Η ηθική νομιμοποίηση όρος για την πολιτική ηγεμονία
02/08/2019Θεοί μέν γάρ μελλόντων, ἄνθρωποι δέ γιγνομένων, σοφοί δέ προσιόντων αἰσθάνονται. Φιλόστρατος
Μπορούσε η υπαρκτή Αριστερά να αναδειχθεί σε ηγεμονική/ηγεμονεύουσα δύναμη; Το ερώτημα σήμερα είναι απαντημένο από τα γεγονότα, αλλά το είχα θέσει από το 2012, μετά την αναγόρευση του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση. Είχα, μάλιστα, από τότε σταθεί σε κάποιες επισημάνσεις του Αντόνιο Γκράμσι για την πολιτική ηγεμονία, θεωρώντας ότι εκείνη η συγκυρία τις καθιστούσε επίκαιρες με τρόπο δραματικό.
Ο Γκράμσι, ως γνωστόν, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού του βίου έγκλειστος. Σε αυτό το μακρύ ταξίδι του μέσα στις φασιστικές φυλακές του Μουσολίνι, είχε μία μοναδική πολυτέλεια: τον χρόνο να στοχαστεί και να επαναστοχαστεί πάνω στα ερωτήματα που έθετε η ήττα της καθόλου Αριστεράς από τον φασισμό και να συνειδητοποιήσει τα όρια ενός coup d’ état (πραξικοπήματος) ακόμα κι όταν αυτό έχει αριστερό πρόσημο.
Ήταν αυτό που βαθύτατα τον προβλημάτισε και που τον οδήγησε ύστερα από βασανιστικές διανοητικές διαδρομές να θέσει ένα κεντρικό ζήτημα που δεν το έθεσε κανένας άλλος ηγέτης της Αριστεράς με τους ίδιους όρους και την ίδια καθαρότητα. Ο Γκράμσι, με τον ιδιότυπο δικό του τρόπο, έκανε σαφές ότι οι μητροπολιτικές κοινωνίες, ως κατεξοχήν πολύπλοκες, δεν μπορούν να ανατραπούν με «απλή έφοδο στην εξουσία».
Μας δίδαξε, δηλαδή, ότι δεν μπορείς να κάνεις μίαν υπέρβαση του υπάρχοντος εάν τυχόν δεν συνειδητοποιήσεις πόσο πολύπλοκο είναι. Εάν δεν συνειδητοποιήσεις πόσο τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά, πόσο πανούργος, πόσο επιτήδειος και πάνοπλος είναι ο αντίπαλος. Ως εκ τούτου, η απλή “έφοδος στα Χειμερινά Ανάκτορα”, ακόμα και όταν μπορεί να γίνει, είναι ανεπαρκής. Αυτά δεν είναι εκ των υστέρων σκέψεις. Είναι σκέψεις του 2012.
Από τον Καντ στον Γκράμσι
Διακόσια περίπου χρόνια πριν, ένας εξαιρετικής ποιότητας διανοούμενος, ο Ιμμάνουελ Καντ διατύπωνε αυτά που ο Γκράμσι στις φυλακές πικρά επιβεβαίωνε και που εμείς ακόμα και σήμερα διερωτώμεθα αν πράγματι αληθεύουν. Χωρίς ίχνος ρητορείας και χωρίς να διεκδικεί επαναστατικά εύσημα, ο Καντ κυριολεκτικά μας αφοπλίζει με ένα επιχείρημα που πλήρωσαν μετρητοίς όλες ανεξαίρετα οι επαναστάσεις.
«Με μια επανάσταση, ίσως, καταρρέει βέβαια ο προσωπικός δεσποτισμός και καταργείται η καταπίεση από ανθρώπους άπληστους για κέρδη και για εξουσία. Ποτέ δεν γίνεται, όμως, αληθινή αναμόρφωση του τρόπου της σκέψης. Νέες προλήψεις, εξίσου όπως και οι παλιές, χρησιμοποιούνται για σκοινί που οδηγεί τον αστόχαστο μεγάλο σωρό των ανθρώπων».
Η έννοια της ηγεμονίας, λοιπόν, εμπεριέχει την λογική της ισχύος για την κατάκτηση της εξουσίας. Η εξουσία, όμως, για να είναι λειτουργική προϋποθέτει την στήριξή της στην πλειοψηφία. Αυτό αποτελεί την πυρηνική και αδιαπραγμάτευτη λογική μιας δημοκρατικής κοινωνίας, αυτό αποτελεί το μοναδικό ουσιαστικό όπλο των υποτελών τάξεων.
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι να διαμορφώσεις όλους εκείνους τους όρους, όλες εκείνες τις υποδομές που θα καταστήσουν τις υποτελείς τάξεις ικανές στο να μπορέσουν να διαμορφώσουν ένα αντίρροπο δέος κουλτούρας, πολιτικής, ιδεολογίας και κατ’ επέκτασιν διακυβέρνησης. Μιας διακυβέρνησης, όμως, που θα έχει κύρος και, στηριγμένη στην βούληση των πολλών, θα ανανεώνει τη νομιμοποίησή της.
Ο κομβικός ρόλος της ηθικής
Αυτό το κύρος όμως, δεν μπορεί να στηριχθεί μονομερώς στην ιδεολογική και γενικότερα στην υλική υπεροχή. Έχει ανάγκη και την ηθική νομιμοποίησή του. Η Αριστερά δεν αρκεί να επικαλείται την αρετή, οφείλει να είναι ενάρετη η ίδια. Δεν αρκεί να στηλιτεύει το κακό, πρέπει η ίδια να το τιμωρεί παραδειγματικά. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, αυτό το ρηγμένο στα αζήτητα στοιχείο είναι που ο Γκράμσι εναγώνια αναζήτησε και στο τέλος ανέδειξε ως αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για τον όποιο σοσιαλισμό στο μέλλον ήθελε αποτολμηθεί. Ασφαλώς δεν ήταν ο μόνος. Από τον Ρήγα και τον Μπολιβάρ, μέχρι τον Ρόκκο Χοϊδά και την Λούξεμπουργκ, από τον Άρη και τον Γκεβάρα μέχρι τον Λαμπράκη και τον Αλιέντε, το επιχείρημα εξακολουθεί να είναι πάντα ακαταμάχητο και το τίμημα πάντα οδυνηρό.
Το συμπέρασμα, όμως, που και εκ της ιστορίας, πρώτιστα του ίδιου του Γκράμσι, προκύπτει, είναι σαφές: Μία ηττημένη πολιτικά Αριστερά, όσο επώδυνη και αν είναι η διαδικασία ανάρρωσής της, μπορεί να επανακάμψει και ιστορικά να δικαιωθεί. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι ηθικά άρρωστη. Η σύνδεση της πολιτικής με την ηθική αποτελούσε, αποτελεί και θα αποτελέσει το υπ’ αριθμόν ένα ζητούμενο νομιμοποίησης της όποιας ηγεμονίας.
Στην περίπτωσή μας, η καταιγίδα των Μνημονίων εκτόξευσε τον ΣΥΡΙΖΑ στους θώκους της εξουσίας. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι εκλήθη να διαχειρισθεί μία εξαιρετικά δυσχερή κατάσταση. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο πως ήταν πολιτικά ανέτοιμος να το πράξει επιτυχώς. Το πρόβλημα είναι πως οι αντικειμενικές δυσκολίες, η πολιτική ανετοιμότητά του και η “κρυφή γοητεία” της εξουσίας τον οδήγησαν σε ολισθηρό μονοπάτι.
Όχι μόνο εφάρμοσε όλα τα μέτρα που ως αντιπολίτευση είχε δριμύτατα καταγγείλει, αλλά και υιοθέτησε καθεστωτικές πρακτικές, οι οποίες ροκάνισαν ολοένα και περισσότερο το όποιο ηθικό του πλεονέκτημα. Και είναι ακριβώς αυτό που προκάλεσε περισσότερο ακόμα και από τα επώδυνα μέτρα τη βαριά –αν όχι ανήκεστο– βλάβη στην Αριστερά. Η βαριά ήττα στις ευρωεκλογές και η ελαφρότερη στις εθνικές εκλογές (για άλλους λόγους) το κατέδειξαν.