Η επίγνωση της θνητότητας τροφοδοτεί το όνειρο της “αθανασίας”
31/03/2020«O ελεύθερος άνθρωπος άλλο δεν σκέφτεται παρά το θάνατο, και η σοφία του είναι ένας στοχασμός, όχι του θανάτου, αλλά της ζωής», σημειώνει ο Μπαρούχ Σπινόζα στην “Ηθική” του. Στην παραπάνω φράση συμπυκνώνεται το διαυγές συμπέρασμα: τα πάντα στην ανθρώπινη ζωή έχουν σημασία ακριβώς επειδή οι άνθρωποι είναι θνητοί και το γνωρίζουν.
Όσα κάνουν οι θνητοί άνθρωποι έχουν νόημα εξαιτίας αυτής της επίγνωσης. Αυτό που καθιστά κάθε άνθρωπο πολύτιμο και αναντικατάστατο είναι ο θάνατος, ή η ιδέα του θανάτου. Οι άνθρωποι ωθούνται στην πράξη από την επίγνωση ότι είναι φάσματα. Κάθε πράξη που επιτελούν μπορεί να είναι η τελευταία τους. Τα πάντα, στους θνητούς, έχουν την αξία του φθαρτού και ανεπανόρθωτου.
Αν νικιόταν κάποτε ο θάνατος, δεν θα είχαν πια νόημα όλα αυτά που με τόσο μόχθο συνέθεσαν οι άνθρωποι, προκειμένου να ενσταλάξουν κάποιο σκοπό στην τόσο σύντομη ζωή τους. Όμως, όπως γράφει ο Μπάουμαν (“Η Μετανεωτερικότητα και τα Δεινά της”), σε συνέχεια των προηγουμένων, η ουσία του ζητήματος είναι ότι η γνώση της θνητότητας του ανθρώπου σημαίνει συνάμα και γνώση της δυνατότητας της αθανασίας του. Το να έχει επίγνωση της θνητότητας σημαίνει ότι μπορεί να φαντάζεται την αθανασία, να εργάζεται για την αθανασία του.
Επίγνωση της θνητότητας
Είναι γενικά γνωστό, αλλά αποτελεί εξαιρετικά σπάνια πεποίθηση στο ανθρώπινο γένος, ότι στη Φύση η αθανασία είναι κάτι το κοινότοπο. Αν εξαιρέσεις τον άνθρωπο, όλα τα άλλα πλάσματα είναι αθάνατα, αφού αγνοούν το θάνατο. Αυτό που είναι θείο, τρομερό, αδιανόητο, είναι η επίγνωση της αθανασίας, υποστηρίζει ο Μπόρχες (“Ο Αθάνατος”). Η άτεγκτη πραγματικότητα του θανάτου κάνει την αθανασία μια γοητευτική πρόταση, αλλά η ίδια η πραγματικότητα κάνει συνάμα το όνειρο της αιωνιότητας μια δραστική δύναμη, ένα κίνητρο για δράση. Η αθανασία είναι, εν τέλει, ένα καθήκον.
Όμως, συνεχίζει ο Μπόρχες, μονάχα το όνειρο της αθανασίας δίνει νόημα στη ζωή, ενώ η αθάνατη ζωή, αν ποτέ την κατορθώναμε, δεν θα έφερνε παρά το θάνατο του νοήματος, ακριβώς όπως συμβαίνει στα πρόσωπα στο προαναφερόμενο διήγημά του. Σε αυτό, τα πρόσωπα που κέρδισαν την Αθανασία –επομένως ήταν προηγουμένως θνητοί– δεν είναι τίποτε άλλο παρά «τρωγλοδύτες που δεν μιλούσαν και καταβρόχθισαν φίδια». Βρίσκονταν στην κατάσταση «του απροσδιόριστου, του αποτρόπαιου, του ουδόλως νοητού».
Μεταθανάτια “ζωή”
Ας προβούμε σε έναν (σχετικά δόκιμο) διαχωρισμό της ανθρώπινης ιστορίας στην περίοδο πριν την εποχή της νεωτερικότητας, στη νεωτερικότητα και στη μετανεωτερικότητα. Και ας θελήσουμε να εντρυφήσουμε στο πώς η έννοια της αθανασίας ενσωματώθηκε στο κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι. Θα παρατηρήσουμε τότε ότι την εποχή που προηγείται της νεωτερικότητας, υπήρχαν ορισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι μπορεί να διατηρηθούν, ως άτομα, στη μνήμη των μεταγενέστερων. Αυτή η μεταθανάτια “ζωή”, ενδέχεται να διαρκέσει όσο υπάρχουν άνθρωποι με μνήμη.
Πρόκειται για ανθρώπους που ονομάστηκαν μεγάλοι, και ως τέτοιους τους θυμόμαστε. Αναφέρομαι, για παράδειγμα, σε βασιλείς, νομοθέτες, στρατηγούς, φιλοσόφους, ποιητές, καλλιτέχνες. Οι πράξεις και τα επιτεύγματά τους τούς κατάταξαν σε αυτό το είδος της αθανασίας – έχουν μείνει δηλαδή για πάντα στην ανθρώπινη μνήμη.
Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας ήταν η εξατομίκευση της εξουσίας, η οποία καταρχήν όριζε όλα τα αντικείμενά της ως άτομα. Η νεωτερικότητα ήταν μια δημοκρατική δύναμη ως προς το ότι έκανε όλους τους ανθρώπους άτομα. Με αυτήν την έννοια, έδωσε τη δυνατότητα σε ένα μεγάλο πλήθος ατόμων να εισέλθουν στην ατραπό της αναζήτησης και της επιδίωξης της αθανασίας.
Αποδομώντας την αθανασία
Η αστική τάξη επιχείρησε να διαμορφώσει ένα κοσμοείδωλο προσανατολισμένο προς αυτό το καθήκον. Φυσικά, οι εξελίξεις δεν την δικαίωσαν ολοκληρωτικά. Όμως, η νεωτερικότητα στην ουσία πάλεψε να αποδομήσει το θάνατο. Η έλευση της μετανεωτερικότητας μετέβαλε ριζικά την οπτική της αθανασίας. Ο μοχλός της μεταβολής ήταν η αλλαγή του τρόπου σύλληψης της ανθρώπινης μνήμης ως ασφαλούς κιβωτίου αποθήκευσης των ανθρωπίνων επιτευγμάτων.
Η διακαής επιθυμία να γίνει ασφαλέστερη η αποθήκευση και να υπηρετηθεί ικανότερα ο εκδημοκρατισμός της ατομικής αθανασίας προκάλεσε μια ισχυρή ορμή προς την επινόηση και την εξέλιξη των υπολογιστών ως –πάνω από όλα– συστημάτων τεχνητής μνήμης. Το αποτέλεσμα ήταν διπλό: το πρώτο ήταν η αθανασία των νεκρών αντικειμένων ως υποκατάστατο της αθανασίας των ζώντων. Το δεύτερο ήταν η προαγωγή των νεκρών αντικειμένων σε ένα εικονικό είδος, με τους δικούς του νόμους εξέλιξης. Κανένας δεν ελέγχει αυτό το νέο είδος, ούτε καν αυτό το ίδιο.
Όπως γράφει ο Μπάουμαν (“Η Μετανεωτερικότητα και τα Δεινά της”): «Προγραμματισμένο να διασφαλίσει την ανθρώπινη αθανασία, απελευθέρωσε τη μοίρα της αθανασίας από τις ανθρώπινες προσπάθειες. Την απαλλοτρίωσε από τα ανθρώπινα όντα που λαχταρούσαν να καταστήσουν αιώνια τα ατομικά τους επιτεύγματα. Αντί να εξασφαλίσει την αθανασία στους δημιουργούς, κατήργησε τη δημιουργία της αιώνιας ζωής. Η μετανεωτερική εποχή ήρθε να αποδομήσει την αθανασία».