Η ανύπαρκτη ελληνική κυβερνοασφάλεια και το μήνυμα του Κίσσιντζερ
14/07/2021Η πανδημία αποτελεί για την Ελλάδα τον καταλύτη και τον επιταχυντή για τη μετάβαση από τον χώρο του χαρτιού, της σφραγίδας, των υπογραφών και του εγγράφου στον χώρο της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και της άυλης γραφής και επικοινωνίας μεταξύ των πολιτών και των υπηρεσιών, αλλά και μεταξύ των ιδίων των κρατικών δομών, υπουργείων και θεσμών, χωρίς, όμως, να υπάρχει κυβερνοασφάλεια.
Υπό συνθήκες της λεγόμενης κανονικότητας –εν προκειμένω μάλλον για ανωμαλία θα επρόκειτο– η αναγκαία και απαραίτητη αυτή επανάσταση που γίνεται σήμερα αθόρυβα, αποτελεσματικά και σε χρόνο μηδέν για τα ελληνικά δεδομένα, πιθανόν να συναντούσε υψηλά αναχώματα. Πολιτικά, κομματικά, συνδικαλιστικά, οπισθοδρομικά. Με τη συνοδεία θορυβωδών απεργιών, στάσεων και καταγγελίας κατά των πολιτικών ιθυνόντων. Σήμερα, η ψηφιακή Ελλάδα φαίνεται να κερδίζει τον χαμένο επί δεκαετίες χρόνο. Υπάρχει, όμως, ένα παράπλευρο ζήτημα, το οποίο εύχομαι και ελπίζω να αντιμετωπιστεί κατά προτεραιότητα.
Σε μία χώρα, όπως η Ελλάδα, στην οποία δυστυχώς δεν υπάρχει η λεγόμενη κουλτούρα της ασφάλειας –όλοι συνομιλούν για όλα τα θέματα μέσω κινητών χωρίς καμία έγνοια και προστασία– η πρόληψη είναι πάντοτε προτιμότερη του συνήθως εκ των υστέρων “πυροσβεστικού” ελέγχου της ζημιάς (damage control).
Με αφορμή, λοιπόν, την ταχύτατη τώρα μετάβαση του δημοσίου τομέα στην ψηφιακή εποχή, είναι αναγκαίο και συνάμα απαραίτητο να επιβληθεί η χρήση της κρυπτογραφημένης ενδοεπικοινωνίας και ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και για τα ζητήματα που δεν εμπίπτουν αυτόματα στη στενή έννοια της εθνικής ασφάλειας, αλλά όμως είναι λεπτά και μεγάλης σημασίας. Για παράδειγμα, εκείνα που αφορούν ζητήματα στην ενέργεια, στην οικονομία, στις φυσικές καταστροφές και στις επενδύσεις.
Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, είτε εμπιστευτικό είτε άκρως απόρρητο χαρακτηρίσεις ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από το ένα υπουργείο προς το άλλο, στην πράξη είναι σαν να διαβάζεις ανοιχτή εφημερίδα προσιτή σε όλους. Όπως, επίσης, οποιοδήποτε μη κρυπτογραφημένο ηλεκτρονικό μήνυμα γράφουμε στον υπολογιστή μας. Η εφαρμογή κατά προτεραιότητα ενός συστήματος ασφαλούς ηλεκτρονικού κρυπτο-ταχυδρομείου (crypto-mail) συγκεκριμένων υπηρεσιών του δημοσίου τομέα είναι σίγουρα στη φάση αυτή αυτονόητη.
Kυβερνοασφάλεια και ασυδοσία
Είναι ο κυβερνοχώρος απειλή; Στο πλέον ολοκληρωμένο –κατά την κρίση μου– βιβλίο του World Order (Παγκόσμια Τάξη), ο Χένρυ Κίσσιντζερ επισημαίνει ότι η απειλή συγκρούσεων έχει κλιμακωθεί σήμερα λόγω της ασυδοσίας και της ανεξέλεγκτης φύσης του κυβερνοχώρου. Η απειλή αυτή, κατά τον κορυφαίο Αμερικανό στρατηγιστή, είναι μεγαλύτερη, συγκρινόμενη ακόμη και με την πυρηνική απειλή. Ο κυβερνοχώρος είναι πρόκληση. Η απειλή εξαρτάται από τη χρήση του. Καταγράφω ορισμένα καίρια συμπεράσματα του Κίσσιντζερ:
- Η διαδικτυακή τεχνολογία έχει εξοβελίσει τη στρατηγική ή το στρατηγικό δόγμα. Μεμονωμένα άτομα, με αμφίβολα κίνητρα, έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν μείζονα διεθνή προβλήματα. Ένας χειριστής φορητού υπολογιστή μπορεί να προκαλέσει μεγάλη κρίση παγκοσμίων διαστάσεων.
- Ο κυβερνοχώρος είναι στρατηγικά απαραίτητος. Σήμερα, άτομα, κράτη και επιχειρήσεις βασίζονται, κυρίως, στη δική τους κρίση (γνώμη), προωθώντας τις δράσεις τους. Είναι αδύνατο να σκεφτούμε τη διατήρηση της παγκόσμιας τάξης (επιτρέψτε μου να επαναλάβω ότι, προσωπικά, θα προτιμούσα τους όρους παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια), ενόσω ο κυβερνοχώρος (ο χώρος, δηλαδή, από τον οποίο εξαρτάται η πρόοδος και η επιβίωση κρατών) έχει αφεθεί στην τύχη και στα χέρια μεμονωμένων αποφάσεων.
- Η βασισμένη στην αποτροπή πολιτική της ισορροπίας του τρόμου και των καταστρεπτικών δυνατοτήτων των πυρηνικών όπλων δεν είναι δυνατόν, κατ’ αναλογίαν, να εφαρμοσθεί στην προερχόμενη από τον κυβερνοχώρο απειλή. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στον κυβερνοχώρο συνίσταται, ακριβώς, σε μια άνευ προειδοποίησης αιφνιδιαστική επίθεση, η οποία δεν θα γίνει αντιληπτή, παρά μόνο αφού η απειλή υλοποιηθεί. Άρα, έχει μηδενισθεί ο κρίσιμος και χρήσιμος χρόνος μεταξύ της εκδήλωσης της επίθεσης και επίτευξης/υλοποίησης του στόχου. Επιπλέον, στην περίπτωση του κυβερνοχώρου και των κυβερνοεπιθέσεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της αρχής της συμμετρικής ανταπόδοσης (symmetrical retaliation) όπως συνέβαινε –προφανώς ισχύει ως δόγμα ακόμη και σήμερα– στην περίπτωση χρήσης πυρηνικών όπλων.
- Στο επίπεδο της στρατηγικής ανάλυσης και εκτίμησης, ο Κίσσιντζερ υπογραμμίζει τους κινδύνους από την έτοιμη, προκατασκευασμένη και μασημένη πληροφορία του διαδικτύου. Χωρίς, βέβαια, να έχει υπόψη και την ελληνική πρακτική σκέψης και ανάλυσης, που επί μακρόν χαρακτηρίσθηκε από την έλλειψη θεσμικής συνέχειας και σχεδιασμού, επισημαίνει τον κίνδυνο που περιέχει η προσπάθεια ανάλυσης των πληροφοριών και των τρεχουσών εξελίξεων, χωρίς την αναδρομή στην ιστορία. «Το διαδίκτυο χαρακτηρίζεται από την τάση υποβάθμισης της ιστορικής μνήμης», αναφέρει χαρακτηριστικά.
- Στο επίπεδο του προσωπικού χρήστη, σημειώνεται ότι, παρέχοντας τόσο όγκο πληροφοριών, η τεχνολογία της επικοινωνίας απειλεί να εξασθενίσει την ατομική ικανότητα και δυνατότητα. Την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και κυρίως να σκεφθεί και να αποφασίζει ορθολογικά. Ολοένα και περισσότερο εξαρτώμεθα από την τεχνολογία ως «μεσάζοντα, διεκπεραιωτή και μεσολαβητή» της σκέψης. Στη σημερινή εποχή, η πληροφορία και η ανάλυσή της είναι προετοιμασμένες ώστε να προσαρμόζονται και να ταιριάζουν με την προσωπικότητα και το πορτραίτο του χρήστη, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί μέσα και από το διαδίκτυο. Έχουμε ήδη προεπιλογές που βασίζονται “σε αυτά που μας αρέσουν” και στα “νέα που μας ταιριάζουν”.
Επίκαιρο μήνυμα
Ένα μήνυμα που μας αφορά: Επέλεξα, ως τελικό απάνθισμα από τις επισημάνσεις του Χένρυ Κίσσιντζερ, μια αναφορά η οποία, καίτοι έχει γραφεί για τις ΗΠΑ και τους πολιτικούς ταγούς της, έχει ειδική σημασία και για την Ελλάδα. Συνδέει την ικανότητα αντίληψης των εξελίξεων και των πραγμάτων με την παιδεία.
«Η σοφία και η διορατικότητα –γράφει– απαιτούνται για ν’ αποφύγουμε ατυχήματα στα οποία θα μπορούσε να μας οδηγήσει η σημερινή τεχνολογική εποχή. Επίσης, για την καλύτερη αντίληψη της αμεσότητας του σήμερα με την καλύτερη κατανόηση της ιστορίας και της γεωγραφίας. Η κοινωνία πρέπει να προσαρμόσει την εκπαιδευτική της πολιτική για την εξυπηρέτηση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της χώρας και για την ανάπτυξη των δικών της αξιών».
Αυτό το μήνυμα είναι ιδιαίτερα επίκαιρο, με αποδέκτες εκείνους που σήμερα, κυρίως όμως χθες, στην Ελλάδα αδυνατούν να συμβιβαστούν με οτιδήποτε έχει σχέση με την αριστεία στην παιδεία και την άμιλλα για διάκριση. Η πολιτική αυτή θέση –επί μία πενταετία ήταν δυστυχώς κυβερνητική επιλογή– όχι μόνο δυσχεραίνει την αντίληψη και ορθή κατανόηση των όσων σήμερα συμβαίνουν, αλλά στερεί και από την επόμενη γενιά το σημαντικότερο εφόδιο της ζωής: την παιδεία.