Γιατί η επανάσταση του 1821 εξέπεσε στη Βαυαροκρατία
19/03/2019Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα που κομίζει η επέτειος των 198 χρόνων από την επανάσταση του 1821 και ποιες οι συνέπειες του αποτελέσματός της, στην δομή-λειτουργία του ελληνικού κράτους; Ορμώμενοι από το προοίμιο των Εθνοσυνελεύσεων της Επιδαύρου και του Άστρους, συναγάγουμε ως κεντρικό στόχο του αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης την αξίωση ελευθερίας-ανεξαρτησίας:
«Το ελληνικόν έθνος, το υπό την φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη το βαρύτατον και απαραδειγμάτιστων ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του, εις Εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον θεού και ανθρώπων την πολιτική αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Η ελευθερία ορίζεται ως αυτονομία, περιγράφοντας τη δυνατότητα ενός ατόμου ν’ αυτό-προσδιορισθεί στον ιδιωτικό, κοινωνικό και πολιτικό του βίο. Συναφώς, ο βαθμός σπουδαιότητας του αγώνα της ελληνικής παλιγγενεσίας δεν εγγράφεται στο πολιτειακό του αποτέλεσμα, αλλά στην αξίωση πολιτικής ελευθερίας, ως έσχατο αγαθό της ανθρώπινης ύπαρξης και ως θεμελιακό υπόβαθρο του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα του Ελληνισμού.
Αυτό το οποίο προτάσσει η ελληνική επανάσταση, ως υπέρτατη αξία για την ύπαρξη, εξέλιξη και ευδαιμονία της εκάστοτε κοινωνίας, είναι η καθολική ελευθερία, όπως αποτυπώνεται, στον «Θούριο» και στην επαναστατική προκήρυξη για τα «Δίκαια του Ανθρώπου», του Ρήγα. Επίσης, στην «Ελληνική Νομαρχία» του Ανώνυμου συγγραφέα, στη «Διακήρυξη» του Παλαιών Πατρών Γερμανού στη Μονή της Αγίας Λαύρας (Μάρτιος 1821) και στον «Ύμνο εις την Ελευθερία» του Διονυσίου Σολωμού.
Το γεγονός αυτό, υποφώσκει στο σύνολο του χώρου που διαβιώνει ο Ελληνισμός υπό οθωμανικό ζυγό, και εγείρεται για πρώτη φορά την πρώτη πεντηκονταετία (το 1495) από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, σε περιοχές της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδος, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Ακόμη δέκα επαναστατικές εξεγέρσεις μεγάλης ή μικρής έντασης-έκτασης εκδηλώνονται διαδοχικά από το 1535 έως το 1807, στο σύνολο του ελλαδικού χώρου.
Οι συμπληγάδες των μοναρχιών
Ωστόσο, το διεθνές περιβάλλον της εποχής, εντός του οποίου οργανώνονται και εκδηλώνονται οι εξεγέρσεις του ελληνικού έθνους δεν ήταν ευνοϊκά διακείμενο στις συλλογικές αξιώσεις ανεξαρτησίας-ελευθερίας-δημοκρατίας. Το ευρωπαϊκό σύστημα του 19ο αιώνα, όπως διαμορφώθηκε από τις Συνθήκες της Βεστφαλίας (1648), της Ουτρέχτης (1713) και της Βιέννης (1814), εδραζόταν στην αμοιβαία αναγνώριση των θεμελιωδών κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών (εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία), εγκαθιδρύοντας ένα σύστημα ελέγχου-εξισορροπήσεων των αναθεωρητικών αξιώσεων ισχύος.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο αγώνας της ελληνικής ανεξαρτησίας καλείται να αντιπαρέλθει τις συμπληγάδες της «διεθνούς των μοναρχιών» μετά και την καθολική τους κατίσχυση επί των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος της εθνικιστικής Γαλλίας του Ναπολέοντα. Το κονσέρτο δυνάμεων της Βιέννης και τα συμπαρομαρτούντα διεθνή καθεστώτα (Ιερή Συμμαχία, Τετραρχία) θα εγκαθιδρύσουν ένα σύστημα τάξης με αντικειμενικό πολιτικό στόχο την καταστολή των κυρίαρχων ιδεολογικών ρευμάτων, του φιλελευθερισμού και του εθνικισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, αναφύεται και η διπλωματική προσπάθεια του Αυστριακού υπουργού Εξωτερικών (1809-1821) και μετέπειτα καγκελάριου (1821-1848) Κλέμενς Φον Μέτερνιχ να εξασφαλίσει τη συναίνεση του Κονσέρτου της Ευρώπης κατά της ελληνικής επανάστασης. Ο Μέτερνιχ από τη μια πλευρά καλείται να υπερκεράσει το γεωστρατηγικό συμφέρον της Ρωσίας για εδαφική επέκταση προς τις θερμές θάλασσες, λαμβάνοντας εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από την άλλη πλευρά, καλείται να υπερκεράσει τα εναλλακτικά στρατηγικά σενάρια της Βρετανίας για τη διασφάλιση της ελευθεροπλοΐας των Στενών.
Για το Foreign Office, η αναγκαιότητα προσαρμογής στις εξωτερικές καταστάσεις και κυρίως η ανάσχεση μιας ενδεχόμενης καθόδου της Ρωσίας στο Αιγαίο-Ανατολική Μεσόγειο, θα οδηγήσει στην αναγνώριση των επαναστατημένων Ελλήνων, (Μάρτιος 1823) ως τυπικά και νομικά εμπόλεμου μέρος, με νόμιμο δικαίωμα να επιτίθενται κατά του εμπορικού στόλου της Υψηλής Πύλης.
Μυστικές Εταιρείες
Πρωθύστερα, στις απαρχές του 19ο αιώνα, έχει ήδη ξεκινήσει η συντεταγμένη οργάνωση του επαναστατικού αγώνα της εθνικής απελευθέρωσης, κυρίως μέσα από τη δραστηριοποίηση της Φιλικής και της Φιλόμουσου Εταιρείας. Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό, προσδίδοντας οργανωτική συνοχή στο προπαρασκευαστικό στάδιο του αγώνα της παλιγγενεσίας. Παρά ταύτα δεν κατόρθωσε να συστήσει μια κεντρική οργανωτική διοίκηση και να υποσκελίσει το ειδοποιό χαρακτηριστικό της ελληνικής επανάστασης, την πολυαρχία.
Η Φιλόμουσος Εταιρεία ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1813, θέτοντας ως κεντρικό της πρόγραμμα την αναβάθμιση της παιδείας των υπόδουλων Ελλήνων, τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στα Βαλκάνια και την επέκταση του Φιλελληνισμού στην Ευρώπη. Θεωρούσε ότι οι εσωτερικές-εξωτερικές συνθήκες ήταν ακατάλληλες για μια επαναστατική εξέγερση.
Δύο διαφορετικές κατευθύνσεις
Αντίστοιχα, στο πολιτικοστρατηγικό πεδίο των διαμορφωτών του προτάγματος της ελληνικής επανάστασης, κυρίως της ελληνικής άρχουσας τάξης, αναπτύσσονται δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Η πρώτη, εκπροσωπούμενη από την επίσημη Εκκλησία και πολλά μέλη της άρχουσας τάξης (π.χ. Φαναριώτες, προύχοντες, κ.ά.) αποδεχόμενη τον «ιστορικό συμβιβασμό» που επήλθε εν τοις πράγμασι με τον Οθωμανό κατακτητή, θα υιοθετήσει μία παθητική στρατηγική επιλογή, που κρυσταλλώνονταν στο ενδεχόμενο να διαδεχθεί όσον αφορά τον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η δεύτερη, στην οποία εμπερικλείονταν οι κοινωνικές δυνάμεις που βίωναν στο γεγονός της κατάκτησης ένα κοινωνικοπολιτικό αδιέξοδο (π.χ. τα αγροτικά και τα αστικά στρώματα, βιοτέχνες και έμποροι), θα ακολουθήσει μία ενεργητική στρατηγική. Επιδίωκε τον ένοπλο αγώνα με αντικειμενικό πολιτικό στόχο την κατάλυση της οθωμανικής δεσποτείας και την ανασυγκρότηση του συστήματος των ελληνικών κοινών.
Κατά τούτο, ο αντικειμενικός πολιτικός στόχος της ελληνικής επανάστασης δεν συνίστατο στην οικοδόμηση ενός συγκεντρωτικού κράτους-έθνους, κατά το πρότυπο της Δυτικής Ευρώπης, αλλά στη διαμόρφωση ενός πολυπολεοτικού / πολυπολιτειακού πολιτικού συστήματος, υπό το γράμμα των Εθνοσυνελεύσεων, με μία χαλαρή συντονιστική κεντρική εξουσία, κυβερνητική και κοινοβουλευτική.
Όπως περιγράφει ο Γιώργος Κοντογιώργης, ο αγώνας της ελληνικής παλιγγενεσίας αναπτυσσόταν στη «βάση του συστήματος και των πατριωτισμών των κοινών / πόλεων, δηλαδή χωρίς συμπαγή ηγεσία, με γνώμονα τις πολεοτικές συνέργειες». Οι δε συνταγματικοί χάρτες αντιμετώπιζαν τη «δόμηση της νέας ελληνικής πολιτείας με πρόσημο τα κοινά, ενώ στο κεντρικό σύστημα εναποτίθεται ένας απλώς εναρμονιστικός ρόλος στο σύνολο».
“Σ’ ένα στενό παπούτσι“
Ωστόσο η κατάρρευση του προτάγματος της ελληνικής παλιγγενεσίας και η αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας του Ελληνισμού να ανασυστήσει την ελληνική κοσμοπολιτεία στη θέση της οθωμανικής δεσποτείας, κατέληξε στη σταδιακή κατάρρευση της οργανωτικής πολιτικής-πολιτειακής δομής του Ελληνισμού, δηλαδή του συστήματος των κοινών. Κυρίως μετά την αποτυχία του πρώτου Έλληνα κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια να υπερκεράσει τις δυνάμεις του προυχοντισμού που κυριαρχούσαν στον ελλαδικό χώρο και να συνταιριάξει το σύστημα των κοινών με τις επιταγές του σύγχρονου διεθνούς συστήματος για τη συγκρότηση ενός έθνους-κράτους.
Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής ήταν, μέσα από μια σειρά από διεθνείς συνθήκες (Πρωτόκολλα Λονδίνου 1830, Συνθήκη Λονδίνου 1832), η θεσμοθέτηση της έξωθεν επέμβασης, η επιβολής της Βαυαροκρατίας (απόλυτης μοναρχίας) και η δημιουργία ενός λιλιπούτειου νεοελληνικού κράτους, πλήρως εξαρτημένου από τις ευρωπαϊκές ηγεμονίες.
Εν ολίγοις, η διαμορφωθείσα, κατά την περίοδο της αντιβασιλείας/βασιλείας του Όθωνα, πολιτική/πολιτειακή δομή του ελληνικού κράτους συνομολογεί τις εγγενείς-αέναες οικονομικές, πολιτικές, στρατηγικές καχεξίες-αβελτηρίες της ελληνικής εσωτερικής-εξωτερικής πολιτικής στην ιστορική διαχρονία. Περιγράφεται εναργώς, μάλιστα, από τον Ίωνα Δραγούμη:
«Τώρα ήλθε το ελλαδικό το κράτος, και μ’ ένα βαυαρέζικο νόμο αποκεφάλισε τη φυσική ελληνική διοίκηση, ισοπέδωσε τάχα τις πολιτείες, τα χωριά και τους ανθρώπους, κατάστρεψε δηλαδή τις κοινότητες και έχωσε τους ισοπεδωμένους Έλληνες σ’ ένα στενό παπούτσι, που είναι μονάχα η τελευταία διοικητική διαίρεση του κράτους και λέγεται δήμος».