Φοιτητικές αναμνήσεις και τωρινές σκέψεις
04/05/2025
Ώρα είναι και δημοσίως να επισημανθεί η τάση επιφανών μελών της κοινωνίας μας. Όταν τούς συναντάς και πας, βασισμένος στην παλιά μαζί τους φιλία, να τούς μιλήσεις, η απάντηση είναι στερεότυπη: “Δεν θυμάμαι!”
Δεν θυμούνται το Σχολείο τους, τις όμορφες νεανικές περιπέτειές τους, τους Δασκάλους τους… Τίποτα! Άλλο ένα “θαύμα” των μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης: Όλοι μπορούν να λένε κυριολεκτικώς “οτιδήποτε τούς έρχεται στο κεφάλι” υπό την κάλυψη την οποία τούς παρέχουν τα γελοία ψευδώνυμα που παίρνουν στο διαδίκτυο, αλλά αποφεύγουν “όπως ο διάβολος το λιβάνι” να πούνε κάτι επωνύμως και δια ζώσης, μήπως “εκτεθούν”… Τελοσπάντων.
Ο καθηγητής Δημήτρης Παυλόπουλος, με το ωραίο του άρθρο για την “παλαιών χρόνων” Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ, απέδειξε πως δεν συγκαταλέγεται στους ανωτέρω “γενναίους του ίντερνετ”. Οπότε παίρνω κι εγώ το θάρρος να ολοκληρώσω τη λογοτεχνική εικόνα που αυτός έχει αρχίσει να φιλοτεχνεί.
Ευρισκόμεθα στις αρχές του χειμώνα του 1970 και συναποτελούμε παρέα πρωτοετών φοιτητών της Φιλοσοφικής που, μετά από την επώδυνη δοκιμασία των εισαγωγικών εξετάσεων, έχουμε κατορθώσει να “μπούμε στο Πανεπιστήμιο”. Καθόμαστε στα μπροστινά έδρανα του επιβλητικού αμφιθέατρου (στο επί της οδού Σόλωνος κτήριο) που φέρει το όνομα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και είμαστε “αδιαπραγμάτευτα αποφασισμένοι” να μη κοπούμε σε κανένα μάθημα, ώστε κανονικά να τελειώσουμε την τετραετή φοίτησή μας.
Ο πρώτος του “συγκροτήματος” είναι ο Κώστας Κοτζιούλας (1951-2023). Πρόκειται για τον γυιο του ποιητή της Μαχητικής Αριστεράς Γιώργου Κοτζιούλα, ο οποίος είχε πεθάνει πολύ πρόωρα, κυνηγημένος λόγω των πεποιθήσεων και του έργου του αλλά και μαραμένος από ανεκπλήρωτο έρωτα που τού είχε “κάψει τη ζωή”. Ο Κώστας μεγάλωσε μέσα σε φτώχεια, που μόνο όσοι ακόμη θυμούνται τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 στη χώρα μας, είναι σε θέση να καταλάβουν.
Ευτυχώς… κυριολεκτικώς τον “άρπαξε” ο Αντώνης Μωραΐτης και του προσέφερε δωρεάν εκπαίδευση στο – ορθώς! – περίφημο ομώνυμο Σχολείο του. Ο Κώστας μπήκε “με τη δεύτερη” στη Φιλοσοφική και παρά τις φοβίες που ακόμη τον κατέτρεχαν δεν άργησε να βρεθεί μέσα σε κλίμα ειλικρινούς και εγκάρδιας συμπαράστασης σχεδόν από το σύνολο των Καθηγητών της Σχολής.
Στέλιος Κανόνης και Κωνσταντίνος Μερεντίτης
Ο δεύτερος της παρέας ήταν ο Στέλιος Κανόνης: Αψηφώντας αυτός τις προτροπές της οικογένειάς του που τον “ήθελε ναυτικό για να βγάλει λεφτά υπήρξε αμετάκλητα αποφασισμένος να γίνει φιλόλογος. Ο τρίτος συνιστούσε κάτι σαν “τουριστική αττραξιόν”. Ήταν ο Φρανσουά, Αφρικανός από το Κογκό και κατάμαυρος. Σπάνιζαν τότε στην Ελλάδα οι Αφρικανοί! Ο Φρανσουά, έχοντας ισχυρές διασυνδέσεις στη χώρα του, επωφελήθηκε από κάποιες υποτροφίες που παρείχε σε ομοεθνείς του η τότε ελληνική κυβέρνηση, και είχε καταφθάσει στην Αθήνα, για να σπουδάσει Κλασική Φιλολογία.
Πώς όμως θα γινόταν αυτό; Ενώ μιλούσε τέλεια γαλλικά, τα ελληνικά του ήταν υποτυπώδη. Έτσι, με ομοφώνως επιτακτική απόφαση των συμφοιτητών μας, είχα αναλάβει ρόλο διερμηνέα. Τι να τού πρωτοεξηγήσω όμως και σε τι “ανάλυση της ύλης” να προχωρήσω; Ευτυχώς, ήταν έξυπνος και συνακολούθως καταλάβαινε πολύ περισσότερα από όσα τού επέτρεπε η κατ’ ουσίαν άγνοια της γλώσσας μας.
Ο τέταρτος της παρέας παρουσίαζε ιδιομορφία ακόμη μεγαλύτερη από εκείνη του Φρανσουά. Ήταν ο Γιαννάκης, γυιος του Καθηγητή μας Κωνσταντίνου Μερεντίτη. Είχε Γερμανίδα μητέρα, την ανατροφή του χαρακτήριζε μία – για τα ελληνικά δεδομένα – υπερβολική αυστηρότητα και κυκλοφορούσε πάντα κρατώντας εμφανώς αντίτυπο μιας στερεότυπης έκδοσης του Θουκυδίδη. (Χωρίς μετάφραση, εξυπακούεται!) Έτσι, όταν οι άλλοι, “με τον αγνό της νειότης ενθουσιασμό”, θορυβωδώς εντοπίζαμε μέσα στο πλήθος των συμφοιτητριών μας, τις “υπερέχουσες καλλονές”, ο μεν Φρανσουά εκστόμιζε ένα λακωνικό passable (= ανεκτή), ενώ ο Γιαννάκης μάς κατεύναζε με τη στερεότυπη φράση του: “Εγώ έχω τον Θουκυδίδη”.
Η ατμόσφαιρα της εποχής
Είχε τον Θουκυδίδη… Ο πατέρας του, παρά τις παραξενιές του, αποτελούσε προσωπικότητα γεραιρού φιλολόγου – εκδοχή Δασκάλου που σήμερα πια δεν υπάρχει. Το μειονέκτημά του ήταν ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής και λίγο μετά βρισκόταν εγκατεστημένος στη Γερμανία. Συναισθηματικώς παρέμενε στο πλευρό του ηττημένου Ράιχ και πότε-πότε τού ξέφευγαν αναμνήσεις από τις “οδύνες” τις οποίες οι νικητές, κυρίως οι Γάλλοι, είχαν επιβάλει στους Γερμανούς. Αυτά όμως δεν μείωναν την αίγλη που περιέβαλλε τις γνώσεις του. Είχε φτάσει στο σημείο να ερευνά, μέσω των Αρχαίων Ελληνικών, τις μεταξύ των ζώων δυνατότητες “επικοινωνίας στοιχειωδώς λογικής”. Και τα αποτέλεσματα της έρευνας στην οποία συνακολούθως είχε επιδοθεί μόνο ως “φαιδρά” δεν μπόρεσαν να θεωρηθούν.
Άλλωστε, σχεδόν όλοι οι τότε Καθηγητές μας στην Φιλοσοφική λογικώς και ευχερώς εξελίσσονταν σε “πρότυπα προς μίμηση”. Φαινομενικώς, τη διδασκαλία τους χαρακτήριζε κάποια “ξηρότητα”. Σε αυτό βέβαια συνέβαλλε η ατμόσφαιρα που λόγω του στρατοκρατικού καθεστώτος είχε επικρατήσει στην τότε πνευματική μας ζωή. Εάν όμως κανείς, αφήνοντας κατά μέρος τις ιδιεολογικές προκαταλήψεις, παρακολουθούσε συστηματικώς τις παραδόσεις τους, μπορούσε να καρπωθεί Μάθηση που “δια βίου” παρέμενε ισχυρή και ωφέλιμη.
Ο πρόωρα και άδικα χαμένος Νικόλαος Καρμίρης (1930-1977) πρώτα-πρώτα, με την απέραντη κουλτούρα του, εμπράκτως αποδείκνυε ότι η “Ιστορία είναι μία” καθώς και ότι οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες συνιστούν σύνολο αδιάσπαστο. Επαναλαμβάνοντας, πράγματι, το αξίωμα του Πολύβιου, πειστικώς εξηγούσε πως οι “ειδικότητες” και “υποειδικότητες” συχνά καταλήγουν σε άγνοια θεαματική. Ο Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος (1911-1993), πάλι, δίδασκε Λατινικά με τρόπο αυτόχρημα “γυμνασιακό”: “Σήκω στον πίνακα”, “εδώ κάνεις λάθος”, “γιατί μιλάτε;” κ.ο.κ. Εάν όμως κανείς είχε το σθένος να υπομείνει τις παραδόσεις του, οπωσδήποτε μάθαινε και τη γλώσσα αλλά εν πολλοίς και την Ιστορία της Αρχαίας Ρώμης.
Η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου (1917-2012), πρώτη γυναίκα που έγινε καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής, με την ευαισθησία και το πρακτικό της μυαλό είχε αναγάγει την Βυζαντινή Ιστορία σε αντικείμενο μελέτης και ενασχόλησης καθόλου δυσάρεστο. Από την πλευρά του, ο Φαίδων Μπουμπουλίδης (1923-2007) συστηματικώς εξοικείωνε τους φοιτητές τους με το Νεοελληνικό Θέατρο και παράλληλα, βασισμένος στο έργο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, με τόλμη τεκμηρίωνε την υπεροχή τής Δημοτικής. Ο Σπύρος Ιακωβίδης (1922-2013), τέλος, είχε κατορθώσει, μέσω της διδασκαλίας και γενικώς συμπεριφοράς του, να προσδώσει γόητρο τελείως απροσδόκητο στις αρχαιολογικές ανασκαφές.
Στο πνεύμα του Παπαρρηγόπουλου
Ο χώρος δεν επιτρέπει την παρουσίαση και των υπόλοιπων Καθηγητών μας. Εν ολίγοις πάντως, η Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ κρατούσε ακόμη κάτι από το πνεύμα που είχε προσπαθήσει να τής εμφυσήσει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Να είναι δηλαδή, πάνω στο πρότυπο του Καίμπριτζ και της Οξφόρδης, φυτώριο λογίων που, έχοντας ενστερνισθεί συνολικώς και εκθύμως την Ανθρωπιστική Παιδεία, θα ήταν σε θέση αποτελεσματικώς να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε πρόβλημα τόσο προσωπικό όσο και της κοινωνίας στους κόλπους της οποίας έμελλαν να ενταχθούν.
Το πρώτο πλήγμα το δέχτηκε αυτός ο “εν σπαργάνοις” σχεδιασμός με την κατά το 1862 έξωση του Όθωνα. Σε αυτήν, αφανώς μα αποτελεσματικώς, είχε αναλάβει καίριο ρόλο η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών. Αυτό ήταν κάτι “λογικό”, διότι στο πλαίσιο αυταρχικών συστημάτων διακυβέρνησης οι νομικές διαμάχες παραμένουν αναιμικές, ενώ παράλληλα εξοστρακίζεται κάθε μορφή υποκειμενικής αλήθειας. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι η επικράτηση αυτής της τελευταίας επέφερε, με τη σειρά της, την καταστολή οποιασδήποτε προσπάθειας ανεύρεσης Αλήθειας αντικειμενικής.
Συνακολούθως, η από τα τέλη του 19ου αιώνα αργή αλλά σταδιακή εξάπλωση του Δικαιωματισμού και η στις μέρες μας επικράτησή του έχει ως αποτέλεσμα την τωρινή κατάσταση των Πανεπιστημίων μας. Η εμφάνιση των κτηριακών τους εγκαταστάσεων “μιλά από μόνη της”. Τι τελοσπάντων μαθαίνουν εκεί μέσα τα παιδιά μας; Από ποιους δασκάλους; Και με ποια βιοτική προοπτική;
Αλλά βέβαια, η τεκμηριωμένη απάντηση σε αυτά τα δραματικού χαρακτήρα ερωτήματα κείται πέρα από τα όρια του εν όψει άρθρου.