.
«Υπέρ των Ελλήνων οι Αθηναίοι μαχόμενοι στον Μαραθώνα συνέτριψαν τη δύναμη των χρυσοφόρων Μήδων.» Ωστόσο εκείνο που αναδεικνύει την ελληνικότητα των αρχαίων Ελλήνων, που υπερέβαινε τον διαχωρισμό σε πόλεις–κράτη, ήταν ο στίχος του Αισχύλου στο έργο του “Πέρσες”. Εκεί τονίζεται με συναισθηματικό και προτρεπτικό τρόπο το κάλεσμα προς όλους τους Έλληνες για αγώνα ενάντια στο δεσποτισμό των Περσών.
Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ο τραγικός ποιητής με το στίχο-σάλπισμα αίρεται πάνω από τους τεχνητούς διαχωρισμούς των πόλεων-κρατών και καλεί όλους τους Έλληνες σε έναν “υπέρ πάντων” αγώνα. Είναι η κορυφαία στιγμή της αρχαίας Ελλάδας, που έδωσε περιεχόμενο στην έννοια και βίωμα της ελληνικότητας. «Εμπρός των Ελλήνων παιδιά, να ελευθερώσετε πατρίδα, τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας να ελευθερώσετε τα ιερά και των προγόνων τους τάφους. Τώρα είναι ο αγώνας για όλα».
Η σύγκρουση Ελληνισμού και Χριστιανισμού
Οι στίχοι αυτοί έγιναν σύνθημα και επαναλαμβάνονται κάθε φορά όταν ο αγώνας είναι επιβεβλημένος για την ατομική μας αξιοπρέπεια και την εθνική ελευθερία. Στο Βυζάντιο επειδή η έννοια Έλληνας και Ελλάδα κατέστησαν συνώνυμα του Εθνικός, Παγανιστής και Ειδωλολάτρης, απουσιάζουν οι ομολογίες περί ελληνικότητας κάποιων. Η υπερηφάνεια για την ελληνικότητα, όπως διατυπώθηκε σε κάποιες ιστορικές στιγμές στην αρχαία Ελλάδα, εκλείπει.
Η απαξίωση αυτή αιτιολογείται από τη σύγκρουση Ελληνισμού και Χριστιανισμού κι από την ιδιοτυπία της ταυτότητας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Φωτεινή εξαίρεση στην ομολογία για την ελληνικότητα αποτελεί ο λόγος–θέση του Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνα που περήφανα δήλωνε για την ελληνικήν του καταγωγή: «Είμαστε Έλληνες στην καταγωγή… όμως το αποδεικνύει η γλώσσα και η προγονική παιδεία-μόρφωση».
Απώτατος στόχος του φιλοσόφου ήταν εκτός από τη διάδοση των πλατωνικών φιλοφοφικών ιδεών και η διάσωση του γένους των Ελλήνων. Το έργο του και οι θέσεις του εκτιμήθηκαν περισσά από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο. Η αξία της διακήρυξης–ομολογίας του Γεμιστού μεγεθύνεται ακόμη περισσότερο, αν συγκριθεί με ανάλογη θέση–ομολογία του πατριάρχη Γενναδίου, ο οποίος προέκρινε το θρησκευτικό-χριστιανικό στοιχείο έναντι του ελληνικού για τον αυτοπροσδιορισμό του. «Αν και είμαι Έλληνας στη γλώσσα, δεν θα ισχυριζόμουνα ποτέ ότι είμαι Έλληνας, γιατί δεν σκέφτομαι όπως κάποτε σκέφτονταν οι Έλληνες».
Στοιχεία εθνικής αυτογνωσίας
Η φράση, όμως, που έμελλε να γίνει σύνθημα και στοιχείο εθνικής αυτογνωσίας ήταν η απάντηση του ήρωα του 1821 Αθανασίου Διάκου προς τον Ομέρ Βρυώνη. Μία απάντηση–άρνηση στην πρόταση να αλλαξοπιστήσει για να αποκτήσει αξιώματα στον οθωμανικό στρατό: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω!». Ο φρικτός του θάνατος μετά από τα βασανιστήρια κατέστησε τον Διάκο σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας και ηρωισμού. Ενέπνευσε τη λαϊκή μούσα και έγινε ο αγαπημένος ήρωας όλων των Ελλήνων. Ήταν μία ομολογία που πυροδότησε την εθνική αυτοπεποίθηση και απελευθέρωσε πολλούς από το φόβο απέναντι στον Τούρκο κατακτητή.
Το τελευταίο του παράπονο ταυτίστηκε με το προμήνυμα για την ελευθερία της Ελλάδος. Την άνοιξη-ανάσταση του Ελληνισμού: «Για δες καιρό που διάλεξεν/ ο χάρος να με πάρει,/ τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά/ και βγάζει η γης χορτάρι». Την υπερήφανη στάση–απάντηση του Διάκου συμπλήρωσε μία άλλη “ποιητική” προτροπή του Γεώργιου Καραϊσκάκη πριν το τέλος του προς τους πατριώτες-μαχητές του: «Σαν Έλληνες βαστάξετε κι ωσάν Γραικοί σταθείτε».
Έλληνας και Γραικός είναι νοηματικά ισοδύναμα όπως και στα Ομηρικά έπη τα Αχαιοί, Δαναοί, Αργείοι. «Ο Διάκος είναι ένας ήρωας δημοφιλέστατος. Ήταν νέος και ωραίος και κατόρθωσεν ιδίως ν’ ανανεώσει τη χειρονομίαν του Λεωνίδα, εις το ίδιον φυσικόν περιβάλλον, όπου απηθανατίσθη ο αρχαίος. Ιδού μία ενθάρρυνσις δι εκείνους που θα ημπορούσαν ν’ αποθαρρυνθούν από το κλέος και τα κατορθώματα των προγόνων. Πάντοτε οι άνθρωποι ημπορούν να επιτελέσουν μεγάλα πράγματα». (Ρενέ Πυώ, “Ελεύθερον Βήμα”, 3 Σεπτεμβρίου 1930).
Σήμερα πόσους Έλληνες μπορούν να διδάξουν, ενθουσιάσουν και να εμπνεύσουν τα παραπάνω λόγια και ιδιαίτερα ο στίχος του Αισχύλου, η ομολογία του Γεμιστού και η απάντηση του Διάκου; Πόσοι θα πρόβαλαν την ελληνικότητά τους ως θεμελιακό στοιχείο της ταυτότητας-ύπαρξής τους;