Η διδασκαλία του Σωκράτη προετοίμασε το έδαφος για τον Μονοθεϊσμό
24/08/2024Νύχτα έξοχη η καλοκαιρινή με αστροφεγγιά! Το θαύμα συντελέστηκε ήδη στο φως της ημέρας. Η κουφόβραση καταλάγιασε από τη δύση του ήλιου και έπειτα. Μέχρι τότε αυτός τόξευε τα παράθυρα και αντιφέγγιζε το σπάταλο φως του στους τοίχους των σπιτιών μας.
Η γαλατερή θολούρα της ζέστης, που έβγαζε αχνούς στον ορίζοντα και μετεωριζόταν από τον Υμηττό ως τη θάλασσα του Φαλήρου, είχε εξαφανιστεί αργά το απόγευμα και το μούχρωμα έφερε μια ανάσα δροσιάς και γαλήνη. Γαλήνη φαινομενική, γιατί – πέρα από λίγα τριζόνια και κάποια σκυλιά που αλυχτούσαν αραιά και πού – οι άλλοι θόρυβοι που διαχέονταν κατά κύματα προϊούσας της νύχτας – ήταν υπόκωφοι, μουγκοί, σπασμωδικοί, και κυοφορούσαν πλήθος ζωές των πλασμάτων της νύχτας γεμάτες αγωνία.
Η διδασκαλία του Σωκράτη
Νύχτα βαθιά η χθεσινή, μυρωμένη απ’ τα αγριοτριαντάφυλλα, τα αγιοκλήματα, τα γιασεμιά και τις γκλισίνες στους φράχτες της γειτονιάς μας. Περιδιάβαινα με το βλέμμα μου, ξάγρυπνη, το πλησιέστερο ξέφωτο κι ύστερα σήκωσα τη ματιά μου ψηλά σπαθίζοντας τον ουρανό με τεταμένες τις διαισθήσεις. ”Κάπου μέσα στο Σύμπαν βρίσκεται ο πλανήτης των ψυχών”, σκεφτόμουν, ”και μέσα σ’ αυτές σιγοκαίει – φωτίζοντας τα σκοτάδια του σπηλαίου της – η ψυχή του Σωκράτη’… Η ψυχή του μεγάλου Αθηναίου φιλόσοφου του 5ου αι. π Χ (470/469–399 π.Χ), που εγκαινίασε τη μεγάλη στροφή της φιλοσοφίας από τη φύση (Ιωνική Σχολή Προσωκρατικών) στον άνθρωπο κι από τα επουράνια στην ανθρώπινη κοινωνία.
Κάτι που εντυπωσίασε τόσο πολύ τον Ρωμαίο Κικέρωνα (διάσημο ρήτορα του πρώτου μισού του τελευταίου προχριστιανικού αιώνα), ώστε να τον κάνει να διατυπώσει επιγραμματικά κάτι παρόμοιο με εκείνο του Πλούταρχου στα ”Ηθικά” του περί εξανθρώπισης της φιλοσοφίας από τον Σωκράτη (”Socrates autem primus philosophiam devocavit e caelo et in urbibus collocativit et in domus …”, σε ελ. μ.τ.φ: «Ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος που έφερε τη φιλοσοφία από τον ουρανό, την τοποθέτησε στις πόλεις και την έβαλε στο σπίτι»). Αυτή η ενανθρώπιση της φιλοσοφίας από τον Σωκράτη ήταν θεμελιωμένη στη μέθοδό του για αναζήτηση της αλήθειας, η οποία ήταν το άλφα και το ωμέγα της διδασκαλίας του και ένα από τα κοινά που είχε με τον Χριστό, τα οποία συνηγορούν στον αρχαιοελληνικό ”προδρομικό” ρόλο του αιώνες πριν για την καθιέρωση του Μονοθεϊσμού.
Την καθιέρωση του Μονοθεϊσμού στη θέση του Πολυθεϊσμού του Δωδεκάθεου, αν και ο Αθηναίος φιλόσοφος και ο ιδρυτής του μονοθεϊκού Χριστιανισμού, ο Χριστός, αναζητούσαν την αλήθεια από διαφορετική αφετηρία. Πέραν αυτού, η σπαργανώδης μορφή του Μονοθεϊσμού (στην εποχή του πρώτου) είχε πανθεϊστικό χαρακτήρα για την πλειονότητα των φιλοσόφων, εφ’ όσον «συνέχεαν την Θεϊκή Ουσία με την ουσία των κτισμάτων και θεωρούσαν τα κτίσματα ως απόρροια της Ουσίας του Θεού» (Μιχ. Χούλης: Ο αρχαίος Ελληνικός Μονοθεϊσμός ως προ Χριστού Χριστιανισμός”).
Σωκράτης και Χριστός
Ο Σωκράτης όμως, ήταν ξεχωριστή περίπτωση στο χώρο αυτό, γιατί – σε μια σκοτεινή εποχή από θρησκευτικής άποψης, όπου ο απλός λαός ήταν δέσμιος των δαιμονίων του Πολυθεϊσμού και των πολυθεϊστικών ιερατείων – τόλμησε να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα με Λόγο Αλήθειας. Ο Σωκράτης αναζητούσε την αλήθεια. Και την αναζητούσε αμφισβητώντας παραδοσιακές πεποιθήσεις και αρχές δια της διαλεκτικής-μαιευτικής μεθόδου, μέσω της οποίας περνούσε τον ακροατή-”μαθητή” του από τη δοκιμασία της ”τριπλής διηθήσεως” (φίλτρα αλήθειας, καλοσύνης και χρησιμότητας), ενώ ο Χριστός ανήγαγε την αναζήτηση της αλήθειας στο θρησκευτικό αξίωμα-προϋπόθεση: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ» (Ευαγγελιστής Ιωάννης, 14,6).
Θρησκευτικό αξίωμα ισοδύναμο με ύψιστη τριπλή διακήρυξη και έμφαση στο ”Εγώ”, που δείχνει όχι εγωπάθεια, αλλά μοναδικότητα και αποκλειστικότητα του Ιησού στον ρόλο του Μεγάλου ”Μεσίτη” μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Δείχνει, επίσης, ότι είναι ό Ένας εκ της θείας ουσίας της Αγίας Τριάδας (Πατήρ-Υιός και Άγιο Πνεύμα). Πέραν των θεμάτων αυτών όμως, που διαφοροποιούν τις δύο προσωπικότητες σε ανθρώπινη βάση, διαφορά ”οπτικής” μεταξύ Χριστού-Σωκράτη υπάρχει και στο θέμα ανεύρεσης και αντιμετώπισης του κακού, αφού ο μεν ενσαρκωτής του Τριαδικού Θεού (ο Υιός και Λόγος του Θεού στη γη Ιησούς) ταυτίζει το κακό με την αμαρτία (που αντιμετωπίζεται με προσευχή και νηστεία), ο δε Σωκράτης πιστεύει ότι κανείς δεν είναι κακός με τη θέλησή του («[…]τὰ κακὰ οὐδεὶς ἑκὼν ἔρχεται οὐδὲ ἐπὶ ἃ οἴεται κακὰ εἶναι, οὐδ’ ἔστι τοῦτο, ὡς ἔοικεν, ἐν ἀνθρώπου φύσει, ἐπὶ ἃ οἴεται κακὰ εἶναι ἐθέλειν ἰέναι ἀντὶ τῶν ἀγαθῶν», Πλάτων, ”Πρωταγόρας”) και ότι το κακό είναι αποτέλεσμα της αμάθειας ή της άγνοιας των ανθρώπων.
Κοινώς, «οι κακοί (κατά τον Σωκράτη) ενεργούν σαν ένα μικρό παιδί που πράττει χωρίς τη θέλησή του, όταν καταπίνει χάπια αντί για καραμέλες» (Α. Μπαγιόνας, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής ηθικής από τους προσωκρατικούς ως την αρχαία Ακαδημία, Θεσσαλονίκη 1974). Κάτι που επιδέχεται αυστηρής κριτικής (όπως και η άποψη του Σωκράτη ότι ”το κακόν υφίσταται εξ ανάγκης” [Πλωτίνος, ”Εννεάδες”, 3ος αι. π Χ]), γιατί αμφότερα αποτελούν εξαίρετο άλλοθι και για τους πιο στυγνούς δολοφόνους… Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, για να μη δημιουργηθεί η εντύπωση της πλήρους διάστασης των απόψεων μεταξύ Σωκράτη-Χριστού, ότι βασική ομοιότητα μεταξύ τους είναι η ηθική και η ανθρωπολογική διδασκαλία τους. Επιπλέον, τα ελληνικά στοιχεία σκέψεων του πρώτου ενυπάρχουν στην ελληνοχριστιανική Ορθοδοξία και απέχουν μακράν εκείνων του Εθνισμού (Παντελής Γιαννουλάκης: ”Η αλήθεια για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους”).
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι ήταν πέρα για πέρα άδικη η κατηγορία σε βάρος του Σωκράτη (αιτία παραπομπής του σε δίκη στην Ηλιαία) – από τους Μέλητο, Άνυτο, Λύκονα – περί αθεῒας και εισαγωγής νέων θεοτήτων, γιατί ο Αθηναίος φιλόσοφος ήταν βαθιά θρησκευόμενος. Ο Σωκράτης έλεγε για τα θεία «το θείον τοσούτον και τοιούτον εστί, ώσθ’ άμα πάντα ορά και πάντα ακούειν και πανταχού παρείναι και άμα πάντων επιμελείσθαι». Κάτι που ”μεταφράζεται” στον Χριστιανισμό ως «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών Θεός» (βλ. προσευχή: ”Βασιλεύ Ουράνιε”). Επιπλέον, αναδεικνύει παράλληλα τη σύνδεση ελληνικού πνεύματος και Ορθοδοξίας και, κατ’ επέκταση, Χριστιανισμού-Ελληνισμού.
Τα θεία για το Σωκράτη
Το θείον ”δαιμόνιον”, στην περίπτωση του Σωκράτη (το οποίο αφορούσε, στην ουσία, τη συμβολοποιημένη η συνείδησή του), δεν ήταν παρά η ύψιστη έκφανση του δραστήριου και διορατικού πνεύματός του, που ”συνεργούσε” στην προσπάθειά του να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους. Τουλάχιστον έτσι εκλάμβανε τον οίστρο αυτό που τον συντρόφευε παιδιόθεν, ο μέγας φιλόσοφος. Σαν ειδική εντολή που του δόθηκε από τον Θεό. Για τον Χριστό, πάλι, η θαυματουργή επενέργεια της προσευχής στον ουράνιο Πατέρα του προς θεραπεία πασχόντων ανθρώπων ή και ανάσταση ακόμα νεκρών (βλ. ανάσταση της 12χρονης κόρης του αρχισυναγωγού Ιαείρου και του φίλου του Λάζαρου από τη Βιθυνία), ήταν το δικό του… ”δαιμόνιο”, άρρηκτα συνδεδεμένα με τη διττή ιδιότητά του.
Τη διττή φύση Του, καθώς ο Κύριος ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος (”Θεανδρικό” το πρόσωπό Του) και γι’ αυτό η Σάρκωση, η Ενανθρώπησή Του αποτελεί τρανή απόδειξη της ανυπέρβλητης αγάπης του Θεού-Πατέρα Του για τον άνθρωπο. Αγάπης που μόνο χαρά και αγαλλίαση μπορεί να φέρει στο κτιστό κόσμο (Ευαγγελιστής Ιωάννης). Αγάπης που είναι η ρίζα της αρετής και της καλοσύνης όχι μόνο στον Χριστό (ο οποίος την ταυτίζει με την πίστη), αλλά και τον Σωκράτη (ο οποίος την ταυτίζει με τη σοφία, από την οποία θεωρεί ότι απορρέουν όλες οι άλλες αρετές, γιατί αυτές είναι το υπέρτατο αγαθό. Γι’ αυτό αντιπαραβάλλει στον λόγο του την αγάπη με τα αγαθά που φαντάζουν αξιοζήλευτα στη λαϊκή συνείδηση (ομορφιά, πλούτος, σωματική αλκή [δύναμη], ηδονές αισθήσεων κ.λ.π., αλλά δε συγκινούν τον ίδιο.
Αρκεί να θυμηθούμε – στην κορύφωση του έργου του Πλάτωνα ”Συμπόσιον”, αλλά και στο έργο του ”Φαίδρος” – το εγκώμιο του Σωκράτη για τον έρωτα, τη ”θεία αγάπη” (πηγή έμπνευσης του ”Πλατωνικού έρωτα” σε ελεύθερη μετάφραση: «Έρωτας είναι ο πόθος της ψυχής για το αιώνιο αρχέτυπό της»), λόγος για τον οποίο ενδεχομένως παρεξηγήθηκε ο Σωκράτης, καθώς βρήκαν την αφορμή οι συκοφάντες του – λόγω των συναναστροφών του με τους νέους – να τον κατηγορήσουν ότι τους διαφθείρει.
Αδικία και δικαιοσύνη
Κατηγορία παντελώς άδικη και ανίερη, την οποία προώθησε σε τέτοιο βαθμό η εθνική κοινωνία της εποχής του, ώστε να συμπαρασύρει ”επώνυμες” πένες Αθηναίων κωμωδιογράφων του 5ου αιώνα π.Χ. όπως ο Αριστοφάνης, ο οποίος διακωμώδησε τον μέγιστο φιλόσοφο της ανθρωπότητας στα έργα του ”Νεφέλες”, ”Όρνιθες” κλπ. Άδικες και ανίερες κατηγορίες είχαν εκτοξευθεί σε αμφότερους (Σωκράτη-Χριστό), βέβαια, με συνέπεια την καταδίκη τους σε θάνατο. Κι ας δίδασκε μια ζωή ο πρώτος την έντιμη, την ηθική και τη δίκαιη ζωή. Κι ας είχε υπερασπιστεί τους νόμους της πατρίδας του αρνούμενος να δραπετεύσει από τη φυλακή, για να γλιτώσει τη ζωή του (Πλάτων: ”Κρίτων”).
Ας είχε πει στον πλατωνικό διάλογο (Πλάτων: ”Γοργίας”) τη συγκλονιστικά χριστιανική φράση «εί αναγκαίον είη αδικείσθαι ή αδικείν, ελοίμην αν αδικείσθαι ή αδικείν» (μ.τ.φ: «αν ήταν ανάγκη να αδικώ ή να αδικούμαι, θα προτιμούσα να αδικούμαι παρά να αδικώ») στη σύντομη στιχομυθία του με τον νεαρό αριστοκράτη Πώλο, εκπρόσωπο της Σχολής Σοφιστών του Γοργία, παρά το γεγονός ότι αμφότερα (το να αδικείς και να αδικείσαι) τα θωρούσε κακά (”φαύλα”) μιλώντας για το θέμα της αδικίας (Αριστοτέλης: ”Ηθικά Νικομάχεια”).
Έτσι εξηγείται γιατί στο δικαστήριο της Ηλιαίας – ενώπιον πεντακοσίων δικαστών και ενός άρχοντα – βασιλιά, οι οποίοι αποτελούσαν αντιπροσωπευτικό δείγμα της Αθηναϊκής κοινωνίας – ο Σωκράτης δεν παρακάλεσε, δεν προσπάθησε να συγκινήσει και δεν έκλαψε κατά την απολογία του, πεπεισμένος ότι «είναι καλύτερα να τιμωρείσαι άδικα, παρά να γλιτώνεις από δίκαιη τιμωρία». Συνελόντι ειπείν, ο Σωκράτης προτίμησε να εφαρμόσει στην πράξη τη διδασκαλία του (σεβασμός της δικαστικής ανεξαρτησίας και συμμόρφωση στις δικαστικές αποφάσεις), αφού προηγουμένως είχε απορρίψει τους αθέμιτους τρόπους που του είχαν προταθεί από τον συνομήλικο συντοπίτη και συμμαθητή του Κρίτωνα (δραπέτευση δια της δωροδοκίας), για να αποδράσει από η φυλακή του.
Οι αθέμιτοι τρόποι, σημειωτέον, έδιναν κι έπαιρναν στην Αθηναϊκή Δημοκρατία της εποχής του Σωκράτη. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος ενήργησε σαν ένας προ Χριστού άγιος μένοντας πράος, ταπεινός, πιστός στους νόμους της πατρίδας του και τους κανόνες ηθικής του μέχρι το τέλος (θάνατος με κώνειο), όπως ο Ιησούς (ο μέγιστος της ηθικής Θεάνθρωπος). Ο Ιησούς που υπόμεινε από τους αλαζόνες της εποχής του λοιδορίες, χλευασμούς, ταπεινώσεις και βία (η οποία κλιμακώθηκε με τη Σταύρωσή του) προς χάριν της Σωτηρίας του Κόσμου. Ο Νυμφίος Χριστός που οδηγήθηκε στον Γολγοθά ως ”πρόβατον επί σφαγήν […] Και ως αμνός άμωμος εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού”, κατά την πρόβλεψη του Προφήτη Ησαῒα (Ησ. 53, 7) επιβεβαιώνοντας το Θείο Πάθος σε όλες του τις διαστάσεις.