H αρχή της πλειοψηφίας και οι δυναμικές μειοψηφίες
06/07/2021«Το πολιτικό σύστημα θριαμβεύει επειδή είναι μια ενωμένη μειοψηφία που ενεργεί εναντίον μιας διαιρεμένης πλειοψηφίας»
(Γουίλ Ντυράν, Αμερικανός ιστορικός και φιλόσοφος)
Ίσως η παραπάνω άποψη να ανατρέπει ή να αμφισβητεί κάποια δομικά “στερεότυπα” της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Κι αυτό γιατί οι κυβερνώντες κάθε φορά που η αντιπολίτευση αμφισβητεί ή κρίνει αυστηρά κάποια νομοσχέδια ή κυβερνητικές επιλογές επικαλούνται την «αρχή της πλειοψηφίας». Πολλές φορές μάλιστα με περισσή οίηση ζητούν από την αντιπολίτευση να πειθαρχήσει στο “δίκαιο” της πλειοψηφίας. Εξάλλου αυτό επιτάσσει και το Σύνταγμα.
Ωστόσο πολλές φορές διάφορες “μειοψηφίες” –κοινωνικές, συνδικαλιστικές, πολιτικές– εκμεταλλευόμενες την κοινωνική δυσαρέσκεια των πολιτών και την ευαισθησία τους σε κάποια θέματα προβαίνουν σε ενέργειες που φανερά αντίκεινται στο νόμο και στο πνεύμα της δημοκρατίας. Η βασική μομφή εναντίον τους είναι ότι συνιστούν πηγές ανομίας και βίας και ότι προκαλούν ρήγμα στην κοινωνική συνοχή ή διασαλεύουν την κοινωνική γαλήνη. Είναι οι γνωστές δυναμικές μειοψηφίες.
Στη δημοκρατία το βασικό στοιχείο νομιμοποίησης μιας διαδικασίας ή μιας πολιτικής απόφασης-ενέργειας είναι το “δίκαιο” της πλειοψηφίας. Βέβαια η πλειοψηφία έχει τη δύναμη επιβολής αλλά όχι υποχρεωτικά και το δίκαιο και την αλήθεια. Κι αυτό γιατί η δύναμη της πλειοψηφίας μπορεί να καταγραφεί ή να αναλυθεί ως ποσοτικό μέγεθος (αριθμός), ενώ το δίκαιο και η αλήθεια, όντας ποιοτικά μεγέθη, δεν μπορούν να περιχαρακωθούν στην αντικειμενική μέτρηση.
Τα λάθη της πλειοψηφίας
Ιστορικά γεγονότα καταδεικνύουν πως οι πλειοψηφίες οδήγησαν σε εθνικές καταστροφές, τη στιγμή που οι σώφρονες φωνές της μειοψηφίας δεν εισακούστηκαν (Σικελική εκστρατεία, Αλκιβιάδης vs Νικίας). Όσοι, λοιπόν, επαίρονται πως η πλειοψηφία “αποφάσισε” ας μην βαυκαλίζονται ότι προνομιακά κατέχουν το δίκαιο και την αλήθεια. Ο χρόνος και η πραγματικότητα θα καταδείξουν σε ποια πλειοψηφία ή μειοψηφία ανήκουν το δίκιο και η αλήθεια.
Εξάλλου, όπως διακήρυξε και ο Αισχύλος «δεν με ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων (πολλών), παρά μόνο η αλήθεια». Εξίσου, όμως, επικίνδυνη είναι και η οίηση της μειοψηφίας και των ολίγων που επαίρονται πως αυτοί κατέχουν την αλήθεια και διακρίνονται από το στοιχείο του ορθολογισμού. Αυτοί πολλές φορές οχυρώνονται πίσω από την άποψη πως «το κακό με τους περισσότερους ανθρώπους (πλειοψηφία;) είναι ότι σκέφτονται με τις ελπίδες, τους φόβους ή τις επιθυμίες τους αντί με το μυαλό τους», (Γουίλ Ντουράντ).
Ποιός, όμως, μπορεί να απογυμνώσει τον άνθρωπο από όλα αυτά; Εξάλλου αυτά σπάζουν τα δεσμά ενός αποστεωμένου πολιτικού ορθολογισμού που εγκλωβίζει τους λαούς στη συμμόρφωση και στην παθητικότητα.
Η πλειοψηφία στην αρχαία Αθήνα
«Η δημοκρατία είναι μία λανθασμένη παραδοχή, ότι η πλειοψηφία των πολιτών έχει πάντα δίκιο»
(Ουάϊτ)
Βέβαια ο τρόπος που διαμορφώνονται οι πλειοψηφίες και οι μειοψηφίες συνιστά αντικείμενο μελέτης των δημοσκόπων, των πολιτικών αναλυτών και των ειδικών της κοινωνικής ψυχολογίας. Κύριοι εκφραστές της τελευταίας ο Auguste Comte, o Durkheim, o Φρόϋντ και φυσικά ο Λε Μπον.
Θα ήταν, ωστόσο, αστοχία αν στον κατάλογο αυτό δεν συμπεριληφθεί και ο Θουκυδίδης. Άξια προσοχής θεωρείται η επισήμανσή του σχετικά με τις συνθήκες που οι Αθηναίοι ψήφισαν θετικά στην πρόταση του Αλκιβιάδη για τη Σικελική εκστρατεία. Ειδικότερα ο μεγάλος ιστορικός ανιχνεύει και καταγράφει τα κίνητρα που ώθησαν την “πλειοιψηφία” του “ΝΑΙ” στην εκστρατεία. Με έναν πυκνό και εύστοχο λόγο φανερώνει με ενάργεια και επιστημονικότητα τις ενδόμυχες επιθυμίες του αθηναϊκού πλήθους κατά την ώρα της ψηφοφορίας.
Συγκεκριμένα στο βιβλίο VI, 24 γράφει: «…Όλους τους έπιασε μεγάλη επιθυμία να εκστρατεύσουν… τους πιο ηλικιωμένους… τους δε νεότερους… Το πλήθος και οι στρατιώτες… Έτσι εξαιτίας του γενικού ενθουσιασμού, ακόμα κι εκείνοι που διαφωνούσαν σώπαιναν, από φόβο μήπως, καταψηφίζοντας, θεωρηθούν κακοί πατριώτες».
Ένα ετερογενές, δηλαδή, πλήθος από διαφορετική αφετηρία διαμόρφωσε μια πλειοψηφία που οδήγησε την Αθήνα σε μια ολοκληρωτική καταστροφή. Κι αυτό γιατί πολλές φορές τα άτομα αδυνατώντας να αξιολογήσουν ορθολογικά την πραγματικότητα και να ελέγξουν τις συγκινήσεις τους προβαίνουν σε πράξεις (ψήφος…) που μπορούν να καταστούν μοιραίες για τα ίδια και την κοινωνία. Ο ψηφοφόρος –διαχρονικά– αρέσκεται στη θωπεία και στην κολακεία των αδυναμιών και της κενοδοξίας του.
Τρόποι και μέσα έκφρασης
Ο αντίλογος σε όλα τα παραπάνω εδράζει τα επιχειρήματά του στο γεγονός ότι οι διαμορφωμένες πλειοψηφίες –με όποια μορφή κι αν εκφράζονται (εκλογές, πορείες…)– ιστορικά πυροδότησαν μαζικές αλλαγές στο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο. Απελευθέρωσαν δυνάμεις και άνοιξαν νέους δρόμους τόσο στην πολιτική σκέψη όσο και στην πολιτική δράση. Εξουδετέρωσαν παραδοσιακούς πολιτικούς μύθους, στερεότυπα και προκαταλήψεις κι αποδέσμευσαν τις κοινωνίες από φόβους κι αναστολές που τις εγκλώβιζαν σε συντηρητικές επιλογές και συμπεριφορές.
Τέλος έφεραν στο προσκήνιο και σε πρωταγωνιστικό ρόλο άτομα και ιδέες που λειτούργησαν ως φορείς του νεωτεριστικού πνεύματος. Η παραπάνω, λοιπόν, θετική συνεισφορά των πλειοψηφιών εμπλουτίζει τη φαρέτρα όλων εκείνων που μάχονται για τη συγκρότηση και ενεργοποίησή τους.
«Η δημοκρατία δεν είναι εξουσία της πλειοψηφίας, αλλά υπεράσπιση της μειοψηφίας»
(Καμύ)
Ωστόσο τα παραπάνω δεν μπορούν να αποτελέσουν αφορμή για την άκριτη και άνευ όρων αγιοποίηση κάθε πλειοψηφίας και ενοχοποίηση των μειοψηφιών. Αυτός ο μανιχαϊσμός στην αξιολόγηση μπορεί να γεννήσει ερμηνευτικά προβλήματα στο ρόλο βασικών στοιχείων της πολιτικής και της δημοκρατίας (εκλογές, δημοψηφίσματα…). Γιατί, όταν οι ολίγοι, η μειοψηφία «ησυχίαν άγει» από φόβο, τότε αποδομείται ένας από τους βασικούς πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Κι αυτό γιατί οι μειοψηφίες γονιμοποιούν θετικά την “άλλη άποψη” και συμβάλλουν θετικά στην ισορροπία του πολιτικού συστήματος. Το στοιχείο της “ευβουλίας” ή “δυσβουλίας” δύσκολα μπορεί να αποδοθεί στη μια ή στην άλλη πλευρά. Εξάλλου τα κίνητρα, οι στόχοι, οι συνθήκες και οι ιδεολογίες που διαμορφώνουν την πολιτική συμπεριφορά (πλειοψηφία-μειοψηφία) αλλάζουν και μετασχηματίζονται.
Πλειοψηφίες και δικαιώματα
«Η ανδρεία μας δοκιμάζεται όταν είμαστε μειοψηφία, αλλά η ανεκτικότητα, όταν είμαστε πλειοψηφία»
(Σόκμαν)
Αποτελεί βασική αρχή και κατάκτηση του δικαιϊκού μας συστήματος η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την εκάστοτε –έστω και νόμιμη– κυβερνητική πλειοψηφία. Το Σύνταγμα για να αποτρέψει τυχόν υπερβολές ή “παρατυπίες” της κυβερνητικής πλειοψηφίας θέσπισε τα «αντίβαρα» για την προστασία κάποιων βασικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Κι αυτό γιατί κάποια θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, όπως της προσωπικής ελευθερίας, της γλώσσας, της θρησκείας και τώρα τελευταία του σεξουαλικού προσανατολισμού, δεν υπόκεινται σε καμία δύναμη της πλειοψηφίας.
Καμία, δηλαδή, πλειοψηφία δεν μπορεί να απαγορεύσει την ελευθερία έκφρασης ή να επιβάλει με νόμο τη γλώσσα ή τη θρησκεία ενός ατόμου. Εδώ η «αρχή της πλειοψηφίας» δεν ισχύει, γιατί προσκρούει στο θεσμικό “αντίβαρο” που κατοχυρώνει έναν ελάχιστο χώρο ιδιωτικότητας, που ο σεβασμός του συνιστά «εκ των ων ουκ άνευ». Στο σημείο αυτό βέβαια αναδύεται και το μεγαλείο της δημοκρατίας όταν η ίδια η βάση της –η αρχή της πλειοψηφίας– υποχωρεί μπροστά σε ευαίσθητα συνειδησιακά θέματα του ατόμου που προστατεύονται με νόμους.
Στις πολιτικές διαμάχες συχνή είναι η μομφή εναντίον της πλειοψηφίας για παραβίαση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας ή για φίμωσή της. Ωστόσο υπάρχουν κι εκείνες οι φωνές που μέμφονται την πλειοψηφία ότι αδυνατεί να κυβερνήσει και επιδεικνύει μία ασυγχώρητη ανοχή στις διάφορες μειοψηφίες. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι άγνωστο στην ελληνική πολιτική σκηνή. Συχνοί, επίσης, είναι οι όροι «σιωπηρή πλειοψηφία», «μαχητικές ή δυναμικές μειοψηφίες». Πάνω σε αυτούς τους χαρακτηρισμούς θεμελιώνεται και η ανάλογη επιχειρηματολογία για το ρόλο τους στο ιστορικό και πολιτικό γίγνεσθαι.
Μειοψηφίες που επικράτησαν
Από την εποχή που ο Λουδοβίκος ΙΔ διακήρυξε το εμβληματικό «L’ etat c’ est moi» (Το κράτος είμαι εγώ), η δημοκρατία αγωνιζόταν να βρει διέξοδο επικαλούμενη την αρχή της πλειοψηφίας. Όταν το κατόρθωσε η πολιτική ζωή ισορρόπησε και όλοι αποδέχτηκαν την αρχή αυτή ως τον μόνο και αδιαμφισβήτητο παράγοντα και νομιμοποιητικό κριτήριο για κάθε κυβερνητική πράξη.
Ωστόσο –και σύμφωνα πάντα με την διαλεκτική πορεία της ιστορίας/ θέση-Αντίθεση-Σύνθεση– στην εξουσία της πλειοψηφίας αντιπαρατίθενται οι οργανωμένες μειοψηφίες που διεκδικούν μερίδιο εξουσίας. Ιστορικά ο ρόλος των μειοψηφιών άλλοτε καταγράφεται ως θετικός και δημιουργικός κι άλλοτε ως αρνητικός.
Οι σουφραζέτες στις αρχές του 20ού αιώνα, αν και μειοψηφία στην αρχή, κατόρθωσαν να επιβάλουν τις θέσεις τους στο ανδροκρατούμενο δίκαιο. Ανάλογα φαινόμενα έχουμε και σε πολιτικό επίπεδο (πυρήνες δημοκρατικών σε αυταρχικά καθεστώτα), σε συνδικαλιστικό-εργασιακό επίπεδο (καθιέρωση 8ωρου…), σε φιλοσοφικό (σοφιστές…) ή και σε κοινωνικό (Γαλλικός Μάης ’68). Δεν λείπουν, όμως, και οι μειοψηφίες, που με βία και παραπλανητικό τρόπο έγιναν πλειοψηφία και καταδυνάστευσαν λαούς και κοινωνίες (θρησκευτικός φονταμενταλισμός…).
Ποιοι χρειάζονται στη δημοκρατία
Η αποτίμηση του ρόλου των πολιτικών μειοψηφιών απαιτεί γνώση και αντικειμενικότητα από τον ερευνητή. Διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος μιας άκρατης και άκριτης “αγιοποίησης” των δυναμικών μειοψηφιών που διακονώντας την ανομία και κάποιες προσωπικές ή πολιτικές φιλοδοξίες υπονομεύουν τη δημοκρατία. Δεν λείπουν, βέβαια, και οι περιπτώσεις που οι μειοψηφίες αυτές διακηρύσσουν θέσεις αντιδημοκρατικές κάτω από το μανδύα της δήθεν υπεράσπισης κάποιων ακαθόριστων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ενός ασαφούς κοινωνικού συμφέροντος.
Αποτελεί, λοιπόν, αδήριτη αναγκαιότητα η θέσπιση αρχών και κανόνων για την ελεύθερη έκφραση των πολιτών και την αβίαστη συγκρότηση της πλειοψηφίας και μειοψηφίας. Οι θριαμβολογίες της “πλειοψηφίας” και ο ενοχικός απομονωτισμός της “μειοψηφίας” κηλιδώνουν τη λειτουργία της δημοκρατίας και το βασικό πυρήνα της πολιτικής. Επειδή «δεν παράγεται αρμονία, όταν όλοι τραγουδούν την ίδια νότα», στη δημοκρατία χρειάζονται τόσο οι πλειοψηφίες όσο και οι μειοψηφίες.
«Η πλειοψηφία: Επιχείρημα των ανόητων και η δύναμη των αδυνάτων»
(Έμερσον)
«Σχεδόν πάντοτε η μειονότητα των δημιουργικών αφοσιωμένων ανθρώπων έκανε τον κόσμο καλύτερο»
(Λούθερ Μάρτιν Κινγκ)