Ένοπλες Δυνάμεις: Ο δοκιμασμένος τρόπος ιδιωτικής χρηματοδότησης
15/12/2020Η πρωτοβουλία ιδιωτών για την ανάγκη ενίσχυσης του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, καθώς και η σχετική συζήτηση φέρνουν ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα των λαχείων και των δωρεών, ως μέσα χρηματοδότησης να εκσυγχρονιστούν και ενισχυθούν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Το πιο πετυχημένο παράδειγμα μιας τέτοιας προσπάθειας (μέσω ιδιωτικών πρωτοβουλιών, κληροδοτημάτων ή κρατικών λαχείων υπέρ των αναγκών του στρατεύματος), έλαβε χώρα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά και προγενεστέρα, κυκλοφορούσαν λαχεία, τα οποία σκόπευαν να ενισχύσουν οικονομικά την εθνική προσπάθεια στα διάφορα ανοικτά μέτωπα του Ελληνισμού, όπως το Κρητικό Ζήτημα. Το 1871 κυκλοφόρησε το λαχείο για τη σύσταση πολεμικού στόλου, ενώ το 1903 η Αρχαιολογική Εταιρεία βγάζει σε κυκλοφορία “το λαχείον του Στόλου”. Αμφότερες οι περιπτώσεις, αφορούσαν ιδιωτικές πρωτοβουλίες.
Το επόμενο έτος κυκλοφόρησε το πρώτο κρατικό λαχείο. Επρόκειτο για τον Νόμο ΓΚΔ΄ (3024) περί συστάσεως λαχείου του Εθνικού Στόλου (ΦΕΚ Α’ 122, 11.06.1904). Το λαχείο αυτό υπαγόταν στην άμεση διεύθυνση και εποπτεία του υπουργείου Οικονομικών. Επρόκειτο για πρωτοβουλία της κυβέρνησης Γεωργίου Θεοτόκη, η οποία ανέλαβε τις τύχες της χώρας από τις 6 Δεκεμβρίου 1903 έως τις 16 Δεκεμβρίου του 1904. Το λαχείο κόστιζε τρεις δραχμές και το ποσό που κλήρωνε κατ’ έτος άγγιζε το ποσό των 1.000.000 δρχ.
Τα έσοδα από το συγκεκριμένο λαχείο ανήκαν στο Ταμείο του Εθνικού Στόλου, το οποίο είχε ιδρυθεί τέσσερα χρόνια πριν, με τον Νόμο ΒΨΟΔ’ “περί συστάσεως Ταμείου Εθνικού Στόλου” (ΦΕΚ Α’ 288, 16.12.1900). Και αυτή η πολιτική απόφαση πιστώνεται στην κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη (2 Απριλίου 1899 – 12 Νοεμβρίου 1901). Από το πρώτο άρθρο του νόμου γίνεται σαφές ότι σκοπός του ταμείου ήταν η ενίσχυση «των ναυτικών του Κράτους δυνάμεων», μέσω της αγοράς μάχιμων πλοίων, καθώς και του οπλισμού τους.
Στο εν λόγω Ταμείο είχε μεταβιβαστεί «πάσα η υπέρ του Εθνικού Στόλου προωρισμένη κινητή περιουσία, η υπό της προς σχηματισμόν Εθνικού Στόλου Επιτροπής κατεχομένη», καθώς και το κληροδότημα του αείμνηστου Γεωργίου Αβέρωφ με σκοπό την ναυπήγηση καταδρομικού πλοίου. Ακόμη, στους πόρους του Ταμείου συμπεριλαμβάνονταν διάφορα εισπραττόμενα, υπέρ του Δημοσίου, τέλη (π.χ. φαρικά και αγκυροβολίας), αλλά και κάθε έσοδο από την εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας που ανήκε σε αυτό.
100.000 υπερσύγχρονα Μάνλιχερ
Την ίδια περίοδο συστάθηκε το “Ταμείο Εθνικής Αμύνης” (ΦΕΚ Α’ 130, 21.06.1904). Έδρα του Ταμείου ήταν η Αθήνα, ενώ ο σκοπός του συνίστατο στη συμπλήρωση των αναγκών του «κατά ξηράν Στρατού». Οι πόροι προέρχονταν, όπως και του Ταμείου Εθνικού Στόλου, από διάφορους τελωνειακούς δασμούς, από προσόδους κρατικών μονοπωλίων, καθώς επίσης από δωρεές και κληροδοτήματα. Από τα έσοδα του Ταμείου αυτού, παραγγέλθηκαν 60.000 τυφέκια Μάνλιχερ, τα οποία αποτελούσαν ό,τι πιο κορυφαίο είχε να επιδείξει η στρατιωτική βιομηχανία της εποχής.
Για την ενίσχυση των οικονομικών του δυνατοτήτων προικοδοτήθηκε με νέους πόρους, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η παραγγελία άλλων 40.000 ακόμη τυφεκίων Μάνλιχερ, ενώ πάρθηκε δάνειο 20.000.000 δρχ. που διατέθηκε για παραγγελίες υλικού επιστράτευσης και κατασκευή στρατιωτικών υποδομών, όπως οχυρωματικά έργα στρατηγικής σημασίας.
Το ύψος εκείνων των παραγγελιών, καθώς και των τριών επομένων ετών (πάλι επί κυβέρνησης Θεοτόκη), ανήλθε στο συνολικό ποσό των 77.000.000 δρχ. Συνολικά, από το Ταμείο Εθνικής Άμυνας διατέθηκαν, το χρονικό διάστημα 1904-1912, 214.000.000 δρχ. Έτσι το 1909, ο Ελληνικός Στρατός είχε παραλάβει συνολικά 100.000 τυφέκια Μάνλιχερ, 7.000 αραβίδες Μάνλιχερ, 10 πυροβολαρχίες ταχυβόλων, 36.000.000 φυσίγγια νέου τυφεκίου, καθώς και υλικό επιστράτευσης για δύναμη τριών μεραρχιών. Τέλος, τον Σεπτέμβριο του 1911 έγινε η επίσημη παραλαβή του θωρηκτού “Γεώργιος Αβέρωφ”, το οποίο αποτελούσε την πιο σύγχρονη πολεμική μονάδα του ελληνικού στόλου.
Η συνεισφορά Θεοτόκη
Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι όλες οι προαναφερθείσες πολιτικές κινήσεις, ή τουλάχιστον οι σημαντικότερες από αυτές, με σκοπό την ενίσχυση του αξιόμαχου των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, ανήκαν στον Γεώργιο Θεοτόκη. Είναι γεγονός ότι κυβερνήσεις του, των αρχών του 20ου αιώνα, έθεσαν τα θεμέλια για τις λαμπρές νίκες του Ελληνικού Στρατού στα πεδία μαχών των βαλκανικών πολέμων.
Βέβαια, δεν έφτανε μόνο η οικονομική ενίσχυση των ιδιωτών για να ανασυγκροτηθεί ο Ελληνικός Στρατός, χρειαζόταν επίσης το σχέδιο (ή αν θέλετε το όραμα) της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι η πολιτική ηγεσία, εν προκειμένω ο Θεοτόκης, είχε αντιληφθεί τα λάθη και τις παραλείψεις που οδήγησαν στον ατυχή πόλεμο του 1897.
Για τον λόγο αυτό, η παραγγελία σύγχρονου στρατιωτικού υλικού –απόρροια και της χρηστής διαχείρισης των χρημάτων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας– συνοδεύτηκε από την εκ βάθρων αναδιοργάνωση της δομής των ενόπλων δυνάμεων. Αυξήθηκε, λοιπόν, η στρατιωτική εκπαίδευση και πάρθηκαν μέτρα για μια πιο λογική κατανομή του δυναμικού του ελληνικού στρατού, δημιουργώντας μεγάλες μονάδες ομοιόμορφης σύνθεσης. Το 1900 ιδρύθηκε η Γενική Διοίκηση Στρατού, υπό τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο. Το 1904 εγκρίνεται και ψηφίζεται ο νέος οργανισμός του Ελληνικού Στρατού, ενώ το 1909 καθιερώθηκε η γενική στρατολογία.
Τη μεταρρυθμιστική διάθεση του Θεοτόκη, αναφορικά με τον εκσυγχρονισμό της δομής και της λειτουργίας των ενόπλων δυνάμεων, συνέχισε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το 1912, ο Κρητικός πολιτικός, έχοντας και την ιδιότητα του υπουργού των Στρατιωτικών, προχώρησε στην κύρωση του νέου Οργανισμού του Στρατού, ο οποίος προέβλεπε τη δημιουργία ελαφρότερων μεραρχιών και καλύτερα προσαρμοσμένων στο ορεινό ελληνικό έδαφος. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους, ο Βενιζέλος επανέφερε τον διάδοχο Κωνσταντίνο ως Γενικό Επιθεωρητή του Στρατού και σε περίπτωση πολέμου αρχιστράτηγο.
Συμπερασματικά, λοιπόν, η ιδιωτική (οικονομική) πρωτοβουλία δεν μπορεί από μόνη της να φέρει αποτελέσματα, αν δεν συνοδεύεται από μια ξεκάθαρη εικόνα των επιχειρησιακών αναγκών του στρατεύματος. Το τελευταίο συμπεριλαμβάνεται στα καθήκοντα της στρατιωτικής ηγεσίας. Όσον αφορά την (εθνική) υποχρέωση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, το μόνο που χρειάζεται είναι να διαθέτει αντίληψη.