Εθνικός Διχασμός: Τί κοινό είχαν οι Ελευθέριος Βενιζέλος και Κωνσταντίνος Α’
13/01/2022Ήταν 18 Μαρτίου 1936, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκλεισε για πάντα τα μάτια του, δίνοντας τέλος στον Εθνικό Διχασμό. Ο άλλος πρωταγωνιστής, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, είχε αποβιώσει 13 χρόνια πριν. Ωστόσο, για αμφότερους ο θάνατος είχε ένα κοινό σημείο. Πέθαναν στην εξορία. Αλλά και οι συνέπειες από την αποδημία τους υπήρξαν κοινές.
Οι αντίπαλοί τους δεν έδειξαν ανεκτικότητα έναντι του νεκρού. Ορισμένοι συνέχιζαν να τους αντιμετωπίζουν ως δυνάμει πολιτική απειλή. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν άρρωστος, όταν οι επαναστάτες στρατιωτικοί (Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς) του ζήτησαν να εγκαταλείψει τη χώρα, τον Σεπτέμβριο 1922. Η ήττα στην Μικρά Ασία είχε δημιουργήσει τεράστια αναστάτωση στο στράτευμα και στην ελληνική κοινωνία. Η Επαναστατική Επιτροπή ζητούσε την παραίτηση του βασιλιά, ως βασικού υπεύθυνου της καταστροφής.
Ο Κωνσταντίνος, στις 27 Σεπτεμβρίου 1922, παραιτήθηκε υπέρ του διαδόχου Γεωργίου Β’. Τρεις μέρες μετά, επιβιβάστηκε στο “Πατρίς” και μετέβη στο Παλέρμο. Εκεί, η επιδείνωση της υγείας του υπήρξε ταχεία, με αποτέλεσμα να αποβιώσει στις 11 Ιανουαρίου 1923 (Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 1922 με το παλαιό ημερολόγιο), σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου “εν εξορία”. Τα πολιτικά πάθη, ένεκα των ευθυνών της αντιβενιζελικής παράταξης και του Στέμματος, στο ζήτημα της Μικρασιατικής Καταστροφής, ήταν ιδιαιτέρως οξυμένα. Κανείς δεν περίμενε, τέσσερις μήνες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και δυο μήνες μετά την εκτέλεση των έξι να δείξει η Επαναστατική Κυβέρνηση ανθρώπινο πρόσωπο για τον θάνατο του βασιλιά.
Η διαμαρτυρία του Μεταξά
Όταν ο Κωνσταντίνος έκλεισε τα μάτια του, η Ελλάδα αντιμετώπιζε μείζονα προβλήματα, όπως η εγκατάσταση των προσφύγων, η ενίσχυση του θρακικού μετώπου και οι σκληρές διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη. Για όλα αυτά –σύμφωνα με τους βενιζελικούς στρατιωτικούς– έφταιγε ο βασιλιάς και οι συν αυτώ πολιτικοί. Όταν πέθανε, ο Γρηγόριος Δαφνής έγραφε, ότι μαζί του «κατήρχετο στο μνήμα και ολόκληρον το βυζαντινόν παραμύθι».
Για τον θάνατό του, η Επαναστατική Κυβέρνηση εξέδωσε την παρακάτω λιτή ανακοίνωση: «Κατά χθεσινόν τηλεγράφημα εκ Παλέρμου προς την Α.Μ. τον Βασιλέα Γεώργιον, απέθανε χθες εις την πόλιν ταύτην εκ συγκοπής της καρδίας ο τέως Βασιλεύς Κωνσταντίνος…». Ως αιτία θανάτου αναφερόταν η “χρονία νεφρίτις”, από την οποία έπασχε από μακρού και η οποία προκάλεσε τον αιφνίδιο θάνατό του.
Η επιβληθείσα από την Επαναστατική Κυβέρνηση λογοκρισία δεν επέτρεψε στις εφημερίδες της εποχής τη διάχυση της είδησης, παρά μόνο την αναπαραγωγή πολύ βασικών πληροφοριών για τον θάνατο του τέως βασιλιά. Ούτε υπήρξαν αφιερώματα στον ελληνικό Τύπο για την πολυκύμαντη ζωή του νεκρού. Μικρές μόνο αναφορές, ελάχιστης αξίας.
Αντιθέτως, ορισμένες ελληνικές εφημερίδες αναπαρήγαγαν τα αρνητικά δημοσιεύματα του αγγλικού Τύπου, τα οποία έσταζαν δηλητήριο (Έθνος, 31.12.1922). Για το ίδιο γεγονός, ο Ιωάννης Μεταξάς διαμαρτυρήθηκε στον πρωθυπουργό Γονατά, επειδή η λογοκρισία απαγόρευε τη δημόσια έκφραση αισθημάτων προς τον νεκρό βασιλιά, ενώ ζητούσε «όπως ο αποθανών Βασιλεύς κηδευθή δημοσία και μετά βασιλικών τιμών εν Αθήναις».
Η αντίδραση Βενιζέλου
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στα τέλη του 1922 βρισκόταν στη Λωζάννη, όπου διαπραγματευόταν με την κεμαλική Τουρκία, τους όρους της συνθήκης ειρήνης. Όταν η Επαναστατική Κυβέρνηση τον ενημέρωσε για τον θάνατο του Κωνσταντίνου και ζήτησε τη γνώμη του για την κηδεία και την ταφή, εκείνος έστειλε από την Λωζάννη το εξής τηλεγράφημα:
«Εάν Βασιλεύς εκφράση επιθυμίαν ενταφιασμού αποθανόντος πατρός του εν Τατοΐω, νομίζω ότι κυβέρνησις και Επανάστασις πρέπει να μη αντιταχθούν, ρητώς όμως οριζομένου ότι νεκρός αποβιβασθή εις Ωρωπόν, οπόθεν θα μεταφερθή εις Τατόιον, χωρίς να γίνη επίσημος κηδεία» (30.12/12.01.1923, Λωζάννη). Ο βασιλιάς Γεώργιος, όμως, δεν αποδέχτηκε τη λύση αυτή, ζητώντας η κηδεία και η ταφή του πατέρα του να γίνει με όλες τις βασιλικές τιμές.
Τελικά, η σορός του νεκρού βασιλιά δεν μεταφέρθηκε στην Ελλάδα. Η νεκρώσιμος ακολουθία τελέστηκε στη ρωσική εκκλησία της Φλωρεντίας. Η δε σορός του βασιλιά Κωνσταντίνου τοποθετήθηκε σε κρύπτη, στην ίδια εκκλησία. Μετά τον Κωνσταντίνο, έφυγαν από τη ζωή η μητέρα του, βασίλισσα Όλγα (1926) και η γυναίκα του βασίλισσα Σοφία (1932), που τον είχαν ακολουθήσει στην εξορία.
Και αυτών οι σοροί δεν επέστρεψαν στην Ελλάδα, αλλά τοποθετήθηκαν στο ίδιο χώρο που βρισκόταν και το φέρετρο του Κωνσταντίνου. Θα περνούσαν 13 ολόκληρα χρόνια για να επιστρέψουν τα οστά του Κωνσταντίνου και των δυο βασιλισσών στην Ελλάδα. Στις 17 Νοεμβρίου 1936, κατέπλευσε από το Μπρίντιζι στον Πειραιά το θωρηκτό “Αβέρωφ”, συνοδεία τεσσάρων αντιτορπιλικών, με τα οστά του βασιλιά Κωνσταντίνου και των βασιλισσών Όλγας και Σοφίας.
Για τις εφημερίδες της εποχής, που βρισκόταν υπό τον άμεσο έλεγχο της μεταξικής δικτατορίας, ήταν οι «άταφοι σοροί των αείμνηστων βασιλέων». Η τελετή οργανώθηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια από το καθεστώς, ενώ οι σοροί των βασιλέων μεταφέρθηκαν στον Μητροπολιτικό ναό των Αθηνών, όπου, για έξι μέρες, τέθηκαν σε λαϊκό προσκύνημα. Ακολούθησε η τέλεση κηδείας και στη συνέχεια ενταφιάστηκαν στους βασιλικούς τάφους στο Τατόι (Ακρόπολις, 17.11.1936).
Ο Βενιζέλος πνέει τα λοίσθια
Τον Μάρτιο 1936, ο Ελευθέριος Βενιζέλος βρισκόταν εξόριστος στο Παρίσι. Είχαν προηγηθεί μια σειρά από γεγονότα που συντάραξαν την ελληνική πολιτική ζωή, όπως το Κίνημα του Πλαστήρα (Μάρτιος του 1933), η δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου (Ιούνιος 1933) και το κίνημα βενιζελικών αξιωματικών (Μάρτιος 1935) με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης του Παναγή Τσαλδάρη, χωρίς όμως επιτυχία.
Η ανάμειξη του Βενιζέλου στο κίνημα του 1935 τον ανάγκασε να αποχωρήσει από την πολιτική και να εγκαταλείψει άρον-άρον τη χώρα για να μη συλληφθεί. Κατέφυγε στο Παρίσι, όπου έζησε τους τελευταίους μήνες της ζωής του. Ένα χρόνο μετά, Μάρτιος 1936, η υγεία του είχε επιδεινωθεί. Οι ελληνικές εφημερίδες είχαν συνεχείς ανταποκρίσεις από το Παρίσι για την κατάστασή του. Η Ακρόπολις έγραφε με πηχυαίους τίτλους «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πεθαίνει. Από ώρας εις ώραν αναμένεται το τέλος» (Ακρόπολις, 18.03.1936).
Η εφημερίδα Νέος Κόσμος στις 18 Μαρτίου έγραφε, ότι «Αι γνωσθείσαι λεπτομέρειαι της βαρείας ασθενείας του κ. Ελευθερίου Βενιζέλου αναφέρουν ότι ο μέγας Έλλην πολιτικός ασθενεί από τριών εβδομάδων, προσβληθείς υπό γρίππης. Η κατάστασίς του επιδεινώθη χθες οπότε έγινεν επιπλοκή, εμφανισθείσης της φλεβίτιδος, παλαιάς ασθένειας του κ. Βενιζέλου. Λόγω της επιπλοκής, η κατάστασις του ασθενούς επεδεινώθη και είναι κρισιμώτατη».
Ο νεκρός της οδού Μπωζόν
Την Τετάρτη 18 Μαρτίου 1936, τις πρωινές ώρες, στο σπίτι της οδού Μπωζόν 22 στη συνοικία Ετουάλ, στο Παρίσι, ο Ελευθέριος Βενιζέλος άφησε την τελευταία του πνοή. Τα τηλεγραφήματα ήταν συνεχή και πλήρη λεπτομερειών για τις τελευταίες στιγμές του Βενιζέλου, ενώ η είδηση του θανάτου του μονοπώλησε το ενδιαφέρον του Τύπου. Στις 19 Μαρτίου, η Ακρόπολις, αφού ανήγγειλε τον θάνατό του, έγραφε: «Η σορός του Βενιζέλου μεταφέρεται εις Αθήνας την προσεχή Πέμπτην. Την ερχόμενην Τετάρτη θα παραληφθή υπό αντιτορπιλικών μας εκ Πρίντεζι. Η κηδεία θα γίνη εν Κρήτη, θα εκτεθή όμως εις διήμερον προσκύνημα εν Αθήναις».
Πρωθυπουργός της χώρας, τον Μάρτιο 1936, ήταν ο (φιλοβασιλικός) Κωνσταντίνος Δεμερτζής, με αντιπρόεδρο τον Ιωάννη Μεταξά. Επρόκειτο για μια κυβέρνηση-λύση στο πολιτικό αδιέξοδο που είχε δημιουργήσει το Κίνημα του Κονδύλη, τον Οκτώβριο 1935. Άμα τη αναγγελία του θανάτου του Βενιζέλου, ο Μεταξάς μετέβη στο Τατόι για να ενημερώσει τον βασιλιά Γεώργιο Β’ και να ορίσουν τις λεπτομέρειες του επίσημου πένθους. Κατά αρχάς, συμφώνησαν τα δημόσια κτίρια να έχουν αναρτημένη μεσίστια τη σημαία, τόσο την 19η όσο και την ημέρα της κηδείας.
Ενδιαφέρον, όμως, έχει το γεγονός ότι «ουδεμία απόφασις ελήφθη εν σχέσει με άλλα μέτρα, εν αναμονή των συνεννοήσεων της κυβερνήσεως μετά της οικογενείας του μεταστάντος». Παράλληλα, ο βασιλιάς απηύθυνε τηλεγράφημα στην Έλενα Βενιζέλου, εκφράζοντας τα ειλικρινή του συλλυπητήρια. Σε δεύτερη φάση, η κυβέρνηση Δεμερτζή, εν αναμονή της τελικής απάντησης της οικογένειας, έλαβε την απόφαση να αποδοθούν στον Ελευθέριο Βενιζέλο τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού. Η κηδεία του θα γινόταν δημοσία δαπάνη, ενώ θα αποστέλλονταν αντιτορπιλικά στο Πρίντεζι για να παραλάβουν τη σορό του.
Για το ίδιο ζήτημα, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου επισκέφτηκε τον πρωθυπουργό για να ενημερωθεί για τις σκέψεις του αναφορικά με την υποδοχή της σορού. Ο Δεμερτζής, του έδωσε μια διπλωματική απάντηση, λέγοντας του ότι θεωρούσε «εθνικήν απώλειαν» τον θάνατο του Βενιζέλου, ωστόσο ανέμενε τις συνεννοήσεις με το κόμμα των Φιλελευθέρων και με την οικογένεια του θανόντος.
Το αίτημα Σοφούλη
Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, πρόεδρος του κόμματος των Φιλελευθέρων, μετά τη φυγή του Βενιζέλου, απέστειλε τηλεγράφημα στην οικογένεια του θανόντος, ζητώντας να κηδευτεί ο νεκρός στην Αθήνα, να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα δυο μέρες και στη συνέχεια η σορός του να μεταφερθεί για ταφή στην Κρήτη. Η οικογένεια, όμως, του απάντησε, ότι ήταν επιθυμία της ο νεκρός να μεταφερθεί σιδηροδρομικά μέχρι το Πρίντεζι και από εκεί κατευθείαν στην Κρήτη, όπου θα γινόταν κηδεία και ταφή. Να μην περάσει καθόλου από την Αθήνα.
Σε νεότερη τηλεφωνική επικοινωνία του Σοφούλη με τον γιο του Κρητικού πολιτικού, Σοφοκλή Βενιζέλο, του τόνισε ξανά ότι αποτελούσε «πάνδημος» αξίωση να μεταφερθεί ο νεκρός στην πρωτεύουσα για να του αποδοθούν οι μέγιστες τιμές. Ο Σοφοκλής του απάντησε: «Γνωρίζω τούτο κ. Πρόεδρε, αλλά η επιθυμία της οικογενείας μου, ικανοποιούσης παλαιάν επιθυμίαν του πατρός μου, είναι όπως η κηδεία του γίνη εν Κρήτη. Δι’ αυτό απεφασίσαμεν, αφού και σεις το επιθυμείτε, όπως μεταφέρωμεν τον νεκρόν εν Αθήναις, υπό την προυπόθεσιν ότι η κηδεία θα γίνη εν Κρήτη» (Ακρόπολις, 19.03.1936).
Ο Σοφούλης του ανταπάντησε: «Βεβαίως, πρέπει να ικανοποιηθή η επιθυμία του νεκρού. Θα εκτεθή όμως η σορός του εις Αθήνας εις προσκύνημα, ίνα ο λαός του, του απονείμη τας δεούσας τιμάς». Επομένως, η οικογένεια του θανόντος δέχτηκε, μετά από την πίεση του Σοφούλη, να περάσει η σορός από την Αθήνα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η κηδεία του θα γινόταν στην Κρήτη.
Σύμφωνα με το επίσημο πρόγραμμα, την Τετάρτη 25 Μαρτίου, τα ελληνικά αντιτορπιλικά “Παύλος Κουντουριώτης” και “Ψαρά” θα παραλαμβάνανε από το Πρίντεζι τη σορό και μια μέρα μετά θα αποβιβαζόταν στο Φάληρο, όπου θα εκτίθετο για δυο μέρες σε λαϊκό προσκύνημα στο μητροπολιτικό ναό των Αθηνών, προτού αναχωρήσει για την Κρήτη. Στις 20 Μαρτίου η Ακρόπολις έγραφε ότι ήταν ξεκάθαρη η επιθυμία της κυβέρνησης Δεμερτζή να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα η σορός του Βενιζέλου, όπου τιμητική φρουρά, αποτελούμενη από 50 ένοπλους Κρήτες, θα εναλλάσσονταν στο φέρετρο, αλλά και να του αποδίδονταν όλες οι τιμές. Το επίσημο πρόγραμμα δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνειών.
Στις 22 Μαρτίου, η ίδια εφημερίδα μετέφερε την πληροφορία ότι «καταρτίζεται το πρόγραμμα της κηδείας εις τας Αθήνας», το οποίο θα ανακοινωνόταν την ίδια ημέρα. Συγχρόνως, η σορός, με ειδική αμαξοστοιχία, μεταφέρθηκε στα γαλλο-ιταλικά σύνορα, όπου παρελήφθη από τον βασιλικό ιταλικό συρμό, ο οποίος τη μετέφερε στο Πρίντεζι το βράδυ της Τρίτης. Την επόμενη ημέρα, θα την παραλαμβάνανε τα ελληνικά πολεμικά (Ακρόπολις, 22.03.1936).
Πριν από την αναχώρηση
Την Κυριακή 22 Μαρτίου, πριν αναχωρήσει η σορός του Βενιζέλου από το Παρίσι, τελέστηκε στην εκκλησία του Άγιου Κωνσταντίνου, στην Αθήνα, μνημόσυνο από αδιάλλακτους –όπως ανέφερε η Ακρόπολις– αντιβενιζελικούς στη μνήμη των “άταφων βασιλέων” (Κωνσταντίνου, Σοφίας και Όλγας) και των εκτελεσθέντων στο Γουδή. Αναμενόμενο ήταν να δοθεί στο μνημόσυνο πολιτικό χρώμα, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει διαδήλωση με συνθήματα τόσο κατά του νεκρού, όσο και κατά της απόφασης της κυβέρνησης να του αποδώσει τιμές.
Δυο μέρες μετά (24 Μαρτίου), η εφημερίδα Ακρόπολις κυκλοφόρησε με τίτλο «Η σορός του Βενιζέλου θα μεταφερθή κατ’ ευθείαν εις την Κρήτην. Εματαιώθη το προσκύνημα εις τας Αθήνας. Υπήρχον φόβοι διασάλευσεώς της». Η κυβερνητική ανακοίνωση ανέφερε τα εξής: «Κατόπιν τηλεγραφήματος του εν Παρισίοις πρεσβευτού, δια του οποίου εξεφράζετο η επιθυμία της οικογενείας του Ελευθερίου Βενιζέλου, όπως η μετακομιδή της σορού γίνη κατ’ ευθείαν εις Κρήτην, η κυβέρνησις έδωκε τας προς τούτο δεούσας διαταγάς, ανήγγειλε δε και την απόφασιν ταύτην προς το κόμμα των Φιλελευθέρων. Ιδιαίτερον πρόγραμμα θέλει κανονίσει τα της εν Κρήτη κηδείας».
Τί είχε, όμως, μεσολαβήσει και ματαιώθηκε «το προσκύνημα εις τας Αθήνας»; Μετά τις διαμαρτυρίες των φιλοβασιλικών, ο τότε Δήμαρχος Αθηναίων, Κώστας Κοτζιάς, μέσω επιστολής, υπέδειξε στον Σοφούλη το ενδεχόμενο θλιβερών επεισοδίων, αν η σορός εκτίθετο σε διήμερο προσκύνημα στην Αθήνα (Ακρόπολις, 24.03.1936). Κύκλοι των Φιλελευθέρων θεώρησαν ότι η κυβέρνηση Δεμερτζή προσπαθούσε να αλλάξει το πρόγραμμα της κηδείας, στηριζόμενη μόνο σε φήμες περί σχεδιαζόμενων επεισοδίων.
Η Ακρόπολις στις 27 Μαρτίου μετέφερε την είδηση ότι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους με το πέρασμα της σορού από την πρωτεύουσα. Ωστόσο, ο Μεταξάς διέψευσε τον ισχυρισμό αυτό. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση, μέσω του Έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι, Ν. Πολίτη, ενημέρωσε την οικογένεια του νεκρού για τα επεισόδια στην Αθήνα και περίμενε την απάντησή της.
Το τηλεγράφημα του Πολίτη μετέφερε την επιθυμία της Έλενας Βενιζέλου να μην γίνει η μετακομιδή της σορού στην Αθήνα, λόγω της δημιουργηθείσας εκεί ατμόσφαιρας εξάψεως. Ο Δεμερτζής της απάντησε ότι «η Κυβέρνησις συμφωνεί, όπως ο νεκρός μεταφερθή κατ’ ευθείαν εις Κρήτην» (Ακρόπολις, 24.03.1936).
Άνευ ειδικής πιέσεως
Είναι αλήθεια ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός “κρύφτηκε” πίσω από το τηλεγράφημα της Έλενας Βενιζέλου, το οποίο όμως, κατά κάποιο τρόπο, αυτός είχε προκαλέσει. Επίσης, δέχτηκε άνευ ειδικής πιέσεως την αλλαγή στάσης της οικογένειας του νεκρού. Για τον Γεώργιο Καφαντάρη, ήταν σφάλμα της κυβέρνησης που δέχτηκε να γίνει μνημόσυνο για τον Κωνσταντίνο, εν μέσω επίσημου πένθους.
Η απόφαση της ματαίωσης της διακομιδής της σορού του Βενιζέλου στην Αθήνα προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, κύμα αντιδράσεων από τους οπαδούς των Φιλελευθέρων. Επιτροπή αποτελούμενη από βουλευτές του κόμματος, ζήτησε από τη κυβέρνηση να αποστείλει νεότερο τηλεγράφημα στην οικογένεια, στο οποίο να ζητά να αλλάξει την στάση της, στο ζήτημα της διέλευσης του νεκρού από την Αθήνα. Ο Δεμερτζής, όμως, αρνήθηκε. Τότε εκείνοι εξήγγειλαν συλλαλητήριο, το οποίο όμως ματαιώθηκε από την Αστυνομία. Εν τέλει, το πρωί της Παρασκευής 27 Μαρτίου, τα δυο πολεμικά πλοία έφτασαν στα Χανιά, χωρίς να περάσουν από την πρωτεύουσα. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας τελέστηκε η κηδεία του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Οι δυο πρωταγωνιστές του Εθνικού Διχασμού, Βενιζέλος και Κωνσταντίνος, πέθαναν στην εξορία. Δεν ήταν όμως οι μόνοι. Και ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε πεθάνει εκτός Ελλάδος. Η σορός του επέστρεψε σιδηροδρομικώς από τη Γαλλία στην Ελλάδα, διότι ο Δεληγιάννης είχε δηλώσει ότι τα πολεμικά πλοία «δεν είναι νεκροφόρες» (Ακρόπολις, 27.03.1936). Ήταν τέτοια η πολιτική πόλωση, που η χώρα δεν χωρούσε και τους δυο. Όποιος έχανε, έπρεπε να φύγει. Λες και η ψήφος του ελληνικού λαού ερμηνευόταν σαν εξοστρακισμός. Ο νικητής του πολιτικού παιχνιδιού επεδίωκε, ευθέως ή πλαγίως, την εξορία του αντιπάλου του, ορισμένες φορές και τη φυσική του εξόντωση.