Έλληνες και Αλβανοί: Μία ιστορική ανασκόπηση
12/11/2022Από Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου άρχεσθαι! Ο εθνικός μας ιστορικός υπήρξε σαφής: Οι Έλληνες και οι Αλβανοί είναι λαοί συγγενείς! Αποδεικνύεται αυτό; Βεβαίως! Θυμάστε το Μαντείο της Δωδώνης, εκείνο του “Δία των Πελασγών”, στην Ήπειρο; Ε, αυτό ήταν πάνω στο όρος “Τόμαρος”, λέξη η σημασία της οποίας παραμένει “σκοτεινή” στην ελληνική μας γλώσσα. Κι όμως στην τωρινή Αλβανία υπάρχει ο Baba Tomo(r)ri (<Tomór), βουνό το οποίο σχεδόν το σύνολο των Αλβανών, ανεξάρτητα από το θρησκευτικό τους δόγμα, θεωρούν “τόπο ιερό”.
Ο Παπαρρηγόπουλος όμως προχώρησε και σε άλλη επισήμανση, επίσης καταλυτικής σημασίας. Εάν, περί τα τέλη του Μεσαίωνα, δεν είχαν γίνει μαζικές εγκαταστάσεις Αλβανών στη νότια Ελλάδα και ιδίως στην Πελοπόννησο, η Επανάστασή μας δεν θα είχε αρχίσει το 1821. Και έχει δίκιο: Γόνοι της δυναστείας των Παλαιολόγων, της τελευταίας στον βίο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Ελληνικού Έθνους (Βυζαντινής), κυβερνούσαν, από τον 13ο αιώνα και μετά, με έδρα τον Μυστρά, το Δεσποτάτο του Μορέως.
Οι τοπικοί πληθυσμοί ήταν αραιωμένοι και εξασθενημένοι. Πράγματι, πολλοί από τους παλαιούς αυτόχθονες είχαν μεταναστεύσει στην Κάτω Ιταλία, παραδοσιακό χώρο ελληνικών εγκαταστάσεων. Μεγάλα πληθυσμιακά κενά είχαν επίσης δημιουργηθεί εξαιτίας των λοιμών που συχνά έπλητταν τη νότια Ελλάδα. Έτσι, οι Δεσπότες του Μυστρά άρχισαν να καλούν στην Πελοπόννησο Αλβανούς, ήδη γνωστούς για τη σωματική τους αντοχή και το πολεμικό τους φρόνημα.
Πιο γνωστοί από τους νεήλυδες αυτούς έγιναν και παρέμειναν οι Ντρέδες. Πρόκειται για Αρβανίτες που ακόμη και σήμερα παραμένουν εγκατεστημένοι στην κεντρική και νότια ζώνη της δυτικής πλευράς του Μοριά. Προσφάτως μάλιστα έγινε προσπάθεια επανεκτίμησης της προσφοράς τους στην Επανάσταση του 1821 και διαπιστώθηκε ότι οι γηραιότεροι από αυτούς, που δεν έστερξαν να ακολουθήσουν τα “παιδιά τους στην πόλη”, μιλούν ακόμα μία μορφή της μεσαιωνικής αλβανικής. Πρόβλημα όμως υπήρξε η προσωνυμία τους: Ντρέδες!
Από πού προήλθε; Οι απόπειρες που έγιναν ως προς την εξήγηση του όρου αυτού σχεδόν όλες τους εντάσσονται στο στερεότυπο πλαίσιο αναγωγής “παντός του νεοελληνικού” στην Αρχαία Ελλάδα. Έτσι, επινοήθηκε μία οιονεί φυλετική σύνδεση των Ντρέδων με τους Δωριείς των προ Χριστού χρόνων, με σαφές το υπονοούμενο πως οι εν λόγω Αρβανίτες υπήρξαν και υπάρχουν ως κατευθείαν απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών.
Από που ήλθαν οι Ντρέδες
Και εδώ αφεύκτως θυμάται κανείς τον Παπαρρηγόπουλο ο οποίος υπέδειξε την άγνοια της Ιστορίας μας ως θεμέλιο της παραδοσιακής μας αερολογίας. Γιατί αυτό; Επειδή πρώτος ο εθνικός μας ιστορικός (ευθέως και ευθαρσώς) και στη συνέχεια ο Γιάνης Κορδάτος (εμμέσως και με υπονοούμενο) εξήγησαν ότι Δωριείς στην αρχαία Πελοπόννησο βεβαίως ήταν οι Αργείοι, οπωσδήποτε οι αρχικοί κάτοικοι της Μεσσηνίας, ακόμα και οι Κορίνθιοι, όχι όμως οι Σπαρτιάτες!
Τι ήταν οι Σπαρτιάτες; Άλλο από τους Δωριείς φύλο, ο ιστορικός εντοπισμός του οποίου κείται πέρα από τα όρια του παρόντος άρθρου. Όπως και να είναι, όμως, έχει κανείς το δικαίωμα να αναρωτηθεί πώς οι Νεοέλληνες επαίρονται για την Ιστορία τους, χωρίς πρώτα να έχουν μελετήσει (στοιχειωδώς έστω!) κορυφαίους μας ιστορικούς, όπως τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο και τον Γιάνη Κορδάτο. Τελοσπάντων, το θέμα μας έγκειται στο έτυμον της προσωνυμίας Ντρέδες.
Ε, το πρόβλημα αυτό ευχερώς επιλύεται μέσω μιας βόλτας σε περιοχές της Αθήνας, όπου σήμερα βρίσκονται εγκατεστημένες οικογένειες από την Αλβανία. Εκεί, μέσω συζητήσεων βραχύτατων, διαπιστώνει κανείς ότι η κλητική προσφώνηση “bre” (= βρε, ρε), ευρύτατης χρήσης στα αλβανικά, εκφέρεται κατά τρόπο διαφορετικό, ανάλογα με τον τόπο καταγωγής εκείνου που το εκστομίζει.
Πράγματι, αλλού εκφέρεται ως “ve re>vre” (= πρόσεχε!), αλλού ως “bre” και αλλού ως “dre”! Και αυτό το τελευταίο, το “dre/ντρε” συνηθίζεται σε βόρειες περιοχές του κεντρικού τμήματος της Αλβανίας, εκεί δηλαδή όπου κυρίως έδρασε ο Γεώργιος Καστριώτης, ο θρυλικός Σκεντέρμπεης, το φλάμμουλον του οποίου είναι σήμερα η εθνική σημαία των Αλβανών. Από αυτούς τους τόπους, λοιπόν, σύμφωνα τουλάχιστον με ό,τι σήμερα μπορεί κανείς να γνωρίζει, μας ήλθαν οι Ντρέδες.
Παπαρρηγόπουλος και Σκεντέρμπεης
Μέγας θαυμαστής του Σκεντέρμπεη υπήρξε ο Παπαρρηγόπουλος. Και χάρη σε όσα αυτός ερεύνησε μπορούμε πια να γνωρίζουμε τι ακριβώς ήταν ο ήρωας αυτός και τι σήμαινε το κόκκινο φλάμπουρο με τον Δικέφαλο Αετό. Οι εντυπωσιακές σε βάρος των Τούρκων επιτυχίες του Καστριώτη, πραγματοποιήθηκαν κυρίως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
Το φλάμμουλον, που επέλεξε ως έμβλημά του, ήταν εκείνο που υψωνόταν, όποτε στο στράτευμα της μεσαιωνικής μας Αυτοκρατορίας ήταν παρών και ο πιστός εν Χριστώ τω Θεώ βασιλεύς. Ήθελε, κατά συνέπεια, ο Σκεντέρμπεης να δηλώσει ότι ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος είχε βέβαια σκοτωθεί, μα ο αγώνας συνεχιζόταν: Στη θέση του υπήρχε νέος Αρχηγός. Και είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό το ότι ο Εθνικός Ήρωας των Αλβανών έκανε αυτόν τον αγώνα στο όνομα της Χριστιανοσύνης ολόκληρης και όχι μόνο εν ονόματι της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Παπαρρηγόπουλος, όμως, προχώρησε ακόμα περισσότερο την έρευνά του. Και συνακολούθως απέδειξε ότι ο Γεώργιος Καστριώτης ήταν “εξαλβανισμένος” Σλάβος με αναφορά στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με ό,τι μπορεί να σημαίνει εκείνη την εποχή ο όρος “εξαλβανισμένος”, αφού δεν είχε τότε διαμορφωθεί αλβανική εθνική ταυτότητα. Αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει.
Ο Απόστολος Αρσάκης π.χ., προτού μέσω της εκπαίδευσής του να εξελληνιστεί, προσδιοριζόταν, λόγω της γλώσσας που μιλούσε η οικόγενειά του κατά τις κοινωνικές επαφές της, σαν “Αλβανός”. Παράλληλα, ο πρώτος ηγέτης της ανεξάρτητης Αλβανίας, ο Φαν Νόλι, στην πραγματικότητα υπήρξε “εξαλβανισμένος” Έλληνας. Είχε μάλιστα το κοινότυπο όνομα Θεοφάνης Μαυρομάτης. Αυτά όμως δύσκολα γίνονται κατανοητά σήμερα, όπου ακόμα και σήμερα οι όροι “φυλή” και “έθνος” σφαλερώς θεωρούνται ταυτόσημοι.
Σταθμοί του εθνικού βίου των Αλβανών
Τελοσπάντων, ας επανέλθουμε στους Αλβανούς. Τρία είναι τα “κομβικά σημεία” του εθνικού τους βίου, που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη:
Πρώτον, γενικώς θεωρούνται “άθεοι”. Αυτό δεν ισχύει: Απλώς παραμένουν αδιάφοροι ως προς τα διάφορα δόγματα. Για αυτό και συχνά, μέλη της ίδιας διευρυμένης οικογένειας (φάρας) εναγκαλίζονται διαφορετικά θρησκεύματα, ώστε να είναι “πάντα μέσα στα πράγματα”. Και ως χαρακτηριστικό εν προκειμένω παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί η αποτρόπαια θανάτωση του Αθανάσιου Διάκου.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, πράγματι, όσες ελληνικές οικογένειες ασπάστηκαν το Ισλάμ και έστερξαν να εκτουρκιστούν παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη. Άλλες οικογένειες, όμως, των οποίων ο εξισλαμισμός υπήρξε λίγο-πολύ επιφανειακός, εγκαταστάθηκαν στην Αλβανία. Η πιο γνωστή από αυτές υπήρξε εκείνη των Βρυέννιων που, αν και μετέβαλαν το όνομά τους σε “Βρυώνης”, συνέχισαν να επαίρονται για το εν Χριστώ “αριστοκρατικό παρελθόν” τους.
Έτσι, τη θρυλική απάντηση του Διάκου, όταν του έγινε η πρόταση του εξισλαμισμού του, «εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε’ να πεθάνω» την εξέλαβε ο Ομέρ Βρυώνης ως προσωπική προσβολή και αντί να αποκεφαλίσει ή απαγχονίσει τον Ήρωά μας, διέταξε τον ανασκολοπισμό του. Λίγο αργότερα πάντως, αυτός ο απόγονος των Βρυέννιων εξαφανίστηκε από το ιστορικό προσκήνιο…
Δεύτερον, όσο και αν αυτό μπορεί να φανεί παράδοξο, οι Αλβανοί είναι καλοί ναυτικοί. Τις σχετικές ικανότητές τους τις επισήμανε πρώτος ο Παπαρρηγόπουλος, αλλά τη σχετική έρευνα έφερε σε πέρας ο Πάτρικ Λη Φέρμορ. Αυτός, μονίμως εγκατεστημένος στη νότια Πελοπόννησο, άρχισε κάποια στιγμή να ρωτάει διάφορους “ντόπιους” πώς τα κατάφερναν να πάνε, ακόμη και με ιστιοφόρα, από την Ανατολική Μεσόγειο στην Αγγλία.
Και αυτοί του εξήγησαν ότι “έπαιρναν σημάδια” από τις ακτές, τις οποίες παρέπλεαν, μετρούσαν τις από αυτά σωστές αποστάσεις εμπειρικώς, με τη παλάμη του χεριού. Έτσι, ταξιδεύοντας κόστα-κόστα, έφταναν όπου ήθελαν. Αυτή εξάλλου αρχικώς υπήρξε η μέθοδος θαλασσοπλοΐας των Υδραίων και Σπετσιωτών μας, που τελικώς εξελίχθηκαν στους καλλίτερους ναυτικούς της Μεσογείου.
Το μεγάλο πρόβλημα σήμερα
Τρίτον, ναυτικοί –παρά τα φαινόμενα καλοί και έτοιμοι να εναγκαλισθούν οποιοδήποτε θρήσκευμα τους είναι πρόσφορο– οι Αλβανοί έχουν και μεγάλη ανά τον κόσμο διασπορά. Παραδοσιακή, μάλιστα, εστία αυτής της τελευταίας υπήρξε η πριν από τον Νάσερ Αίγυπτος. Και αυτό, επειδή ο Μεχμέτ Αλυ, ιδρυτής της εκεί βασιλικής δυναστείας, αν και καταγόταν από Κούρδους, τόσο πολύ “εξαλβανίστηκε”, ώστε κατέληξε να φέρεται και να θεωρείται ωσάν Αλβανός.
Χαρακτηριστικό τους όμως παραμένει το ότι δίνουν στον τόπο της μετοικεσίας τους την ονομασία της αρχικής τους πατρίδας ή, έστω, εκείνη της διευρυμένης οικογένειάς τους. Τοπωνύμια που ακόμη υπάρχουν στην Αττική, όπως Μάτι (<Mati<Mat=όνομα ποταμού), Σούλι (<shul=ψηλός και μεταφορικώς: ψήλωμα), Σπάτα (<shpat= βουνοπλαγιά) αλλά μα και το περιβόητο Μαλακάσα (<Mallakashtër/Mallakastra, τοπωνύμιο) βεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Ακόμη και η Πλάκα, η “Παλιά Αθήνα”, από το επίθετο plak (=γηραιός, παλαιός) προέρχεται.
Αυτή, όμως, η ανά τους αιώνες κινητικότητά τους επέφερε τη δημιουργία μεγάλου προβλήματος στα Βαλκάνια. Το Κοσσυφοπέδιο (Kosovo στα σερβοκροατικά και Kosova στα αλβανικά) θεωρείται από τους Σέρβους ιστορική τους κοιτίδα. Και αυτό, επειδή εκεί οι πρόγονοί τους προσπάθησαν να ανακόψουν, κατά την τελική φάση του Μεσαίωνα, την επέκταση των Οθωμανών. Και όταν αυτό αποδείχθηκε ανέφικτο, οι Σέρβοι, με επικεφαλής την εκκλησιαστική τους ηγεσία, εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες και μετανάστευσαν στα βόρεια. Το πληθυσμιακό κενό που με τον τρόπο αυτό προξενήθηκε έσπευσαν να καλύψουν Αλβανοί έποικοι.
Τι λοιπόν μέλλει γενέσθαι; Και τι διεθνείς επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό που μέλλει γενέσθαι; Όπως όμως ευχερώς κατανοεί κανείς, αυτό είναι μια άλλη ιστορία ή, έστω, θέμα ενός άλλου άρθρου. Απλώς, σημειώνουμε ότι πριν αναπτυχθεί αλβανική εθνική συνείδηση στα τέλη του 19ου αιώνα, σε ό,τι αφορά στις σχέσεις Ελλήνων-Αλβανών σημείο-κλειδί ιστορικά είναι η διάκριση των Αλβανών σ’ αυτούς που παρέμειναν Χριστιανοί και ενσωματώθηκαν στο ελληνικό έθνος και σε εκείνους που εξισλαμίστηκαν, παίρνοντας κατά κανόνα τον δρόμο του “τουρκαλβανισμού”.