Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία – Μια απάντηση στον Βερέμη
15/05/2018Η μελέτη των ιστορικών γεγονότων αποτελεί μια σύνθετη διανοητική διαδικασία η οποία οφείλει να στοχεύει στην αξιολογικά ουδέτερη περιγραφή των αιτίων και των αποτελεσμάτων τους, υπό το πρίσμα του εκάστοτε χωροχρονικού και γεωπολιτικού πλαισίου της γένεσης και εξέλιξής τους. Αυτό γιατί, όπως εναργώς περιγράφει ο Έντουαρντ Κάρ, «το πρόβλημα με τη σύγχρονη ιστορία είναι ότι οι άνθρωποι θυμούνται την εποχή που τα διάφορα ενδεχόμενα ήταν ακόμη ανοιχτά, και γι’ αυτό δυσκολεύονται να υιοθετήσουν τη στάση του ιστορικού, για τον οποίο τα γεγονότα είναι τετελεσμένα. Πρόκειται για αντίδραση σαφώς συναισθηματική και εντελώς ανιστορική, που ωστόσο έχει τροφοδοτήσει σε μεγάλο βαθμό τις πρόσφατες επιθέσεις και κριτικές κατά του υποτιθέμενου “ιστορικού αναπόφευκτου”».
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «ιστορικού αναπόφευκτου» αποτελεί και η απόφαση του Ελευθέριου Βενιζέλου «για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία», τον Μάιο του 1919. Η μεγάλη ιστοριογραφική συζήτηση που αναπτύχθηκε γύρω από την εν λόγω πολιτική πράξη του Έλληνα πρωθυπουργού, αποκρυσταλλώνεται σ΄ ένα διπολικό σχήμα μεταξύ υποστηρικτών και σκεπτικιστών, ακολουθώντας κατά πόδας το διχαστικό σχήμα της περιόδου του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (Α’ Π.Π).
Με μια πρώτη ανάγνωση των ιστορικών γεγονότων, εύκολα θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στην υπόθεση του Θάνου Βερέμη ότι «η απόβαση των ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη υπήρξε απόφαση μοιραία για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Η σταδιακή εμπλοκή της Ελλάδας στην Μικρά Ασία αποδείχθηκε, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, καταστροφική» (Καθημερινή, 20.5.2007).
Ωστόσο σε μια βαθύτερη ανάλυση των ιστορικών, στρατηγικών και πολιτικών παραμέτρων που αναφύονταν τόσο για τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, όσο και για τους κύριους πρωταγωνιστές του Μικρασιατικού πολιτικοστρατιωτικού εγχειρήματος – Βενιζελικοί- αντιβενιζελικοί έναντι του εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ – η απάντηση που δίδετε είναι ολοκληρωτικά διαφορική.
Για μια σειρά από λόγους και αιτίες που συνδέονται με τις στρατηγικές προτεραιότητες των Μεγάλων Δυνάμεων αναφορικά με την επίλυση του Ανατολικού ζητήματος –ολοκληρωτική αποδιάρθρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – και τη διαμορφωθείσα κατανομή ισχύος στην Μικρά Ασία, μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η πολιτικοστρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας στην Ιωνία δεν ήταν εκ προοιμίου αυτοκαταστροφική. Αυτό ισχύει τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση του εγχειρήματος, που εκκινά με την αποστολή της 1ης ελληνικής μεραρχίας στη Σμύρνη, Μάιος 1919, και τελειώνει με την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920.
Αφετηριακά προσημειώνουμε την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Π.Π. και τον συνακόλουθο διαμελισμό των εδαφών της, μεταξύ των νικητριών δυνάμεων της Ανταντ, κατά το γράμμα της Συνθήκης των Σεβρών (1920). Κατά τούτο, η Ελλάδα καλείται να αποκτήσει τα επιδικαζόμενα εδαφικά της κέρδη με την επιβολή της πολιτικής της βουλήσεως στο εθνικιστικό κίνημα του Κεμάλ. Το αναδυόμενο παράθυρο ευκαιρίας, μετά την απόφαση των Αγγλογάλλων για αποστολή ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη εν είδει τοποτηρητή των πολιτικών-οικονομικών τους συμφερόντων, δημιουργούσε ένα αναμφίλεκτο πολιτικό-στρατηγικό έρεισμα για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για την πραγμάτωση του αέναου εθνικού στόχου της εθνικής ολοκλήρωσης –Μεγάλη Ιδέα.
Το ισοζύγιο ισχύος ευνοεί την Αθήνα
Τοιουτοτρόπως το ισοζύγιο ισχύος έκλινε προς την πλευρά της Αθήνας. Εκτός του γεγονότος της αποδιάρθρωσης της ναυτικής και στρατιωτικής ισχύος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, (απότοκο των όρων της Ανακωχής του Μούδρου, Οκτώβριος 1918), η Ελλάδα διέθετε μια ικανή στρατιωτική δύναμη, τον ναυτικό έλεγχο του Αιγαίου και μια σειρά νησιών που καθιστούσαν δυνατή την άμεση σύνδεση της Σμύρνης με τον Πειραιά.
Από την άλλη πλευρά, δεν δύναται να παραληφθεί το ζωτικό συμφέρον της Ελλάδας για την προάσπιση του συμφέροντος επιβίωσης των ελληνικών πληθυσμών της Ιωνίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης. Ιδίως μετά την απόφαση του Συνεδρίου των Νεότουρκων, το 1911, για την εξόντωση όλων των μη τουρκικών εθνοτήτων με σκοπό την εθνική ομογενοποίηση της πολυεθνοτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι ελληνικοί πληθυσμοί βίωναν (κυρίως από το 1914) μια «πολιτική γενοκτονίας», μέσω εκτοπίσεων, επιθέσεων, στρατολογήσεων και κατασχέσεων επιχειρήσεων-περιουσιών.
Υπό αυτό το πρίσμα ως ικανή και αναγκαία συνθήκη που θα διασφάλιζε (σε μεγάλο βαθμό) την πραγματική άσκηση της ελληνικής εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας στη Σμύρνη, ήταν ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η δημιουργία δύο νέων κρατών (το πρώτο θα περιέκλειε την περιοχή των Στενών και της Κωνσταντινούπολης και το δεύτερο την περιοχή του Πόντου) και η εγκαθίδρυση ζωνών κατοχής μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, (Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία). Η εγκατάσταση στρατευμάτων στις ζώνες κατοχής των συμμαχικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία θα λειτουργούσε υποστηρικτικά στην εξωτερική ασφάλεια της ελληνικής εδαφικής ζώνης και ανασχετικά σε ενδεχόμενες τουρ¬κικές εθνικιστικές αξιώσεις για επαναφορά του status quo ante.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, συνωθούμενος από τον ανεκρίζωτο εθνικό στόχο της Μεγάλης Ιδέας, αλλά και από τον προσφιλή για αυτόν χρήση της στρατηγικής των τετελεσμένων, (η οποία εφαρμόσθηκε επιτυχώς κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων), θα αποδεχθεί την πρόσκληση-πρόκληση των συμμαχικών δυνάμεων για την αποστολή ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
“Δέον να καταλάβετε την Σμύρνην”
Τα ιστορικά αυτά γεγονότα καταγράφονται ενδελεχώς στο ημερολόγιο του Ε. Βενιζέλου.
«Μαΐου 6(ν.ή) ο κ. Lloyd George κατά τας 2 μ.μ. με ειδοποίησε τηλεφωνικώς ότι επιθυμεί να με ίδη εν τέταρτον της ώρας προ των 3 είς το Quai d’ Orsay, όπου θα εγίνετο η γενική συνεδρίασις της Συνδιασκέψεως δια την ανακοίνωσιν των όρων της ειρήνης μετά της Γερμανίας και την έγκρισιν αυτών. Ολίγα λεπτά μετά την άφιξίν μου είς το Quai d’ Orsay έφθασεν ο L.George και πλησιάσας με μ’ ερωτά:
-Έχετε διαθέσιμον στρατόν.
-Έχομεν. Περί τίνος πρόκειται.
-Απεφασίσαμεν σήμερον μετά του Προέδρου Ουίλσωνος και του κ.Κλεμανσώ, ότι δέον να καταλάβετε την Σμύρνην.
-Έιμεθα έτοιμοι.
-Πόσον στρατόν δύνασθε να στείλετε αμέσως;
– Μιαν μεραρχίαν, 15.000 ανδρών περίπου, οίτινες ήσαν έτοιμοι δια να μεταβούν είς Ρωσσίαν,[…]. Αν χρειασθεί δυνάμεθα να στείλωμεν αμέσως ύστερον και δευτέραν μεραρχίαν.
-Έχει καλώς, θα παραγγείλω του στρατηγού Ουίλσων,(αρχηγόν του αγγλικού Επιτελείου), όπως, αμέσως μετά την λήξιν της συνεδριάσεως, συνεννοήθητε δια τον κανονισμόν των περαιτέρω.
-Επιτρέπετε μιαν ερώτησιν; Τι προεκάλεσε την απόφασιν ταύτην; Μήπως Ιταλικαί ενέργειαι;
-Ναι, έχομεν ειδήσεις ότι οι Ιταλοί κατέλαβον εκτός της Μάκρης και το Μαρμαρίσι, ίσως και το Μπουδρούμ, εκτεινόμενοι στα προς το μέρος της ελληνικής επιρροής. Οι Γάλλοι μάλιστα είχον την είδησιν ότι έξωθι της Σμύρνης περιπολούν έξ ιταλικά πολεμικά. […]».
Η στρατιωτική επιχείρηση για τη διασφάλιση της εσωτερικής τάξης-ασφάλειας στην περιοχή της Σμύρνης ανατέθηκε στην 1η Ελληνική Μεραρχία, η οποία απέπλευσε στις 13 Μαΐου του 1919 (νέο ημερολόγιο) από το λιμάνι των Ελευθερών, στην Καβάλα, και αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 15 Μαΐου. Η Ελλάδα θα λειτουργούσε ως θεματοφύλακας των συμφερόντων των Αγγλογάλλων στην περιοχή της Ιωνίας, αξιοποιώντας ταυτόχρονα το αναφυόμενο παράθυρο ευκαιρίας για την πραγμάτωση του αέναου εθνικού στόχου της εθνικής ολοκλήρωσης.
Μάλιστα η διαμορφωθείσα κατάσταση θα οδηγήσει τον Ιωάννη Μεταξά (18.5.1919) στην παραδοχή περί του εφικτού του εγχειρήματος: «Το βράδυ αι εφημερίδες: Οι Έλληνες κατέλαβον την Σμύρνην! Στρατιωτική κατοχή. Βεβαιότης ότι θα την λάβη. Ετελείωσε! Ημείς ηττήθημεν οριστικώς πολιτικώς, αλλά ας μεγαλυνθή η Ελλάς, και ας ευδαιμονήση, όπως αυτή νομίζει καλλίτερον».