Η κατά Γκράμσι συνάρτηση του εθνικού με το κοινωνικό ζήτημα
25/11/2021Έχοντας συνοπτικά αναφερθεί ως σημαντικό πρώτο πεδίο ανάλυσης από πλευράς Γκράμσι στην σημασία που αποδίδει στην ανάλυση της γεωγραφίας, της ιστορίας και του πολιτισμού, έρχομαι στο δεύτερο πεδίο το οποίο είναι αυτό που αφορά την σχέση ανάμεσα στα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα. Επίσης, στη σύνδεση ή προέκταση που αυτά έχουν, ή δυνητικά μπορεί να έχουν, στην διεθνή σφαίρα, γεγονός που θέτει εν τοις πράγμασι καίρια ζητήματα όπως ο πατριωτισμός, ο εθνισμός, ο εθνικισμός, ο διεθνισμός και ο κοσμοπολιτισμός. Και κατ’ επέκταση τα κριτήρια για μιαν αξιόπιστη και αποτελεσματική από πλευράς των υποτελών τάξεων και των πολιτικών τους υποκειμένων απάντηση-στάση στα ζητήματα αυτά.
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να καταστήσω σαφές ότι ο Γκράμσι παραμένει σε όλη την διάρκεια του βίου του, σταθερά ο αμετακίνητος υποστηρικτής των υποτελών τάξεων και ο αδιάλλακτος κριτικός των κυρίαρχων συγκροτημάτων εξουσίας. Όπως προανέφερα λοιπόν, ο Γκράμσι όχι απλώς ξέρει, όπως προκύπτει από την λεπτομερειακή ανάγνωση των γραπτών του, αλλά θέλει οπωσδήποτε και να ξέρει και να μάθει σε βάθος την ιστορία του εδάφους, πάνω στο οποίο πατά.
Συνειδητοποιεί λοιπόν όλη την πορεία του ιταλικού Risorgimento, που είναι το κίνημα της ιταλικής παλιγγενεσίας, αντίστοιχο με το δικό μας 1821, στο οποίο η Ιταλία μέσα από μια διαδικασία πολύπλοκη και αντιφατική εν πολλοίς, συγκροτείται σε ένα ενιαίο κράτος. Η μελέτη ακριβώς αυτού του ζητήματος στις ρίζες του, τον βοηθά να καταλάβει ότι ουσιαστικά η πορεία προς την ολοκλήρωση δεν έγινε –δυστυχώς ή ευτυχώς αυτή είναι η ιστορία– από μια συνιστώσα. Από τον Βίκτωρα Εμμανουήλ και τους μοναρχικούς, τον Καμίλο Καβούρ και τους μετριοπαθείς φιλελεύθερούς του, ως τους ριζοσπάστες δημοκράτες πατριώτες/διεθνιστές Ματσίνι και Γκαριμπάλντι, οι συνιστώσες του Risorgimento αγκαλιάζουν όλο το πολιτικό φάσμα.
Ειδικότερα στα όσα αφορούν την τότε Αριστερά, ο Γκράμσι θα διαπιστώσει ότι στις γραμμές της συνέκλιναν ποικίλες τάσεις και ομάδες με κυρίαρχη αυτήν του Γκαριμπάλντι και, κατά δεύτερο λόγο, του Ματσίνι και των οπαδών του. Το ιταλικό ριζοσπαστικό ρεύμα, βαθύτατα εθνικό, είχε ταυτόχρονα σαφή διεθνιστικό προσανατολισμό, στοχεύοντας στην απελευθέρωση των λαών της Ευρώπης από τις δυναστείες και στην εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής τάξης πραγμάτων σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.
Ο Ματσίνι, συνεπικουρούμενος από τον Μπακούνιν, δεν σταμάτησε να προετοιμάζει για εξέγερση τα πνεύματα σε όποια χώρα της Ευρώπης και αν βρισκόταν καταδιωγμένος και ο γενναίος ηγέτης τους Γκαριμπάλντι διέτρεχε Ευρώπη και Αμερική, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, εφαρμόζοντας στην πράξη το πατριωτικό-διεθνιστικό του πιστεύω.
Βαθιά εθνικός και διεθνικός ο Γκράμσι
Αυτή η ουσιαστική συνάρτηση του εθνικού ζητήματος με το κοινωνικό και των δύο μαζί ως αντιφατική, αλλά και αδιάσπαστη ενότητα με την διεθνή πραγματικότητα και συγκυρία, αποτελεί έναν από τους θεμέλιους λίθους της γκραμσιανής λογικής. Το γεγονός αυτό τον φέρνει κοντύτερα στις λενινιστικές προσεγγίσεις της “συγκεκριμένης ανάλυσης” και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που οδηγούν στην Ρωσία του Οκτώβρη, σε αντίθεση με την λογική της διαρκούς επανάστασης που διατύπωνε ο Τρότσκυ, αλλά και μια μεγάλη μερίδα αριστερών που πρεσβεύουν –τάχα μου– τον αυθεντικό επαναστατικό διεθνισμό.
Σε ένα κείμενό του, γραμμένο αναγκαστικά με υπαινικτικούς όρους στην φυλακή, ο Γκράμσι είναι απόλυτα σαφής στην ασκούμενη κριτική αλλά και τους χαρακτηρισμούς του: «Θα πρέπει να δούμε αν η περίφημη θεωρία του Bronstein (εννοεί τον Τρότσκυ Σ.τ.Σ.) για τη διάρκεια (εννοεί την διαρκή επανάσταση Σ.τ.Σ.) του κινήματος δεν είναι η πολιτική αντανάκλαση της θεωρίας του πολέμου ελιγμών (ας θυμηθούμε την παρατήρηση του στρατηγού των Κοζάκων Κράσνωφ), σε τελευταία ανάλυση η αντανάκλαση των γενικών οικονομικών-πολιτιστικών-κοινωνικών συνθηκών μιας χώρας όπου τα πλαίσια της εθνικής ζωής είναι σε εμβρυακή κατάσταση και εγκαταλελειμμένα και δεν μπορούν να γίνουν “χαράκωμα ή φρούριο”. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Bronstein που εμφανίζεται σαν ένας “δυτικός”, ήταν αντίθετα ένας κοσμοπολίτης, δηλαδή επιφανειακά εθνικός και επιφανειακά δυτικός ή Ευρωπαίος. Αντίθετα ο Ιλίτς (εννοεί τον Λένιν Σ.τ.Σ.) ήταν βαθειά εθνικός και βαθειά Ευρωπαίος».
Έχοντας όσο κανείς άλλος Ιταλός πολιτικός ηγέτης μελετήσει το Risorgimento, είναι σε θέση να διακρίνει την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον «βαθειά εθνικό και βαθειά Ευρωπαίο» από τον κοσμοπολίτη/διεθνιστή, δηλαδή τον «επιφανειακά εθνικό και επιφανειακά δυτικό ή Ευρωπαίο». Με δυο λόγια –όπως σημειώνει ο Bob Gessop– «η στρατηγική του ανάλυση ήταν αντικειμενικά, όσο και μεταφορικά, ευαίσθητη στη χρονικότητα και τη χωρικότητα… Διότι το ενδιαφέρον του για τον τόπο, τον χώρο, και την κλίμακα δεν ήταν ακαδημαϊκό, αλλά είχε να κάνει με την ανάλυση επαναστατικών συγκυριών».
Αυτήν την παρακαταθήκη του βαθιά εθνικού και βαθιά διεθνικού, άφησε στο εργατικό και λαϊκό κίνημα ο Γκράμσι. Λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, ένα σημαντικό αντιφασιστικό κίνημα, το ελληνικό, συνδύαζε το ρηξικέλευθο πολιτικό μανιφέστο του Δημήτρη Γληνού “Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ” με τους αθάνατους στίχους του Νίκου Καρβούνη: «Θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά».