Η ιστορία γράφεται από τους Αυξεντίου
03/03/2022Στις 3 Μαρτίου 1957, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, μια από τις κορυφαίες μορφές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, 1955-1959, έπεσε μαχόμενος εναντίον του αποικιακού ζυγού και για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Θα μπορούσε να παραδοθεί και να ζήσει. Μπορούσε, αλλά δεν το έκανε.
Όλο το “βιογραφικό” του ήταν γεμάτο αγώνες και η κληρονομιά που άφησε, αναδεικνύει αυτό που σήμερα είναι μακρινό και ξένο. Ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν για την ελευθερία και τα ιδανικά. Στις μέρες μας, αυτό που έμεινε είναι να τιμούνται οι ήρωες σε ετήσια μνημόσυνα και εκδηλώσεις, με επαναλαμβανόμενες διακηρύξεις. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου, όπως και ο Μάτσης, ο Παλληκαρίδης και τόσοι άλλοι, θυσίασαν τη ζωή τους για ένα αγώνα και για ιδεώδη, τα οποία πρότασσαν τότε οι νέοι.
Αυτοί, για να αντιγράψω τον Χρόνη Μίσσιο, μια εμβληματική φυσιογνωμία της ελληνικής Αριστεράς, αυτοί έφυγαν νωρίς. Δεν έζησαν ούτε προδομένους αγώνες, ούτε και την καταστροφή της Κύπρου. Την παράδοση της στην Τουρκία από πατριδοκάπηλους προδότες, σε Ελλάδα και Κύπρο. Εκείνη την ημέρα, ο Γρηγόρης Αυξεντίου γνώριζε πως προδόθηκαν. Το είπε άλλωστε στους συντρόφους του: «Ο θεός να με βγάλει ψεύτη, προδοθήκαμε».
Ο Αυξεντίου δεν παραδόθηκε
Το «παραδοθείτε», που φώναξαν οι Άγγλοι, περικυκλώνοντας το κρησφύγετο, στα βουνά του Μαχαιρά, είχε απάντηση. «Μέχρι σήμερα μαθαίνατε πώς πολεμούν οι Έλληνες. Σήμερα θα μάθετε και πως πεθαίνουν», είπε στους συντρόφους του και τους ζήτησε να φύγουν. Ήθελε σε αυτή την τελευταία μάχη να αναμετρηθεί με τον εχθρό, τους αποικιοκράτες. Αλλά και να αναμετρηθεί και με το θάνατο. Νίκησε και τους αποικιοκράτες, νίκησε και το θάνατο, γιατί παρέμεινε αθάνατος και δοξασμένος.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Πέτρο Παπαπολυβίου, «πρώτος επιχείρησε να ανατινάξει το κρησφύγετο του Αυξεντίου, ο λοχαγός του βασιλικού μηχανικού Ντένις Σάτλγουορθ. Ήταν συνομήλικος του Αυξεντίου και βετεράνος διεθνής παίκτης της Εθνικής Αγγλίας στο ράγκμπυ. Δεν γνωρίζουμε αν ο διεθνής ποδοσφαιριστής έχει αφήσει πίσω του κάποια γραπτή μαρτυρία, ωστόσο σίγουρα, η ιστορία που προκαλεί ανατριχίλα είναι εκείνη που μοιράστηκαν και τα ξένα έντυπα, για τον ερασιτέχνη ποδοσφαιριστή που απάντησε στον επαγγελματία διεθνή παίκτη: Μολών Λαβέ.
Και αντέστη μόνος εναντίον 60 Άγγλων στρατιωτών, εναντίον του πυρός των πολυβόλων, εναντίον της φλεγομένης βενζίνης και εναντίον των εκρηκτικών υλών. Ο ανθυπολοχαγός Μίντλετον που γνώριζε ελληνικά τον εκάλεσε να παραδοθή. Και από το άνοιγμα του κρυψώνος ηκούσθη η πολεμική κραυγή που απηθανάτισε τον Λεωνίδαν εις τας Θερμοπύλας: Μολών Λαβέ».
Ο συνταγματάρχης Μόραν ο οποίος διεύθυνε τις επιχειρήσεις δήλωσε: «Ο Αυξεντίου διεξήγαγε μίαν τρομεράν και εμπνευσμένη μάχη επί δέκα ώρες». Ο Βάσος Λυσσαρίδης σε ποίημα του, που δημοσιεύθηκε στον “Φιλελεύθερο”, την Κυριακή 8 Μαρτίου 1959, έγραφε για τον Αυξεντίου:
Ω ΞΕΙΝ ΑΓΓΕΛΛΕΙΝ
«Ω ξειν αγγέλλειν γενεαίς Κυπρίων ότι Τήδε κείμαι τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ Μια χλαλοή, αντάρα, θύελλα, Βουνά σκορπούν, βουνά βογγούν φωτιά, μολύβι, θάνατος.
Δάση σκορπίζουν, χάνονται.
Τρέμει το παν κι’ ο πυρετός καίει τη γής
Που είν’ άρρωστη απ’ τον καϋμό κι’ από το κάμωμα.
Τιτάνες θέ να μάχονται, μιλιούνια στρατιές Πάρα πολλοί είν’ οι οχτροί, θα πρέπει νάν πολλοί κι’ οι φίλοι.
Φυσάει ο αγέρας μυρωδιές, καψίλα και μπαρούτι,
Φυσάει φωνές, φυσάει βροντές, φυσάει αστραπές και σάρκα,
Πέφτουν κορμιά, μάτια δειλά, φωνές ξένες παράξενες Αίμα ποτίζει ολόκαυτο τη διψασμένη γης
Μ’ αυτή ξερνά, αναδεύεται, δε δέχεται το τάμα,
Τ΄ είν βρώμικο, είν άρρωστο, φαρμακωμένο, αφιόνι.
Βρέχει φωτιά, βρέχει βρωμιά, βρέχει αίμα, βρέχει βούρκο,
Βρέχει ψυχές, βρέχει όνειρα, βρέχει ορμές και νειάτα,
Βρέχει ψηλά ονείρατα, μια κούνια, ένα παιδί, Ένα κλάμα, ένα χαμόγελο, βρέχει μια κοπελλίτσα, βρέχει φιλιά, χαϋδέματα, βρέχει αλμυρή μια πίκρα για κάποιο Ιούδα κίτρινο.
Κι’ ένα λεπτό σιγή.
Δειλό τραγούδι αηδονόλαλο, θολή μια οπτασία μια ζωή αρχίζει κι’ έκλεισε, ανοίγει μια σελίδα.
Ένα περβόλι ολάνθιστο, γλέντι, συρτός, κρασί, ανθρώποι πάνε κι’ έρχονται, στη μέση αυτή κι’ εσύ.
Φυσάει ο αγέρας μυρωδιές κρασί, χαρά κι’ αγάπη.
Βρέχει νερό, βρέχει χορό, βρέχει ζωή, τραγούδια, Βρέχει ψυχές, βρέχει όνειρα, βρέχει χαρές, λουλούδια.
Το ιντερμέτιο έκλεισε
Σειέται και πάλι η γης.
Τα βόλια πάνε κι’ έρχονται, αντάρα, κάπνη, κλάμα.
Δειλές ψυχές δειλές καρδιές, κρυμμένες, κρύες, δούλες.
Κι’ ένας σεισμός ηφαίστειο,
Ξέρασε τα έγκατα η γης, μουγκρίζει ο Προμηθέας.
Βουνά πηγαίνουν κι’ έρχονται,
Και πάλι μια σιγή.
Το κάστρο πάει, έπεσε. Νεκρώθηκε η αντάρα, κοιμήθηκ’ ο παλμός.
Δειλά, φρικτά, καμπούρικα, κίτρινα, σκουριασμένα, ερπετά μιλιούνια σέρνονται προς το νεκρό καστρί.
Φοβούνται ακόμα τη σιγή, φοβούνται τους χαμένους, φόβος τρυπάει τη σάρκα τους, καρφώνει την ψυχή τους.
Μα πάνε ομπρός, μιλιούνια τα ερπετά.
Στην πόρτα εκεί, στην άκρη της σπηλιάς, στέκει ο νεκρός, στέκει πεσμένος.
Στην πόρτα εκεί, στην άκρη της σπηλιάς φυλάει φρουρός ακοίμητος ο πεθαμένος.
Τιτάνες θε να μάχονταν μιλιούνια στρατιές,
Πάρα πολλ’ ήσαν οι οχτροί, ένας ήταν ο φίλος.
Φυσάει και πάλι μυρωδιές, λιβάνι και καπνό.
Φυσάει φωνές, φυσάει βροντές, φυσάει αστραπές και σάρκα,
Φυσάει ο αγέρας μυρωδιές, αντρειότη και λαχτάρα.
Φυσάει λυγμούς, φυσάει οδυρμούς, θλίψη καϋμό και κλάμα.
Βρέχει ψυχές, βρέχει καρδιές, βρέχει αίμα, βρέχει θρήνο, βρέχει φωτιά και λεβεντιά, βρέχει ορμές, χαμένα νειάτα.
Αίμα ποτίζει ολόκαυτο τη διψασμένη γης κι’ αυτή ριγάει, αναριγά, ρουφάει κι’ ανασαίνει.
Τ’ είναι το τάμα ακριβό, λεβέντικο, αντρειωμένο.
Θρηνάει βουβά, θρηνάει μουγγά, θρηνάει χωρίς ανάσα.
Θρηνά η βροχή, θρηνά η βροντή, θρηνά η αστραπή κι’ η μάνα.
Θρηνούν λαγκάδια και χωριά, θρηνούν χωριά και πόλεις, θρηνούν αντάρτες και παιδιά, χαμόσπιτα και σπήλια, θρηνάει η φύσις όλη
.
Μα η σπηλιά βροντάει ξανά, ζωντάνεψε ο φρουρός
Γκρεμίζονται και χάνονται σκουλήκια οι οχτροί
Πατάει ομπρός, πετάει ομπρός, ορμάει στητός κι’ ολόρθος
Βγάζει φωνή, βγάζει κραυγή, τρυπάει αυτιά και σάρκα,
Αδέλφια, εγώ είμαι εδώ στους Κύπριους να πείτε, πως είμαι δω της λευτεριάς ακοίμητος φρουρός, πιστός στην εντολή τους,
Αδέλφια πάντα ομπρός».