Γράμμος 71 χρόνια μετά – Πως τα Helldivers έκαψαν τους αντάρτες
30/08/2020Τον Αύγουστο του 1949, ξεκίνησε η τελευταία φάση των επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού, με την ονομασία “Πυρσός”, ενάντια στις αντάρτικες δυνάμεις του ΔΣΕ (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας) που είχαν οχυρωθεί στους ορεινούς όγκους του Βίτσι και του Γράμμου. Η επιχείρηση διεξήχθη σε τρία στάδια: Πυρσός Α΄ (2-8 Αυγούστου), Πυρσός Β΄ (10-16 Αυγούστου) και Πυρσός Γ΄ (24-30 Αυγούστου).
Τρεις μήνες πριν, τον Μάιο, είχε μπει η εφαρμογή η επιχείρηση “Πύραυλος”, με την οποία εκκαθαρίστηκαν επιτυχώς η Στερεά Ελλάδα και η Θεσσαλία από την αντάρτικη παρουσία. Πριν φτάσουμε στον Αύγουστο του 1949, να σημειώσουμε ότι, μέσα Ιουλίου, η απόφαση του Γιουγκοσλάβου ηγέτη Γιόσιπ Μπροζ Τίτο να κλείσει τα σύνορα με την Ελλάδα, λόγω της σύνταξης του ΚΚΕ με τη Μόσχα, δημιούργησε νέα –αρνητικά για τους αντάρτες– δεδομένα στον εμφύλιο πόλεμο.
Είναι σαφές ότι το γεγονός αυτό στερούσε από τον ΔΣΕ τον ανεφοδιασμό του σε άντρες και πολεμικό υλικό, ενώ δεν επέτρεπε στα ανταρτικά σώματα να βρουν καταφύγιο στο γιουγκοσλαβικό έδαφος. Το καθεστώς του Τίτο, επί δυόμιση έτη, υπήρξε το κύριο έρεισμα του ΔΣΕ. Εκεί εκπαιδεύονταν, εκεί στρατωνίζονταν, εκεί περιθάλπονταν οι τραυματίες, εκεί κατέφευγαν όταν πιέζονταν οι δυνάμεις τους από τον κυβερνητικό στρατό. Έμενε, λοιπόν, μόνο η Αλβανία ως λύση σε περίπτωση υποχώρησης από τις θέσεις των ανταρτών στον Γράμμο.
Από την αρχή των επιχειρήσεων, η ορμή των κυβερνητικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν αυξηθεί αριθμητικά και είχαν παραλάβει νέο αμερικανικής προέλευσης πολεμικό υλικό, υπήρξε έντονη και πολύ γρήγορα σημειώθηκαν οι πρώτες επιτυχίες. Έγραφε η εφημερίδα Ελευθερία στο φύλλο της 3ης Αυγούστου 1949 ότι «Επιτυχίαν τμημάτων εθνικού στρατού εναντίον συμμοριακής ταξιαρχίας διοικουμένης παρά του αρχισυμμορίτου Μπαντέκου».
Παράλληλα, ήταν συνεχείς οι έξοδοι της Βασιλικής Αεροπορίας στα διάφορα πολεμικά μέτωπα, και κυρίως στην περιοχή του Γράμμου–Βίτσι. Όπως υποστήριζε ο τύπος της περιόδου, «έντονος αεροπορική δράσις άνωθεν των διαφόρων περιοχών Γράμμου, Βίτσι και Πρεσπών ένθα προσεβλήθησαν για βομβών ωργανωμέναι κομμουνιστοσυμμορικαί θέσεις, εγκαταστάσεις, καθώς επίσης και μεμονωμέναι κομμουνιστοσυμμοριακαί ομάδες. Ωσαύτως εγένεντο και έξοδοι επ’ ωφελεία ημετέρου πυροβολικού» (Ελευθερία 5.8.1949).
Στις 7 Αυγούστου, ο Τύπος είχε την είδηση ότι έληξαν οι προκαταρκτικές επιχειρήσεις στην περιοχή του Γράμμου και ξεκινούσε το κύριο μέρος των επιχειρήσεων. Είχαν καταληφθεί σημαντικά υψώματα, τα οποία έδιναν τη δυνατότητα να προωθηθούν περαιτέρω οι κυβερνητικές μονάδες.
Το ίδιο το ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου Στρατού έκανε λόγο ότι «οι συμμορίται, αν και αντέταξαν πείσμονα άμυναν ωχυρωμένων τοποθεσιών, τελικώς ανετράπησαν. Επανειλημμέναι προσπάθειαι των ίνα δι’ αντεπιθέσεων ανακτήσουν τα απολεσθέντα, απέτυχον. Ο αγών συνεχίζεται με αύξοντα βαθμόν εντάσεως. Νέαι δυνάμεις του Εθνικού στρατού εμπλέκονται εις τον τομέα τούτον και αι επιχειρήσεις εισέρχονται εις την κυρίαν των φάσιν» (Ελευθερία, 7.8.1949). Παρ’ όλα τα πλήγματα που είχαν δεχτεί, τα ανακοινωθέντα του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων έκαναν λόγο για «έντασις παρενοχλήσεων εκατέρωθεν», ενώ οι αντάρτες ενέτειναν την ναρκοθέτηση περιοχών (Ελευθερία, 9.8.1949).
Ο Πυρσός Β΄ ξεκίνησε 10 Αυγούστου, με τις εφημερίδες να αναφέρουν ότι «συντρίβονται με σοβαράς απωλείας αι αντεπιθέσεις συμμοριτών εις Γράμμον». Βόμβες, ρουκέτες, πολυβολισμοί, αεροπορικοί βομβαρδισμοί και αιματηρές μάχες για να κερδηθούν ορισμένα μέτρα εδάφους συνέθεταν το σκηνικό του πολέμου. Ωστόσο, οι απώλειες του ΔΣΕ άρχισαν να είναι μεγάλες, για το μέγεθος του αντάρτικού στρατού, και να μην αναπληρώνονται. Βέβαια, το πρόβλημα των εφεδρειών ταλάνιζε τις τάξεις του ΔΣΕ από την αρχή του εμφυλίου πολέμου.
Τα αμερικανικά βομβαρδιστικά έρχονται
Στις 11 Αυγούστου ο τύπος των Αθηνών μας παρέχει την πληροφορία ότι ο αρχηγός της Αμερικανικής Στρατιωτικής Συμβουλευτικής Ομάδας, στρατηγός Βαν Φλητ, ανακοίνωσε ότι εντός των επόμενων ημερών θα παραδίνονταν στην Ελλάδα 49 αμερικανικά βομβαρδιστικά κάθετης εφόρμησης στο πλαίσιο της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς τη χώρα. Τα συγκεκριμένα μπορούσαν να προσβάλουν με μεγάλη ακρίβεια περιορισμένης έκτασης στόχων, μεταφέροντας βόμβες συνολικού βάρους 2 τόνων! Εν ολίγοις, ήταν αυτό που χρειαζόταν οι κυβερνητικές δυνάμεις για να βγάλουν από τα απρόσιτα οχυρωμένα πολυβολεία και τα χαρακώματα τους αντάρτες του ΔΣΕ.
Στις 12 Αυγούστου, οι εφημερίδες έγραφαν ότι «Ο αγών εις το Βίτσι ολοέν σφοδρότερος», ενώ «από της 10 τρέχοντος αρξάμεναι επιχειρήσεις εις την περιοχην Βίτσι συνεχίσθησαν και σήμερον με αύξουσαν έντασιν. Κατελήφθησαν μέχρι τούδε σημαντικαί ισχυρώς ωργανωμέναι θέσεις των συμμοριτών και επετεύχθη βαθεία προσχώρησις ισχυρών δυνάμεων του εθνικού στρατού εις βάθος 6-7 χιλιομέτρων εις το εσωτερικόν της εχθρικής τοποθεσίας. Επίσης, εις Γράμμον συνεχίζεται η πίεσις κατά του εχθρού» (Ελευθερία, 12.8.1949).
Στις 13 Αυγούστου, «το μέτωπον των συμμοριτών υπέστη μέγα ρήγμα εις το Βίτσι», με τον κυβερνητικό στρατό να αιχμαλωτίζει 300 αντάρτες και άφθονο πολεμικό υλικό. Το ρήγμα που είχε προκληθεί στις αμυντικές θέσεις του ΔΣΕ ήταν σοβαρό. Ως εκ τούτου, οι ψυχολογικές συνέπειες στο ηθικό των ανταρτών υπήρξαν καθοριστικές, δεδομένου ότι μέσα σε τρεις μέρες ο τακτικός στρατός είχε ανακαταλάβει 500 τετραγωνικά χιλιόμετρα, με τα υποχωρούντα τμήματα του ΔΣΕ να κινούνται δυτικά, προς την Αλβανία.
Η Ελευθερία της 17ης Αυγούστου ανέγραφε με πηχυαίους τίτλους «Το Βίτσι ελεύθερον – Έπαυσε κάθε οργανωμένη αντίστασις των συμμοριτών». Ο ΔΣΕ άφησε πίσω του 989 νεκρούς και 423 αιχμαλώτους, καθώς και τεράστιες ποσότητες πολεμικού υλικού. Το Βίτσι, «απόρθητο οχυρό», όπως το χαρακτήριζαν οι αντάρτες είχε πέσει, παρόλο που η διαταγή της 9ης Αυγούστου του Ζαχαριάδη διέταζε άμυνα μέχρις εσχάτων και «ούτε βήμα πίσω».
Ωστόσο, στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας, διαβάζουμε ότι «έφτασαν τα 49 Χελλντάϊβερς». Είχε προηγηθεί η άφιξη του αμερικανικού αεροπλανοφόρου «Σικελία» στο Φάληρο, μεταφέροντας τα εν λόγω βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως, τα οποία θα παραδόθηκαν αμέσως στην ελληνική αεροπορία.
Μετά την επιτυχή κατάληψη του Βίτσι, ο στρατός είχε εγκατασταθεί στη μεθόριο για να σφραγίσει τα σύνορα και να αποτρέψει τη διαφυγή όσων αντάρτικών μονάδων βρισκόταν στον Γράμμο. Εκεί, θα γραφόταν η τελευταία σελίδα, όχι του εμφυλίου, αυτή γράφτηκε χρόνια μετά, αλλά των συγκρούσεων ανάμεσα στο κυβερνητικό στρατό και τα τμήματα του ΔΣΕ.
«Πρέπει ν’ αυξήσουμε την αεροπορία, γιατί οικονομεί αίμα!»
Η προετοιμασία για την τελευταία φάση των επιχειρήσεων υπήρξε έντονη και συνεχής. Σε αυτό το στάδιο, καθοριστικό ρόλο θα διαδραμάτιζε η αεροπορία και ειδικότερα το νέο απόκτημα, τα 49 Curtiss SB2C Helldivers, τα οποία στις 21 Αυγούστου προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο Χασανίου (Ελληνικό). O υποστράτηγος Χρ. Τσιγάντες, άλλοτε διοικητής του Ιερού Λόχου της Μέσης Ανατολής, είχε την άποψη ότι «πρέπει ν’ αυξήσουμε την αεροπορία, γιατί οικονομεί αίμα και κόπο και κυρίως χρόνο» (Ελευθερία, 20.8.1049).
Στις 25 του μήνα, ο «στρατός επιτίθεται εις τον Γράμμον», καταλαμβάνοντας σημαντικές θέσεις πέντε χιλιόμετρα εντός των εχθρικών γραμμών. Είχε ξεκινήσει η τρίτη και τελευταία φάση των επιχειρήσεων. Η εφημερίδα Ελευθερία τόνιζε το γεγονός ότι «της επιθέσεως προηγήθη η δραματική εμφάνισις των “Χελλντάϊβερς” τα οποία εισήλθαν εις την μάχην, η οποία δύναται να αποδειχθή ως αποφασιστικήν δια τον πόλεμον. Τα αεροπλάνα αυτά ήρχισαν να κτυπούν τους κυρίους στόχους την 4ην απογευματινήν της χθες […] Αμερικανοί παρατηρηταί λέγουν ότι τα “Χελλντάϊβερς” έβαλλον κατά στόχων με αξιοθαύμαστον ακρίβειαν. Πιστεύεται ότι επροξενήθησαν μεγάλαι ζημίαι εις εγκαταστάσεις και πολλά θύματα δια βομβών των πεντακοσίων λιβρών» (Ελευθερία, 25.8.1049).
Οι συνεχείς ανακαταλήψεις υψωμάτων από τα κυβερνητικά στρατεύματα, είχε ως αποτέλεσμα στις 28 Αυγούστου, ο στρατός να έχει απελευθερώσει το ¼ της κατεχόμενης από τους αντάρτες περιοχής του Γράμμου. Το ίδιο διάστημα, η αεροπορική δράση άνωθεν των περιοχών του Γράμμου υπήρξε έντονη.
Από τις 17 μέχρι τις 24 πραγματοποίησε 249 προπαρασκευαστικές εξόδους, προλειαίνοντας κυριολεκτικά το έδαφος για την επόμενη φάση των επιχειρήσεων. Στην τρίτη φάση, ο αριθμός των εξόδων αυξήθηκε κατακόρυφα, φτάνοντας στον αριθμό των 670, από τις 25 μέχρι τις 29 Αυγούστου.
Στις 30 Αυγούστου η εφημερίδα Καθημερινή ενημέρωνε τους αναγνώστες της ότι «ο Γράμμος κατέρρευσε – Άπαντα τα υψώματα του εις χείρας των ημετέρων», αφού πρώτα τα «χελλντάιβερ έρριψαν βροχήν βομβών κατά των συμμοριακών θέσεων εις Τσέρνο». Οι τελευταίες επιχειρήσεις διήρκησαν πέντε ολόκληρες μέρες και «άπαντα τα υψώματα που κατείχεν ο εχθρός περιήλθον το εν κατόπιν του άλλου εις χείρας του εθνικού στρατού μεθ’ όλων των βαρέων όπλων, τα οποία είχον συγκεντρωθή εις τον Γράμμον δια την ενίσχυσιν της αμύνης του».
Η «ύστατη αυτή ακρόπολις του συμμοριτισμού», όπως την χαρακτήριζε ο τύπος, είχε πέσει, ενώ τα υπολείμματα του ΔΣΕ, συνεχώς διωκόμενα από τις κυβερνητικές δυνάμεις, προσπάθησαν να διαφύγουν στο αλβανικό έδαφος. Μετά την εκκαθάριση των ορεινών θέσεων του ΔΣΕ στα όρη Μπέλες, Καιμάκτσαλάν, Βίτσι και Γράμμος, δεν υπήρχε στον ελληνικό χώρο άλλη οργανωμένη αντάρτικη δράση.
Πυροβολεία εκονιορτοποιήθησαν
Τα αμερικανικά αεροπλάνα είχαν παίξει τον ρόλο τους στην ταχύτερη πτώση των «κάστρων» του ΔΣΕ. Σύμφωνα με τον τύπο της περιόδου «κατά το χρονικό αυτό διάστημα (εννοεί τις επιχειρήσεις Πυρσός Α΄ και Β΄) εχρησιμοποιήθησαν όλα τα αεροπλάνα, πλήν των «Χελλντάϊβερς» και προσέβαλον οχυρά του εχθρού, κέντρα εφοδιασμού, έμπεδα και φάλλαγγας μετακινουμένων συμμοριτών. Τα «Χελλντάϊβερς» εχρησιμοποιήθησαν το πρώτον την 24ην του μηνός, όπου συμφώνως με την αναφοράν στρατιωτικού τμήματος ήλλαξε τελείως η μορφή του υψοδείκτου. Πυροβολεία εκονιορτοποιήθησαν και ηνοίγησαν μεγάλοι κρατήρες».
Ο ανταποκριτής των Times του Λονδίνου που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του μετώπου περιέγραφε «την πυρκαϊάν, την οποίαν ήναψαν εις δασώδη ορεινά υψώματα αι εμπρηστικαί βόμβαι των καθέτου εφορμήσεως αεροπλάνων», ενώ άλλη αναφορά έκανε λόγο ότι «Μόνο εις το (στρατηγικής σημασίας ύψωμα του Γράμμου) Τσάρνο τα συμμοριακά πολυβολεία, ισχυρώς κατεσκευασμένα και ανερχόμενα εις 36, ανετινάχθησαν εκ θεμελίων από τους βομβαρδισμούς των αεροπλάνων «Χελλντάϊβερς».
Η δράση των αμερικανικών βομβαρδιστικών ασκούσε ψυχολογικό πόλεμο στους αμυνόμενους αντάρτες, δεδομένου ο τρομερός ήχος της κάθετης εφόρμησης, αλλά και το φορτίο βομβών που κουβαλούσαν, ήταν ικανά να αποδιοργανώσουν την οποιαδήποτε άμυνα, ειδικά όταν αυτή δεν διέθετε αξιόλογα αντιαεροπορικά πυροβόλα. Εξάλλου, οι νέες αμερικανικές βόμβες, καθώς και εμπρηστικές ναπάλμ «έβαλαν φωτιά» στον Γράμμο.
Αποτελεί σφάλμα ο ισχυρισμός ότι χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά παγκοσμίως στον Ελληνικό Εμφύλιο. Η πρώτη τους χρήση έγινε από τους Αμερικανούς ενάντια στους Ιάπωνες, στο μέτωπο του Ειρηνικού, το 1944-45. Μπροστά, λοιπόν, στο κίνδυνο της απομόνωσης των μονάδων του ΔΣΕ, ο Ζαχαριάδης, στις 28 Αυγούστου, διέταξε γενική υποχώρηση προς το έδαφος της Αλβανίας, από οδό που δεν είχε αποκοπεί ακόμα. Έτσι λοιπόν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του ΔΣΕ διέφυγε στην Αλβανία.
Η τότε κυβέρνηση Διομήδη, φοβούμενη μια νέα εισβολή στο ελληνικό έδαφος, προειδοποίησε τα Τίρανα, ότι σε περίπτωση παροχής βοήθειας στον ΔΣΕ, ο ελληνικός στρατός θα περνούσε τα ελληνοαλβανικά σύνορα για να καταστρέψει τις βάσεις των ανταρτών.Η αλβανική κυβέρνηση, βλέποντας ότι επρόκειτο για ρεαλιστική απειλή, αφόπλισε όσους εισέρχονταν στο έδαφός της, ενώ διατεινόταν ότι τα υπολείμματα του ΔΣΕ έπρεπε να απομακρυνθούν από την επικράτειά της. Οι αποφάσεις αυτές, είχαν τη σύμφωνη γνώμη της Μόσχας, η οποία δεν θα διακινδύνευε την ανεξαρτησία της Αλβανίας, για μια ήδη χαμένη υπόθεση.