Φιλελευθερισμός: η μετάλλαξη και το comeback
23/04/2019Σήμερα, σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης οικονομικής ανισότητας και καλπάζοντος λαϊκισμού έχει νόημα να ασχολείται κανείς με τον φιλελευθερισμό; Αυτό είναι ερώτημα πιο επίκαιρο από ποτέ, όταν μάλιστα ο δισεκατομμυριούχος, πρώην νεοφιλελεύθερος και νυν λαϊκιστής, Πρόεδρος των ΗΠΑ κλείνει τα εμπορικά σύνορα και καταργεί, ή καταστρατηγεί τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, επιχειρώντας να θέσει είτε προσωρινό είτε πρόωρο τέλος στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης.
Επιγραμματικά η απάντηση είναι πως έχει νόημα να ασχολείται κανείς σήμερα με τον φιλελευθερισμό. Όχι μόνον για ιστορικούς λόγους, αλλά κυρίως για λόγους διαφύλαξης των κυριότερων πολιτικών και οικονομικών κατακτήσεων της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό πριν δώσω έναν πιο σύγχρονο και πλουραλιστικό ορισμό του φιλελευθερισμού θα προσπαθήσω να ονοματίσω τρεις τεράστιες κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού που σφράγισαν τον 19ο και 20ο αιώνα.
Πρώτον, η κατάργηση της φεουδαρχίας και γενικώς τη τυραννίας του αυθέντη ηγεμόνος και η απόδοση του δικαιώματος ατομικής ιδιοκτησίας. Επίσης, η απόδοση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στην πλειοψηφία των πολιτών με ιδιοκτησία/εισόδημα. Το ίδιο δικαίωμα δόθηκε στους μη έχοντες υπολογίσιμο εισόδημα/κλήρο μετά από σκληρούς αγώνες της εργατικής τάξης.
Δεύτερον, η θέσμιση βασικών και αναφαίρετων ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια εξελικτική πορεία που ξεκινά από την κατάργηση της δουλείας, ειδικώς εκείνης των μαύρων στις ΗΠΑ, μέχρι την πλήρη αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών, των εθνικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών μειονοτήτων. Από τα σύγχρονα συντάγματα και συνταγματικά κείμενα, η σημερινή Ευρωπαϊκή Χάρτα Ανθρώπινων Δικαιωμάτων αποτελεί το πιο εξελιγμένο νομικά δεσμευτικό κείμενο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από την άλλη, αποτελεί το επιστέγασμα των θεσμικών κατακτήσεων της φιλελεύθερης Ευρώπης.
Τρίτον, η δημιουργία οικονομικών θεσμών λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς και στήριξης της οικονομικής ανάπτυξης, μέσω της επίτευξης αποτελεσματικής διανομής σπάνιων οικονομικών πόρων. Επίσης, η νομικά δεσμευτική αναγνώριση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας (υλικής και άυλης) μέσω του ανταγωνισμού έδωσε τη δυνατότητα στις επαγγελματικές τάξεις να αναδειχθούν οικονομικά και κοινωνικά, καταλύοντας τη φεουδαρχία και δημιουργώντας σταδιακά και εξελικτικά τη λεγόμενη αστική και αργότερα μεσαία τάξη.
Οι αδυναμίες του κλασικού φιλελευθερισμού
Στη μακρά ιστορία του, ο φιλελευθερισμός ούτε υπήρξε ένα ενιαίο και ομογενοποιημένο κίνημα και σύστημα ιδεών, ούτε και απέφυγε τεράστιες ιστορικές αποτυχίες και καταστρεπτικές ήττες, κυρίως λόγω των δικών του αδυναμιών. Ο κλασικός φιλελευθερισμός κυρίως αναπτύχθηκε από τους Λόκ, Μίλς, και Άνταμ Σμιθ.
Αφορούσε κατά βάση τον προσδιορισμό των ελευθεριών του ατόμου απέναντι στην εξουσία και τον τρόπο άσκησης δημόσιας (πολιτικής) εξουσίας, τη θέση του ατόμου εντός του συνόλου (αυτού που ορθώς ονομάζουμε σήμερα ανθρώπινη κοινωνία). Επίσης, των ελευθεριών του και ως οικονομικού δρώντος, στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς, δηλαδή την ελευθερία του συναλλάσεσθαι (freedom of contract) και της οικονομικής ανταλλαγής (freedom of exchange), καθώς και τα οφέλη του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου με σκοπό την επίτευξη οικονομικής αποτελεσματικότητας προς όφελος όλων.
Η πρώτη και η πιο βασική αδυναμία του κλασικού φιλελευθερισμού ήταν η αδυναμία/αδιαφορία που έδειξε στην κατανόηση της πάλης των κοινωνικών και οικονομικών τάξεων. Αυτό φάνηκε από την στιγμή που η πρώτη επικράτηση του φιλελευθερισμού και η βιομηχανική επανάσταση δημιουργούν τρεις διακριτές κοινωνικές τάξεις αντί των δύο εντελώς ανισοβαρών της ύστερης φεουδαρχίας, οδηγώντας τα άτομα σε συνεκτικές κοινωνικές (ταξικές) ομαδοποιήσεις.
Έχουμε πλέον εντατικοποίηση της διαπάλης μεταξύ των τάξεων και όχι απλώς διαπάλη εντός της ανώτερης τάξης για τον έλεγχο εδάφους και πλουτοπαραγωγικών πόρων (π.χ. πρώτων υλών). Από τότε η διαπάλη αφορά τον έλεγχο των μέσων παραγωγής και των παρελκόμενων τους, κυρίως του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η εξέλιξη αυτή αφήνει τον φιλελευθερισμό ιδεολογικά και πολιτικά τρωτό στο δεύτερο μισό του 19ου και στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Αυτό δεν είναι μόνον ένα αναλυτικό και ιδεολογικό κενό. Αφορά βασικά ερωτήματα εφαρμοσμένης πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, καθώς και οικονομικής πολιτικής. Είναι βεβαίως ένα κενό που στην αρχή καταλαμβάνει, ως δράση, το σοσιαλιστικό (μαρξιστικό) κίνημα που στοχεύει στην κοινωνικοποίηση της ιδιοκτησίας και των μέσων παραγωγής. Αργότερα, το κενό καταλαμβάνουν ως αντίδραση οι ολοκληρωτισμοί. Η διάκριση θεωρείται αναγκαία διότι δεν υιοθετώ την ταύτιση της άρνησης/περιορισμού της ατομικής ιδιοκτησίας στον Μάρξ και την κοινωνικοποίηση της περιουσίας με την απώλεια όλων των ατομικών δικαιωμάτων.
Η δεύτερη αδυναμία του κλασικού φιλελευθερισμού είναι ότι κοιτάζει αμήχανος την τάση της ελεύθερης, από κρατικό προστατευτισμό, αγοράς να γίνεται μηχανισμός υπερσυγκέντρωσης οικονομικής δύναμης και πλούτου. Η εξέλιξη αυτή αναιρεί εν πολλοίς το νόημα της ελευθερίας του συναλλάσεσθαι (freedom of contract), λόγω της τεράστιας ανισότητας στην διαπραγματευτική θέση των μερών (inequality of bargaining position).
Η τελευταία οδηγεί στη δημιουργία των εργατικών συνδικάτων ως αντίβαρο στην οικονομική εξουσία του εργοδότη. Η δράση των συνδικάτων, σε συνδυασμό με την εξάπλωση της αντίρροπης και αναλυτικά επίσης (εν μέρει) έγκυρης μαρξιστικής θεωρίας, οδηγεί είτε σε κοινωνικές επαναστάσεις στον 19ο αιώνα, είτε σε βαθιά κοινωνική αναταραχή στον 20ο. Παρεμπιπτόντως, θεωρώ την σοβιετική επανάσταση πολυπαραγοντική και δεν υιοθετώ την μονοπαραγοντική εκδοχή της κατάληψης της εξουσίας από τους εργαζόμενους. Τον φόβο των συνδικάτων και την περιοδικότητα των επαναστάσεων χρησιμοποιούν ως πρόσχημα οι ολοκληρωτισμοί για να καταστείλουν μια πλειάδα ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων κατά τη δεκαετία του 1930.
Η τρίτη αδυναμία του κλασικού φιλελευθερισμού είναι η μη κατανόηση της αδήριτης ανάγκης προστασίας των οικονομικά ασθενέστερων σε μη ανταποδοτική βάση. Η ανάγκη αυτή οδηγεί μεταπολεμικώς στη δημιουργία του περίφημου κράτους πρόνοιας (welfare state).
Η τέταρτη αδυναμία του είναι ότι δεν έχει απαντήσεις όταν οι συχνές κρίσεις του χρηματιστηριακού καπιταλισμού γίνονται κρίσεις ζήτησης, δημιουργώντας τεράστια κύματα αναταραχής στην παραγωγική οικονομία και στην κοινωνία. Ιδίως όταν οι κρίσεις της παραγωγικής οικονομίας γίνονται κρίσεις απασχόλησης/ανεργίας, λόγω εκτεταμένων απολύσεων και παγώματος προσλήψεων. Αυτό το τέταρτο κενό έρχεται να καλύψει τελικώς ο Κεϋνσιανισμός, δηλαδή κρατικός παρεμβατισμός εντός της οικονομίας της αγοράς, ο οποίος και θα αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά του μεταπολεμικού οικονομικού υποδείγματος.
Αναγέννηση ανάταξη και διάσπαση του φιλελευθερισμού
Έχοντας γίνει αποδέκτης της ληξιαρχικής πράξης θανάτου του, ο φιλελευθερισμός αναγεννάται σιγά σιγά κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, κυρίως ως απάντηση στα πολιτικά και οικονομικά δεινά που επέφεραν οι ολοκληρωτισμοί του Μεσοπολέμου. Η αναγέννηση των ιδεών του φιλελευθερισμού έχει επίκεντρο κυρίως δύο μεγάλα ακαδημαϊκά κέντρα: το Χάρβαρντ και το Σικάγο.
Εδώ, όμως, επέρχεται και η πρώτη διάσπαση. Στο Σικάγο αρχίζει να κυριαρχεί η μελέτη και διάδοση μιας αναγεννημένης εκδοχής του οικονομικού φιλελευθερισμού με πρωθιερέα του κινήματος τον Μίλτον Φρίντμαν, ο οποίος υπερτονίζει την μεγιστοποίηση του ατομικού οφέλους (utility maximization) και την συμμετοχή του επιχειρηματικού και ιδιωτικού κέρδους στην οικονομική ανάπτυξη.
Ο Φρίντμαν επίσης υποτιμά για πρώτη φορά στην ιστορία της φιλελεύθερης σκέψης την καταστροφική επίδραση των μονοπωλίων στον ανταγωνισμό. Οι θεωρίες του Φρίντμαν συμπληρώνονται από τις θεωρίες της οικονομικής αποτελεσματικότητας και μεγέθυνσης στη βάση της ανταγωνιστικής διανομής δικαιωμάτων ιδιοκτησίας (Coase) και εκείνης των τέλειων και αποτελεσματικών χρηματοοικονομικών αγορών (Φάμα).
Η αντίληψη των Φρίντμαν και Φάμα για τις ορθολογικές και αποτελεσματικές αγορές αγγίζει τα όρια του θεολογικού δόγματος. Η πολυπλοκότητα (complexity) των σημερινών χρηματοοικονομικών προϊόντων, οι πάντοτε διάχυτες και εμπειρικώς αποδεδειγμένες ψυχολογικές επιδράσεις στους δρώντες των αγορών (cognitive biases, bounded rationality) και η ανισότητα πληροφόρησης (information asymmetries) θέτουν ανυπέρβλητα φυσικά εμπόδια στην ύπαρξη απολύτως ορθολογικών και αποτελεσματικών αγορών.
Παραδόξως, ο Χάγιεκ, παρότι κεντρική φιγούρα το κινήματος του νεοφιλελευθερισμού, φαίνεται να επηρεάζει την οικονομική σκέψη λιγότερο από τον Φρίντμαν, θέτοντας τα φιλοσοφικά θεμέλια του νεοφιλελευθερισμού. Οι θεωρίες της σχολής του Σικάγο, βεβαίως, εξαπλώθηκαν σταδιακά σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο.
Η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού
Η σύνθεση και εφαρμογή στην πράξη των συγκεκριμένων οικονομικών ιδεών και θεωριών είναι αυτό που αργότερα, στην εποχή του Ρήγκαν και της Θάτσερ, θα ονομασθεί νεοφιλελευθερισμός. Εκείνη η εποχή, όχι χωρίς σοβαρές πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις, ανοίγει τις πύλες για την σημερινή οικονομική και πολιτική κυριαρχία/επικυριαρχία του, με όχημα κυρίως τις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές αγορές.
Στο Χάρβαρντ, ο πολιτικός φιλελευθερισμός παίρνει κυρίως τη μορφή του κινήματος των δικαιωμάτων (των μειονοτήτων) και της προώθησης της ισότητας μεταξύ των κοινωνικών, θρησκευτικών, και εθνικών ομάδων. Δεδομένης της επιρροής του Χάρβαρντ στα δικαστικά δρώμενα των ΗΠΑ και στην ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος, η θεωρία των δικαιωμάτων, στην ουσία η επικαιροποίηση του κλασικού πολιτικού φιλελευθερισμού, γίνεται για τρεις δεκαετίες η κυρίαρχη ιδεολογία των προοδευτικών δυνάμεων στις ΗΠΑ. Οι οπαδοί της ονομάζονται φιλελεύθεροι δημοκράτες (liberal democrats).
Στο Χάρβαρντ πάλι ο Τζον Ρόουλς, κορυφαίος φιλελεύθερος φιλόσοφος του 20ου αιώνα, μας δίνει μια νεοκλασική θεώρηση των αρχών του πολιτικού φιλελευθερισμού. Το κράτος και οι θεσμοί του παρέχουν τα δημόσια αγαθά και όχι μόνον την προστασία βασικών ελευθερίων, όπως αναγνώριζε ο Λοκ. Επίσης, η ελευθερία του συναλλάσεσθαι δεν παραμένει απόλυτο δικαίωμα. Η κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη δεν εξασφαλίζεται με την ολοκληρωτικού τύπου εγκαθίδρυση απόλυτης ισότητας περιουσίας ή εισοδήματος. Κάτι που, άλλωστε, θα ήταν πρακτικά ανέφικτο σε μια φιλελεύθερη οικονομία/κοινωνία. Εξασφαλίζεται στη βάση των ίσων ευκαιριών για την επίτευξη τους.
Η θεωρία του Ρόουλς μας καλεί επομένως να διαμορφώσουμε ως το επόμενο βήμα μια μεταμοντέρνα φιλελεύθερη πολιτική και οικονομική σύνθεση. Μια πρόκληση, στην οποία έχουν εν μέρει ανταποκριθεί μόνον δύο μεγάλοι φιλόσοφοι-οικονομολόγοι, ο Αμάρτυα Σεν (παρά την κριτική που δικαίως έχει κάνει στον Ρόουλς για την τεχνητή κατασκευή του πέπλου άγνοιας) και ο Στίγκλιτζ, παρότι αυτός θεωρείται κυρίως νεοκεϋνσιανός.
Σε επόμενο άρθρο θα εξηγήσω πως η οικονομική θεωρία και πολιτική θα μπορούσαν να απαντήσουν σε αυτήν την τεράστια πρόκληση, δημιουργώντας έτσι προοπτικές. Προοπτικές όχι μόνον για την ανάκτηση του χαμένου εδάφους για τις φιλελεύθερες ιδέες, αλλά και για την καταπολέμηση του τρομακτικού και συνάμα τραγικού φαινομένου της ολοένα αυξανόμενης οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας στον δυτικό κόσμο και στις αναπτυσσόμενες χώρες.