Επιμένοντας για το Λευκό – Ανταπάντηση στο Νίκο Μπινιάρη
09/07/2019Γράφει ο Γιάννης Μαύρος –
Ευχαριστώ τον φίλο κ. Νίκο Μπινιάρη που μουέκανε την τιμή να ασχοληθείμε το άρθρο μου υπέρ της λευκής ψήφου και μου δίνει έτσι την ευκαιρία να διευκρινίσω ορισμένα σημεία προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Το πρώτο που θέλω να παρατηρήσω είναι ότι ο κ. Μπινιάρης, ως φιλόσοφος, προσεγγίζει το θέμα φιλοσοφικά, δηλαδή στην θεωρητική του γενικότητα, εκτός τόπου και χρόνου, ενώ η δική μου σκοπιά είναι πολιτική και πηγάζει και αναφέρεται στην συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία της Χώρας.
Αντίθετα από τον δογματικό ισχυρισμό του κ. Μπινιάρη, ότι η επιλογή του λευκού αποτελεί οπωσδήποτε ή προϊόν “σύγχυσης” ή “πράξη πολιτικής ατολμίας”, “ανικανότητας” ή “ανευθυνότητας”, πράγμα που μπορεί όντως να συμβαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις, υπερασπίζομαι την επιλογή μου υπέρ του λευκού στις πρόσφατες εκλογές ως προϊόν διαύγασης και πράξη πολιτικής ευθύνης και τόλμης[1]. Το κατά πόσον θα αποδειχθεί και τεκμήριο πολιτικής ικανότητας ή αποτελεσματικότητας θα το κρίνουν άλλοι σε βάθος χρόνου.
Δεν θα επαναλάβω το σκεπτικό του άρθρου μου ως προς το γιατί κατέληξα στην λευκή ψήφο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες τις οποίες παραθέτω σε αυτό. Θα επαναλάβω μόνο την κατακλείδα του άρθρου μου ως απόδειξη του πόσο σοβαρά εννοώ την ψήφο μου, πόσο βαρέως φέρω το γεγονός ότι αναγκάστηκα να καταλήξω στο λευκό και πόσο αποφασισμένος είμαι να μην επιτρέψω να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο:
“Σήμερα το λευκό σημαίνει ξεκάθαρα ‘μαύρο σε όλους’ και αποτελεί εξόχως πολιτική και υπεύθυνη θέση. Ξεκινάει από την απόρριψη όλων αλλά δεν σταματάει εκεί. Αποτελεί αφετηρία και εφαλτήριο επιτακτικής αναζήτησης και διεκδίκησης των όρων πολιτικής (κινηματικής ή/και θεσμικής) διεξόδου από το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει η Χώρα την τελευταία δεκαετία και εγκαινίασης μιας νέας Μεταπολίτευσης.
Σήμερα το λευκό σημαίνει να τα ξαναδούμε και να τα ξαναφτιάξουμε όλα από την αρχή, από μηδενική βάση, όχι απλά να γυρίσουμε σελίδα, ούτε να αλλάξουμε απλώς κεφάλαιο αλλά να ξεκινήσουμε νέο βιβλίο, από το άλφα της αυτοκριτικής και της απόφασης, αλλά -κυρίως- της αγάπης για την πατρίδα και με τη γνώση και τη σοφία των πολλών χρόνων και των πολλών λαθών.”
Ταύτιση λευκού αποχής;
Με αυτά υπ’ όψιν, έρχομαι τώρα στα θεωρητικά. Κατ’ αρχήν ο κ. Μπινιάρης συγχέει ή ταυτίζει το λευκό με την αποχή, πράγματα καταφανώς ανόμοια, ενώ επιλέγει να παρακάμψει το σκάνδαλο, όπως το αποκαλώ, της ταύτισης -ελέω εκλογικών νόμων- του λευκού με το άκυρο. Μπορεί για πολλούς η διαφορά αποχής, λευκού και άκυρου να είναι ‘ψιλά γράμματα’ αλλά δεν μπορεί ένας φιλόσοφος να την αντιπαρέρχεται με τέτοια ευκολία δηλώνοντας ότι είναι “πρακτικά καμία”.
Στη συνέχεια προβαίνει σε μια δαιδαλώδη συνηγορία-απολογία υπέρ της ακυρότητας του λευκού την οποία αδυνατώ να παρακολουθήσω. Μεταξύ άλλων, ούτε λίγο ούτε πολύ διατείνεται ότι “η δημοκρατία” περιορίζεται στο δικαίωμα επιλογής μεταξύ δεδομένων εναλλακτικών προτάσεων και ότι η απόφαση απόρριψης όλων δεν συνιστά απόφαση αλλά άρνηση απόφασης και προχωρά στην απόρριψη μιας τέτοιας στάσης ως ανεύθυνης και ανορθόλογης.
Φτάνει μάλιστα μέχρι του σημείου να προβεί σε ψυχολογικές ερμηνείες για να εξηγήσει πώς κάποιος μπορεί να επιλέγει (δηλαδή να αρνείται να επιλέξει) όχι με βάση τα “εύλογα”, “νόμιμα” ή “θεμιτά” του “συμφέροντα” αλλά με βάση “προσωπικά ιδεολογήματα” που οδηγούν σε “ακραία και ανέφικτα αιτήματα”, συμπεριφορά που αποδίδεται σε “λόγους προσωπικούς και ενίοτε συναισθηματικά και ιδεολογικά φορτισμένους” που “στην καλύτερη περίπτωση εμπίπτει σε θέματα προσωπικής ηθικής προσταγής και στη χειρότερη στο φόβο να πάρουμε μιαν απόφαση”!
Η δίκη προθέσεων φτάνει μέχρι σημείου να διατυπώνονται υποθέσεις ότι η …αποκλίνουσα και απορριπτέα συμπεριφορά ίσως οφείλεται “σε σύγχυση” ή σε απόρριψη της πολιτικής ως “βρώμικης”, “γιατί η λαγνεία για εξουσία ωθεί τα κόμματα να υπόσχονται ανέφικτα πράγματα”, ίσως γιατί ελλοχεύει “η αμφιβολία πως μπορούμε να πάρουμε σωστές αποφάσεις” κλπ κλπ.
Στον οίστρο της συνηγορίας του υπέρ της ακυρότητας του λευκού, ο συγγραφέας δεν διστάζει να χαρακτηρίσει αυτό “το παιχνίδι της πολιτικής στην Ελλάδα” ακόμη και ως “[τον] καλύτερο δυνατόν πολιτικό κόσμο που μπορούμε να έχουμε για σήμερα”!
Είναι ζήτημα φιλοσοφικό
Δεν θα επιστρέψω το συμπέρασμα ότι “θα πρέπει [να βρεθούν] καλύτερα επιχειρήματα για να μας πείσουν”, απλούστατα γιατί η διαφορά μου με τον κ. Νίκο Μπινιάρη δεν είναι ρητορικής τάξεως αλλά θεμελιώδης διάσταση πολιτικής φιλοσοφίας. Για εκείνον, όπως και για την αγγλοσαξωνική παράδοση πολιτικής φιλοσοφίας, η πολιτική είναι “αγορά” που δεν διαφέρει ουσιωδώς από την οικονομική αγορά, όπου ο homo economicus επιλέγει ορθολογικά μεταξύ δεδομένων προϊόντων ή υπηρεσιών.
Αντίθετα, εγώ ακολουθώ την παράδοση που ξεκινάει από τον Πλάτωνα και διέρχεται από τον Hegel για να φτάσει μέχρι τους υπαρξιστές, όπου η πολιτική νοείται ως άσκηση ελευθερίας που συνίσταται στη θέσπιση νόμων και τη λήψη αποφάσεων δια πλειοψηφίας μέσω δημοκρατικού διαλόγου εντός του θεσμικού πλαισίου που αποτελεί προϊόν ελεύθερης βούλησης[2].
Για να έρθουμε στο προκείμενο, η απόρριψη όλων των δεδομένων πολιτικών επιλογών είναι κατ’ εξοχήν πολιτική στάση. Θα συμφωνήσω βέβαια με τον κ. Μπινιάρη ότι η λευκή ψήφος είναι “μια άρνηση δίχως περιεχόμενο ή πολιτική αντιπρόταση”. Γι’ αυτό ακριβώς συνοδεύω την ψήφο μου με την προσταγή να αποτελέσει “αφετηρία και εφαλτήριο επιτακτικής αναζήτησης και διεκδίκησης των όρων πολιτικής (κινηματικής ή/και θεσμικής) διεξόδου από το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει η Χώρα την τελευταία δεκαετία και εγκαινίασης μιας νέας Μεταπολίτευσης”.
Τα κόμματα μέρος του προβλήματος
Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω τον Νίκο Μπινιάρη γιατί η υπόδειξή του ότι θα μπορούσαν να συμψηφιστούν τα λευκά με την αποχή με οδηγεί στην τροποποίηση της πρότασής μου ως προς τον ευκταίο αριθμό των εδρών ως εξής: το ποσοστό της αποχής που υπερβαίνει ένα μέγιστο πλαφόν που οφείλεται σε ‘φυσιολογικούς’ δημογραφικούς παράγοντες, εποχιακά διορθωμένο για να λαμβάνει υπ’ όψιν καιρικές ή άλλες συνθήκες ανωτέρας βίας, να αθροίζεται με το ποσοστό των λευκών (με ή χωρίς τα άκυρα) και να μειώνεται αντίστοιχα ο αριθμός των εδρών, πάντα ως υπόμνηση αφενός του γεγονότος ότι ένα μέρος του εκλογικού σώματος δεν εκπροσωπείται και αφετέρου ως κίνητρο προς τα κόμματα και τις πολιτικές δυνάμεις να επιδιώκουν την μέγιστη δυνατή συμμετοχή των πολιτών στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου, όπως προέβλεψα, σχεδόν η μισή Ελλάδα (το 45%) δεν ψήφισε ή ψήφισε λευκό ή άκυρο. Κατά συνέπεια η ‘αυτοδύναμη’ κυβέρνηση της ΝΔ δεν εκφράζει παρά το 21% των εγγεγραμένων εκλογέων. Αυτό αποτελεί μέγιστο πρόβλημα νομιμοποίησης και λειτουργίας του πολιτεύματος και η πρότασή μου αποτελεί έναν τρόπο αντιμετώπισής του. Βεβαίως δεν περιμένω από τα κόμματα να υιοθετήσουν την πρόταση. Αυτά προτιμούν να έχουν τον μέγιστο δυνατόν αριθμό βουλευτών ανεξαρτήτως του τι αντιπροσωπεύουν.
Αυτό αποτελεί μια επιπλέον απόδειξη ότι τα κόμματα, όπως τουλάχιστον σήμερα λειτουργούν, αντί να αποτελούν μέσα για τη λύση των προβλημάτων της χώρας, έχουν καταστεί τα ίδια μέρος του προβλήματος και ίσως τον παράγοντα που καθιστά τα προβλήματα ανεπίλυτα. Γι’αυτό καταθέτω την πρότασή μου με την προσθήκη-πρόκληση να αποτελέσει αυτή ερώτημα προς τον Ελληνικό Λαό σε δημοψήφισμα με λαϊκή πρωτοβουλία, εφόσον θεσμοθετηθεί αυτή η δυνατότητα, όπως προβλέπεται άλλωστε από τις Συνθήκες της ΕΕ.
1] Τόλμης διότι το “όχι σε όλους” με θέτει εκ των πραγμάτων απέναντι όχι μόνο στα κόμματα που κάθετα καταψηφίζω αλλά και σε κόμματα και πρόσωπα που συμπαθώ αλλά δεν διστάζω, στις σημερινές συνθήκες, το τονίζω, να πάω την κριτική μου σε αυτά στην πρακτική, την πολιτική της κατάληξη.
[2] Είναι αλήθεια ότι για τον Πλάτωνα το νομοθετικό πλαίσιο της πόλεως ήταν δοσμένο από τον νομοθέτη και δεν ήταν διαπραγματεύσιμο.