Η μνημονιακή ‘ειμαρμένη’ – Εθισμός στο νεοραγιαδισμό
13/03/2018Γράφει ο Λαοκράτης Βάσσης –
Οι μεροληπτικές «αναγνώσεις» της Μεταπολίτευσης δεν μπορούν να θολώσουν την αλήθεια: αφενός για τον χαρακτήρα της χρεοκοπίας και αφετέρου για τη βαθύτερη (μεταπολιτευτική) αιτιότητά της, που απογυμνώνει τους υπεύθυνους της πρόκλησης και διάπραξης αυτού του εγκλήματος εις βάρος του τόπου μας. Η χρεοκοπία δεν είναι απλά ένα οδυνηρό επεισόδιο, ιδίως στην οικονομική διάσταση της χώρας μας, αλλά ένα βαθύ ρήγμα στην ιστορική κανονικότητα της πορείας της προς το μέλλον, ένας εγκλωβισμός στον διαχειριστικό νεο-ραγιαδισμό.
Έκτοτε, μετέπεσε σε καθεστώς μετανεωτερικής αποικίας, εντός μάλιστα Ευρωζώνης. Με τους αντιπροσωπευτικούς μας θεσμούς, ως διαμεσολαβητικούς πλέον μεταξύ της ευρωδυτικής επικυριαρχίας και του λαού μας, να μη συνιστούν, όπως σε κάθε κανονική χώρα, αυθεντική έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και αυθεντική έκφραση, συνακολούθως, της εθνικής μας αυτεξουσιότητας και ανεξαρτησίας. Ένα, επίσης, βαθύ ρήγμα που ορίζει:
- Πρώτον, το τέλος της Μεταπολίτευσης, όσο κι αν αντιστέκονται και ανακυκλώνονται οι νοσηρότητές της, όπως δείχνει η άγονη οκταετής διαχείριση των συνεπειών αυτού του ρήγματος.
- Δεύτερον, το τέλος του μεταπολεμικού κοινωνικο/οικονομικού μας μοντέλου, με όλα του τα ενδογενή συμπαρομαρτούντα.
- Τρίτον, έστω και καθ’ υπερβολήν, την εξάντληση συνολικά του ελλαδικού μοντέλου της Εθνικής Παλιγγενεσίας, μια ανάσα πια απ’ την διακοσιοστή της επέτειο. Καθώς έχουμε φτάσει, ως Ελλάδα και Ελληνισμός, σε ένα δύσκολο όριο στρατηγικής αμηχανίας. Που προφανώς και δεν αντιμετωπίζεται με τακτικισμούς και μαγγανείες, ή με ευρωπαθή υποκατάστατα της ζητούμενης κινούσας «εθνικής ιδέας» μας.
Η συνείδηση του χαρακτήρα της χρεοκοπίας
Με αυτονόητη, πάντοτε, τη διαφορά της δεδομένης ευρωπαϊκότητάς μας και της προσαρτηματικής ευρωπάθειας της ultra «εκσυγχρονιστικής» και απο-εθνοποιητικής διανόησής μας. Από τον χαρακτήρα της αυτό προκύπτει και το αδυσώπητα ανελαστικό εθνικό μας δίλημμα: διαχειριστική υποτέλεια (μετανεωτερικής κοπής) ή εθνική αξιοπρέπεια (αυτεξουσιότητα και ανεξαρτησία). Χωρίς ούτε υποψία ενδιάμεσου δρόμου διαφυγής, ή παραπλανητικής, με όποια τερτίπια, επικάλυψής του.
Συνυπολογίζουμε προφανώς, και τα εξωγενή αίτια (παγκόσμια οικονομική κρίση), που ήταν κοινά για όλες τις χώρες της ΕΕ και όχι μόνο, χωρίς όμως αυτές να χρεοκοπήσουν. Με τον αμείλικτο φακό της στα μάτια μας, οφείλουμε να αναζητήσουμε και αναγνώσουμε το πλέγμα των αιτίων της χρεοκοπίας στον ενιαίο «βυθό» των δεκαετιών της Μεταπολίτευσης. Που σημαίνει, στην αιτιώδη ακολουθία των εγγενών αδυναμιών του πολιτικού μας συστήματος και των διαρκώς μεγεθυνόμενων, ιδίως από τα μέσα της και μετά, πολιτικών ευθυνών των εταίρων του δικομματισμού (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), που είναι και το μείζον.
Αλλά και των επίσης εγγενών αδυναμιών της κοινωνίας μας, που δεν είναι συλλογικό υποκείμενο της ιστορίας της μόνο για τα καλά και αντικείμενό της όταν πρόκειται για ήττες και συμφορές. Με τις πολιτικές ευθύνες να είναι το μείζον, κατά προέκταση του ότι η πολιτική είναι η διευθύνουσα λειτουργία των πολιτειών (Αριστοτέλης: πασών κυριωτάτη και πάσας τας άλλας περιέχουσα) και οι πολιτικοί οι «ιερουργοί» της.
Με δεδομένο, όμως, στην περίπτωσή μας, στη μεταπολιτευτική δηλαδή περίοδο, πως η μεν πολιτική μετέπεσε σταδιακά σε (άγρια) διαχειριστική νομή της εξουσίας οι δε επίορκοι πολιτικοί σε άπληστους νομείς της. Οπότε και με δεδομένο πως οι διαχειριστικές πολιτικές ευθύνες των νομέων είναι κυρίαρχα συμπροσδιοριστικές της μεταπολιτευτικής ενδογενούς αιτιότητας της χρεοκοπίας.
Ιστορική οριακότητα
Σε αμφίδρομη σχέση τόσο με το πλέγμα των βαθύτερων πολιτιστικών αιτίων (ηθική, πνευματική και αξιακή κρίση) όσο και με τις χρόνιες παθογένειες της πολιτικο/κοινωνικής ελλαδικής πραγματικότητας. Και με όλα αυτά να σημαίνουν πως χωρίς βαθιά συνείδηση του χαρακτήρα της χρεοκοπίας και της μεταπολιτευτικής της αιτιότητας, όπως και χωρίς βαθιά συνείδηση του αδυσώπητου διλήμματός της για το εθνικό μας μέλλον (υποτέλεια ή αξιοπρέπεια!), δεν θα προχωρήσουμε σε ρήξη. Σε ρήξη με τις νοσηρότητες που την προκάλεσαν και δεν θα βάλουμε το πόδι μας στη μεταμνημονιακή δημοσιά της ιστορίας μας.
Εθιζόμενοι, όπως δείχνει και η παρελθούσα οκταετία της άγονης διαχείρισής της, στις διάφορες εκδοχές διαχειριστικού «νεο-ραγιαδισμού». Θηλειά χωρίς σαπούνι η νεοφιλελεύθερη Δεξιά και θηλειά με σαπούνι η υπό επιτροπεία κυβερνώσα «Αριστερά», για να το πω ωμά και με όλο τον κίνδυνο της ισοπεδωτικής υπερβολής.
Όσο, όμως, κι αν είναι ανησυχητικά παράξενο, δεν έχουμε, ως πληθυντική ηγεσία και λαός, βαθιά συνείδηση του τι και γιατί μας συνέβη και μας συμβαίνει. Συνείδηση, εντέλει, της επικίνδυνης ιστορικής οριακότητας, στην οποία βρισκόμαστε ως Ελλάδα και Ελληνισμός. Όπως, συνακόλουθα, δεν έχουμε και οραματική στρατηγική, που θα σηματοδοτεί την αντιμετώπιση των πνιγηρών διαστάσεων αυτής μας της οριακότητας. Που θα βάλει μπροστά, με την αυτονόητη δυναμική της, τη σταματημένη φτερωτή της ιστορίας μας και θα ανακόψει τον παρακμιακό μας κατήφορο.
Αντιστασιακό αντίδοτο
Που σημαίνει πως, αυτή η βαθιά ιστορική αυτογνωσία και ιστορική αυτεπίγνωση, απολύτως συνυφασμένες με τη σωστή ανάγνωση του «βυθού» της Μεταπολίτευσης και του «ρήγματος» της χρεοκοπίας, είναι απ’ τα θεμελιώδη προαπαιτούμενα. Προαπαιτούμενα για να βρούμε το αφυπνιστικό και αντιστασιακό «αντίδοτο» στον καλλιεργούμενο, με συνταγές κυνικού ή παραπλανητικού ρεαλισμού, εθισμό μας στον διαχειριστικό «νεο-ραγιαδισμό». Οπότε και για να βρούμε τον στέρεο και αξιοπρεπή βηματισμό μας προς το μέλλον.
Γιατί, όταν γνωρίζεις, ας πούμε, την «έξυπνη», λόγω και της παραπλανητικής πολιτικής μαεστρίας του Ανδρέα Παπανδρέου, ψευδωνυμία του μεταπολιτευτικού «διπολισμού», που τον σήκωνε και η εποχή, όπως τον φώτισε εγκαίρως ο Σάκης Καράγιωργας (βλ. Σάκης Καράγιωργας, Μελέτες -Άρθρα – Ομιλίες, 3ος τόμος, σελ. 204, 303, Εκδ. Ιδρ. Σ. Καράγιωργα), μόνο εθελοτυφλώντας δεν μπορείς να καταλάβεις τις επίσης ψευδώνυμες, ως προς τα μείζονα, αντιθέσεις και μαζί την ψευδωνυμία της κατασκευαζόμενης «διπολικής καρικατούρας».
Στο πλαίσιο, τώρα, της κυνικής ευρωδυτικής επικυριαρχίας, που σε ταπεινώνει να πληρώσεις ακόμα και τα δικαστικά έξοδα του «αξιότιμου» κυρίου Γεωργίου της ΕΛΣΤΑΤ. Όπου, δηλαδή, και οι υπαρκτές διαχειριστικές αντιθέσεις, εκτυλισσόμενες εντός των ορίων της υποτέλειας, μόνο ψευδωνύμως αντιστοιχούν στις πραγματικές αντιθέσεις της κοινωνίας. Και προπαντός στη δεδομένη κυρίαρχη αντίθεση: (μνημονιακή) υποτέλεια – (αντιμνημονιακή) εθνική αξιοπρέπεια και εθνική αυτεξουσιότητα. Αυτή που επιβάλλει ανελαστικά και επιλογή όχθης.