Γιατί ο Ελληνισμός επιβίωσε 30 αιώνες – Γλώσσα και Ορθοδοξία
28/11/2018Εμείς οι νεοέλληνες είμαστε υπερήφανοι για το γεγονός ότι το γένος μας επιβίωσε για πάνω από τρεις χιλιετίες. Το παραπάνω δεν αποτελεί απλώς μια σύγχρονη μόνο διαπίστωση. Μαρτυράται εις τους αιώνας των αιώνων από την αδιάλειπτη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Κάπου εκεί τελειώνει και ο συλλογισμός του νεοέλληνα, υπήρχαμε, υπάρχουμε και θα υπάρχουμε για πάντα. Όταν, λοιπόν, τίθεται το λογικό ερώτημα, γιατί και πώς επιβίωσε ο Ελληνισμός, οι συνήθεις απαντήσεις κυμαίνονται, από το μας «φυλάει ο Θεός» μέχρι την πίστη στη διαχρονική υπεροχή του ελληνικού πνεύματος.
Τα παραπάνω φαντάζουν υπερβατικές δοξασίες. Παρ’ όλα αυτά, μελετώντας το παρελθόν ο κάθε αντικειμενικός παρατηρητής, διαπιστώνει το εξής: Ο ελληνισμός επιβιώνει, μέσω της διαχρονικής διατήρησης της κοινής γλωσσικής κληρονομιάς και των κοινών ηθών-αξιακού συστήματος. Ποιοι ήταν, όμως, αυτοί οι φορείς και θεσμοί, οι οποίοι κατάφεραν να διασφαλίσουν την πολιτισμική, την πολιτική και τη γλωσσική συνέχεια ενός γένους τόσο αρχαίου, μέσα σε αιώνες εισβολών, επιδρομών και κατακτήσεων; Δεν ήταν άλλοι από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και την ορθόδοξη εκκλησία.
Ο Νικήτας Χωνιάτης μας περιγράφει, ήδη από την 12ο αιώνα, το συνειδησιακό πλαίσιο των μεσαιωνικών Ρωμαίων, ή αλλιώς Ρωμιών, σε επίπεδο όχι μόνο θεσμικό, αλλά πάνω απ’ όλα εθνοτικό. Αυτό βασιζόταν, στο να κατέχει κανείς το ελληνίζειν στη γλώσσα, να ακολουθεί τα ρωμαίικα ήθη και προφανώς να είναι χριστιανός. Το παραπάνω τρίπτυχο αντανακλά επακριβώς, το ομόγλωσσο, το ομότροπο και το ομόθρησκο, όπως αυτά αναφέρονται στον Ηρόδοτο. Τα εν λόγω χαρακτηριστικά, όπως και οι θεσμικές δικλείδες οι οποίες τα προώθησαν και τα διαφύλαξαν, διασφάλισαν τη συνειδησιακή συνέχεια και τη φυσική επιβίωση του ελληνισμού.
Επιστρέφοντας στο σήμερα, και τον αυθόρμητο συλλογισμό της πλειοψηφίας του ελληνικού πληθυσμού. Το «μας φυλάει ο θεός» αντανακλά την ορθόδοξη πίστη, συνδυαστικά με την αντίληψη περί υπεροχής του ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού. Μιας αντίληψης, η οποία πηγάζει στη βυζαντινή θέση περί νέου περιούσιου λαού, σε συνάρτηση με τη μελέτη και διατήρηση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Άλλωστε, όπως αναφέρει ο Άγιος Κύριλλος στους Άραβες, «εξ ημών προήλθον άπασαι αι τέχναι».
Μοναδικός θεσμός η εκκλησία
Όμως, η «Bασιλεία των Ρωμαίων» έχει πάψει να υπάρχει εδώ και 500 περίπου χρόνια. Ως εκ τούτου, ο μοναδικός αυτοκρατορικός θεσμός, ο οποίος απομένει στον ελληνισμό είναι η εκκλησία. Στα 400 με 500 χρόνια οθωμανικής διοίκησης, ήταν ο κλήρος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης αυτοί οι οποίοι ανέλαβαν το αποκλειστικό βάρος-ευθύνη της διατήρησης, κατ’ αρχάς του ομόδοξου, και δια μέσω αυτού του ομότροπου και του ομόγλωσσου. Με απλά λόγια, η εκκλησία απετέλεσε για τη ρωμιοσύνη ό,τι ακριβώς απετέλεσε η κιβωτός του Νώε για τη ζωή στην οικουμένη.
Στο τέλος της μέρας, ήταν αυτοί οι Ρωμιοί οι οποίοι πήραν τα όπλα, «υπέρ πίστεως και πατρίδος», κι έδωσαν σάρκα κι οστά σε αυτό που ονομάζουμε νέος ελληνισμός.
Μπορεί οι εποχές να άλλαξαν και συνεχώς να αλλάζουν. Θα ήταν ωστόσο, μέγιστη ανευθυνότητα να διαρραγεί αυτή η οργανική σχέση Πίστεως και Πατρίδας. Ειδικά στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε.
Η θεσμική έκφραση των παραπάνω, έγκειται στην υπάρχουσα σχέση κράτους-εκκλησίας, όπως αυτή διατυπώνεται στο ελληνικό Σύνταγμα. Ο πρωθυπουργός, η κυβέρνηση και οι εκάστοτε διανοητές οφείλουν να συνειδητοποιήσουν το ειδικό βάρος της αλληλεξάρτησης ελληνισμού-χριστιανισμού. Ως εκ τούτου, πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες αγγίζουν το εν λόγω ζήτημα δεν πρέπει να διακατέχονται, ούτε από ιδεοληπτικές ερμηνείες, ούτε από ψηφοθηρικές σκοπιμότητες.