Γιατί οι δημοσκοπήσεις βιάζουν τη λαϊκή βούληση
20/05/2019«Οι εκλογές γίνονται για να δούμε αν είναι σωστές οι δημοσκοπήσεις» (Robert Oren). Βασικό στοιχείο της πολιτικής μας ζωής και ιδιαίτερα στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου αποτελούν οι δημοσκοπήσεις. Η πολιτική ζωή και οι σχεδιασμοί των κομμάτων κινούνται στον αστερισμό των δημοσκοπήσεων. Από την εποχή που ο Τζωρτζ Γκάλλοπ εισήγαγε ως εργαλείο σφυγμομέτρησης της κοινής γνώμης διάφορα μοντέλα (συνεντεύξεις, ερωτηματολόγιο…) η πολιτική άλλαξε περιεχόμενο και οι εκφραστές της (πολιτικοί ηγέτες) καθορίζουν τα βήματά τους σύμφωνα με τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων.
Η εξουσία των δημοσκοπήσεων συνιστά μια sui generis δικτατορία τόσο επί των πολιτικών όσο και επί των πολιτών. Βιάζει την ελευθερία των πολιτών διττώς. Από τη μια πλευρά εκμαιεύει και δημοσιοποιεί τη γνώμη των πολιτών κι από την άλλη διαμορφώνει τη συνείδηση και τις πολιτικές επιλογές τους. Ένας διπλός βιασμός της ελευθερίας του πολίτη που θεωρείται το πυρηνικό στοιχείο της δημοκρατίας.
Στην αθώα τους εκδοχή οι δημοσκοπήσεις – ως καταγραφή της πολιτικής βούλησης των ψηφοφόρων – εμφανίζονται και προβάλλονται ως πρόθεση και ως μια «πράξη» ενημέρωσης των πολιτικών ταγών ή και ολόκληρου του εκλογικού σώματος. Ωστόσο, πολλές φορές περιβάλλεται και από το μύθο μιας αφανούς και άτυπης εξουσίας της κοινής γνώμης πάνω στους τρόφιμους της πολιτικής εξουσίας. Οι ένοικοι αυτής επικαλούνται συχνά τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων είτε για να επιβάλουν – εφαρμόσουν μια πολιτική είτε για να δικαιολογήσουν τις πολιτικές επιλογές τους.
Τα παραπάνω στοιχεία ενίσχυσαν τη νομιμοποίηση των δημοσκοπήσεων αλλά και την αναγκαιότητά τους με την έννοια πως συνεισφέρουν στην εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας.
Η αντιφατικότητα των δημοσκοπήσεων
Ωστόσο στην πρόθεση-έργο των δημοσκόπων και στην πράξη της δημοσκόπησης ελλοχεύει μια μορφή πνευματικής και πολιτικής αντιφατικότητας, που όχι σπάνια μετεξελίσσεται σε “σχιζοφρένεια”. Ας παρακολουθήσουμε προσεκτικά τα στάδια αυτής της “σχιζοφρένειας”. Σε ένα πρώτο επίπεδο η κοινή γνώμη «εξομολογείται» τη βούλησή της για τα πολιτικά τεκταινόμενα, στο βαθμό που οι δημοσκόποι εξασφαλίζουν τη μυστικότητα των στοιχείων ταυτότητας των ερωτώμενων. Στο δεύτερο επίπεδο η ίδια η κοινή γνώμη πιέζεται έμμεσα να συμμορφωθεί προς τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων και ιδιαίτερα να ακολουθήσει άκριτα την πλειοψηφούσα άποψη ή τάση.
Προϊόν των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων είναι και το γεγονός πως η πλειοψηφούσα άποψη και όσοι ανήκουν στην πλειοψηφία αισθάνονται ασφαλείς, σίγουροι και δυνατοί. Αντίθετα οι μειοψηφούσες απόψεις αισθάνονται ανασφαλείς, αδύναμες και ως ένα σημείο «αυτοενοχικές». Αλήθεια πόση δύναμη χρειάζεται το 10% να αντισταθεί στο 50% και να αρνηθεί να συμμορφωθεί στα κελεύσματά του; Εξάλλου στη μαζοποιημένη κοινωνία μας η διαφορετικότητα λογίζεται ως αδυναμία και εξοστρακίζεται, ενώ η συμμόρφωση στο «δίκαιο» της πλειοψηφίας προβάλλεται ως υγιής και λογική στάση. «Πάρε από τον καθένα την άποψή του, αλλά φύλαξε τη δική σου κρίση» (Σαίξπηρ).
Στην περίπτωση της συμμόρφωσης του ατόμου στην πλειοψηφούσα άποψη της κοινής γνώμης οι ψυχολόγοι διαβλέπουν μια τάση αναζήτησης ενός σταθερού σημείου, γιατί αυτό του εξασφαλίζει την ποθητή ψυχική ισορροπία. Αισθάνεται, δηλαδή, μια ανακούφιση και μια επιβεβαίωση στο βαθμό που συνειδητοποιεί πως αποτελεί κομμάτι της πλειοψηφίας. Νιώθει υπόρρητα δικαιωμένος, γιατί οι δικές του απόψεις συμφωνούν με τη θέση της πλειοψηφίας.
Έτσι το κάθε άτομο – συνειδητά ή ασυνείδητα – επιδιώκει τη συμφωνία του με την πλειοψηφούσα θέση της κοινής γνώμης αναζητώντας μέσα από αυτήν την κοινωνική αποδοχή που ενδυναμώνει το αίσθημα της αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησής του.
Μια άλλη παρενέργεια του διττού ρόλου και της αντιφατικότητας της δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων της κοινής γνώμης είναι και τα αντίθετα συναισθήματα που γεννά.
Όσοι βρίσκονται στη μειοψηφούσα τάση νιώθουν απογοητευμένοι και αντιμετωπίζουν ενοχικά ή με σκεπτικισμό την δυνατότητα να παίρνουν πολιτικές αποφάσεις. «Μπορεί να είσαι μειοψηφία του ενός, αλλά η αλήθεια παραμένει αλήθεια». Αντίθετα οι οπαδοί της πλειοψηφούσας θέσης εκτός από την εσωτερική ευφορία που βιώνουν τροφοδοτούν και αυτοαναπαράγουν τον πολιτικό τους ναρκισσισμό κι έναν ιδιότυπο φανατισμό και μια άμετρη οίηση.
Το ανησυχητικό στην περίπτωση αυτή είναι ότι το κριτήριο αλήθειας και αυτοεπιβεβαίωσης των ατόμων της πλειοψηφούσας θέσης είναι το ποσοτικό (3%, 30%, 70%). Σχετικά ο Γκράμσι γράφει «ο καθένας για να σιγουρευτεί λέει στον εαυτό του ότι είναι απίθανο τόσο πολύς κόσμος να πλανάται».
Οι αναποφάσιστοι
Ωστόσο σημαντικό κρίνεται και το γεγονός της επίδρασης των δημοσκοπήσεων στο αναποφάσιστο τμήμα των ψηφοφόρων – πολιτών που αναζητά θέση για να αγκυροβολήσει. Εξάλλου είναι δεδομένη η βασική – κυρίαρχη (βασανιστική πολλές φορές) ψυχολογική τάση του ανθρώπου να θέλει να ανήκει στους πολλούς και ισχυρούς. Έτσι η συμφωνία και η ταύτιση με την πλειοψηφούσα θέση βιώνεται ως μια αναγκαιότητα.
Στην περίπτωση αυτή το άτομο προσεγγίζει συναισθηματικά τα δεδομένα με αποτέλεσμα τα λογικά κριτήρια και ο ορθολογισμός να υποχωρούν ή να απαξιώνονται ως εργαλεία ερμηνείας της πραγματικότητας. Στην αφυδάτωση του αναποφάσιστου ψηφοφόρου από κάθε στοιχείο λογικής συμβάλλουν και οι εικόνες ή τα συνθήματα των αρχηγών κομμάτων που ενισχύουν το μεσσιανικό τους στοιχείο και τροφοδοτούν το φόβο-μίσος στον αντίπαλο. Είναι μια σκηνοθεσία των βιαστών της ανθρώπινης συνείδησης. «Η σκηνοθεσία σημαίνει τη δημιουργία μιας ομοιογενούς μάζας, η οποία φτιάχνεται διπλά˙ μέσω της προσήλωσης στον αρχηγό και μέσω του μίσους ενάντια στον «άλλο», το μη – μέλος της ομάδας» (Θάνος Λίποβατς).
Οι αναποφάσιστοι υφίστανται άτυπα μια πλύση εγκεφάλου και λειτουργούν με την ψυχολογία του «μαζανθρώπου». Η διαφορετική άποψη εκλαμβάνεται ως «αιρετική» θέση και γι’ αυτό οι αναποφάσιστοι επιλέγουν τη μακαριότητα της δύναμης που αναδύεται από την πλειοψηφία και όχι την αμφιβολία και τη διαφωνία που γεννά η κριτική στάση και η ορθολογική θεώρηση της πραγματικότητας.
Βέβαια οι καθοδηγητές της κοινής γνώμης προβάλλουν την αξία της ελεύθερης έκφρασης του λαού, ως πυρηνικού στοιχείου της δημοκρατίας. Ωστόσο οι ίδιοι είχαν φροντίσει από πριν να «συμβουλέψουν» το λαό τι να πιστεύει και πώς να σκέπτεται. Εξάλλου γι’ αυτούς το δικαίωμα της «ελευθερίας της έκφρασης» είναι αξιολογικά ανώτερο του δικαιώματος της «ελευθερίας της σκέψης». «Το δικαίωμα να εκφράζουμε τις σκέψεις μας έχει κάποια σημασία μόνο στην περίπτωση που μπορούμε να έχουμε δικές μας σκέψεις» (Φρομ).
Οι ενστάσεις
Οι ενστάσεις κατά των δημοσκοπήσεων και των επικριτών εστιάζονται σε δυο επίπεδα. Στο πρώτο καταγγέλονται τα ΜΜΕ και οι μηχανισμοί χειραγώγησης αλλά και η τεχνική υποβολής των ερωτήσεων. Οι ερωτήσεις, δηλαδή, τίθενται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξαχθεί το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.
Στο ίδιο επίπεδο οι αιτιάσεις αφορούν και σχετίζονται με το γεγονός της εξομολογητικής αποκάλυψης των πιο προσωπικών και μύχιων επιθυμιών των πολιτών στους δημοσκόπους. Η δημοσιοποίηση, όμως, των αποτελεσμάτων και η προσωπική – ιδιοτελής χρήση από τους πολιτικούς συνιστά μια μορφή «ηδονοβλεψίας», αφού έτσι εθίζεται και το κοινό στην ανάγνωση των δημοσκοπήσεων.
Στο δεύτερο επίπεδο ανιχνεύονται εκείνες οι θέσεις που προσπαθούν να αποδομήσουν την άποψη περί απόλυτης εξουσίας των δημοσκοπικών ευρημάτων στη συνείδηση των ψηφοφόρων. Πιστεύουν, δηλαδή, πως το άτομο δεν είναι τόσο ευάλωτο και ευεπίφορο στην πολιτική προπαγάνδα των δημοσκόπων. Σύμφωνα με τη θεωρία της «γνωστικής ασυμφωνίας» ο πολίτης τείνει να αποδέχεται ως ορθά μόνο εκείνα τα δημοσκοπικά ευρήματα που συμφωνούν με τις προϋπάρχουσες διαθέσεις και πολιτικές απόψεις. Αντίθετα απορρίπτει κάθε εύρημα που αντίκειται στις δικές του θέσεις (π.χ. Οι ρατσιστές – εθνικιστές δύσκολα θα δεχτούν πως οι μετανάστες δεν αποτελούν παράγοντα αλλοίωσης της εθνικής – φυλετικής καθαρότητας….).
Όσοι, λοιπόν, αυτάρεσκα επιχειρηματολογούν υπέρ ή κατά των δημοσκοπήσεων, οφείλουν να αφαιρέσουν από αυτές όλα εκείνα τα στοιχεία που επενεργούν ως ένα ισχυρό διαβρωτικό στις πολιτικές προτιμήσεις των πολιτών – ψηφοφόρων, πιέζοντας αυτούς με έναν υπολανθάνοντα αλλά εξουσιαστικό τρόπο να συμμορφωθούν προς τις θέσεις της πλειοψηφούσας άποψης. Οι πολιτικοί οφείλουν να έχουν κατά νου τον αφορισμό της Βρετανίδας πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ. «Εάν δίνεις προσοχή στην κοινή γνώμη και στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, τότε δεν κυβερνάς, αλλά υπακούς».