Η “πολιτική ιστορία του πολέμου” του καθηγητή Μαργαρίτη
27/05/2025
Ζούμε σε μια εποχή που θεωρείται η πλέον επικίνδυνη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ή ως η επιστροφή του Ολοκληρωτικού Πολέμου. Μια εποχή που η διάψευση της θεωρίας για το τέλος της πολιτικο-ιδεολογικής διαπάλης και το «τέλος της ιστορίας» συνοδεύεται από το τέλος της ψευδαίσθησης ότι οι μεγάλοι πόλεμοι ανήκαν στο παρελθόν – τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο. Σε αυτό το νέο γεωπολιτικό τοπίο, μελέτες που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε βαθύτερα το φαινόμενο (αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως τέτοιο) του πολέμου, καθώς και την αμφίδρομη σχέση του με την πολιτική είναι απαραίτητες.
Το βιβλίο Μια Πολιτική Ιστορία του Πολέμου του Γιώργου Μαργαρίτη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα, αποτελεί μια τέτοια σημαντική συμβολή στην κατανόηση της πολιτικής διάστασης του πολέμου στην παγκόσμια ιστορία. Ο συγγραφέας, αφυπηρετήσας καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης και γνωστός εκπρόσωπος της ευρύτερης μαρξιστικής ιστοριογραφίας, προσφέρει μια διεισδυτική ματιά στη διαλεκτική σχέση μεταξύ πολέμου και πολιτικής σε βάθος χιλιετιών — από την Εποχή του Χαλκού έως τις συγκρούσεις της Ουκρανίας και της Παλαιστίνης.
Το βιβλίο εξετάζει τη διαλεκτική σχέση πολέμου και πολιτικής, από τα βασίλεια της εποχής του χαλκού μέχρι τους τρέχοντες πολέμους της Ουκρανίας και της Παλαιστίνης. Ωστόσο δεν φιλοδοξεί, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας του, να αποτελέσει μια πλήρη ιστορία του πολέμου ή της τεχνολογίας του – επιπλέον οι αναφορές της ιστορίας του εκτός Ευρώπης κόσμου είναι, όπως αναγνωρίζει και ο συγγραφέας/η συγγραφέας, περιορισμένες (σ. 11).
Σκοπός του είναι η ανάδειξη θεμελιακών αρχών που διέπουν την πολιτική του πολέμου και η παροχή ερεθισμάτων για περαιτέρω μελέτη — μέσα από μια αναγκαστικά επιλεκτική, συγκριτική προσέγγιση. Ίσως ορισμένες πολύ βασικές ιστορικές γνώσεις να απαιτούνται για να μπορέσει κανείς να το εκτιμήσει, όμως το ύφος του δεν είναι υπερβολικά ακαδημαϊκό, ούτε «βαραίνει» από πλήθος παραπομπών – αν και ο Μαργαρίτης είναι βαθύς γνώστης της σχετικής βιβλιογραφίας.
Το βιβλίο ξεκινά από δύο βασικές παραδοχές:
- Πρώτον, για να εμπλακεί μια κοινωνία σε πόλεμο χρειάζεται δύο κατηγορίες «πλεονασμάτων»: έμψυχο (πολεμιστές που θα είναι διατεθειμένοι να διακινδυνέψουν και ενδεχομένως να σκοτωθούν χωρίς η θυσία τους να προκαλέσει κοινωνική κατάρρευση) και υλικό (παραγόμενα αγαθά όπως όπλα, εφόδια κλπ).
- Δεύτερον, αυτά τα πλεονάσματα χρειάζονται κάποιοι είδους διοικητικό/πολιτικό μηχανισμό, ο οποίος θα τα συγκεντρώσει και θα τα κατανείμει. Αυτός ο μηχανισμός είναι το κράτος. Η σχέση του τελευταίου με τον πολεμικό μηχανισμό (τον στρατό) είναι σχέση αλληλεξάρτησης.
Ο τελευταίος έχει ανάγκη το κράτος για την οργάνωση και υποστήριξη της πολεμική προσπάθειας μιας κοινωνίας, καθώς και το κράτος με τη σειρά του, έχει την ανάγκη του στρατού για να μπορέσει να αποσπάσει το υλικό πλεόνασμα από την κοινωνία και να το κατανείμει στην πολεμική προσπάθεια και σε όποιες άλλες προτεραιότητες έχει η κατά καιρούς πολιτική εξουσία (σ. 12-13).
Ανεπτυγμένα γύρω από μεγάλους ποταμούς, τα πρώτα ισχυρά κράτη της εποχής του χαλκού διέθεταν ικανό παραγωγικό πλεόνασμα, καθώς και μια ισχυρή κεντρική οργάνωση, απαραίτητη για τις απαιτήσεις της διαχείρισης των ποταμών. Οι μεγάλες απαιτήσεις για ανθρώπινο δυναμικό καλύπτονταν μερικές φορές μέσω πολέμων. Στον τρόπο πολέμου των κοινωνιών αυτών κυριάρχησαν τα πολεμικά άρματα, οι απαιτήσεις των οποίων σε χρόνο εκπαίδευση και υλικό πλεόνασμα ήταν τέτοιες που μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι αποτελούσαν κάποιου είδους αριστοκρατία.
“Μια Πολιτική Ιστορία του Πολέμου”
Προς το τέλος της περιόδου τα μεγάλα κράτη πέρασαν σημαντική κρίση. Στην περίοδο αυτή έχουμε και μια παρανόηση του τρόπου πολέμου της Εποχή του Χαλκού από τον Όμηρο – αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει ομηρική «παρεξήγηση» (σ. 26). Τα ομηρικά έπη μπορεί να περιγράφουν την εποχή του μεγαλείου του παρελθόντος, αλλά ουσιαστικά αντικατοπτρίζουν περισσότερο τις συνθήκες των “σκοτεινών αιώνων”, με τον πόλεμο να παρουσιάζεται ως άθροισμα ατομικών μονομαχιών και επιδρομών για λάφυρα.
Ο τρόπος πολέμου της κλασσικής ελληνικής αρχαιότητας, σχετίζεται άμεσα με την λεγόμενη επανάσταση των οπλιτών, όταν οι κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές επέτρεψαν το σχηματισμό μεγάλων πόλεων και δημιουργία μιας μεγάλης κοινωνικής ομάδας που είχε τα μέσα για να οπλιστεί μαζικά, καθώς και τα πιστεύω (π.χ. «ιδιοκτησία» αντί «ιερών εδαφών») καθώς και τα κίνητρα για να το κάνει.
Η σύνδεση αυτού του περισσότερο «συμμετοχικού» τρόπου πολέμου, στον οποίο κυριαρχούσε ο σχηματισμός της φάλαγγας ελεύθερων πολιτών, με την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων δεν κράτησε ωστόσο παρά για μια μικρή σχετικά περίοδο, αφού τα αποτελέσματα της αδυναμίας ενσωμάτωσης νέων πληθυσμών («λειψανδρία»), ο εκχρηματισμός της οικονομίας (και ο περσικός χρυσός), καθώς και η εισαγωγή νέων τακτικών και στρατευμάτων (μισθοφόρων, πελταστών κλπ) είχε ως αποτέλεσμα την κρίση του συγκεκριμένου τρόπου πολέμου (σ. 42-43). Η επόμενη μεγάλη δύναμη του ελληνικού χώρου, η Μακεδονία, διατήρησε μιας μορφής φάλαγγα, αλλά βασίστηκε περισσότερο στο αριστοκρατικό βαρύ ιππικό για την επιτυχία της στο πεδίο της μάχης.
Ο πόλεμος στη Δύση
Η ακμή της Ρώμης και των λεγεώνων της κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα γεωγραφικών και πολιτικών παραγόντων (κυρίως της κοινωνικής και πολιτικής διεύρυνσης του ρωμαϊκού στρατού, αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης των κατακτημένων περιοχών). Η μεγάλη εδαφική επέκταση της Ρώμης έφερε και την μερική αυτονόμηση των λεγεώνων από το πολιτικό κέντρο, με συνέπεια τον αυξημένο πολιτικό τους ρόλο (σ. 61-63).
Όμως η νομισματική κρίση του ρωμαϊκού κόσμου, αποδιδόμενη στο συνδυασμό των συνεχώς αυξανόμενων αναγκών σε πολύτιμα μέταλλα από τη μία, και τη διαρροή τους προς την ανατολή επέφερε και βαθιά πολιτική κρίση (σ. 74-75). Το μεγάλο κόστος της φύλαξης των συνόρων δεν μπορούσε πια να καλυφθεί, η αμφίδρομη σχέση μεταξύ στρατού, πολιτικής και κρατικού μηχανισμού διαταράχθηκε ανεπανόρθωτα και ο ρωμαϊκός κόσμος κατέρρευσε για να αντικατασταθεί από εκείνον του Μεσαίωνα, οι οικονομικές λειτουργίες του οποίου ήταν εντελώς διαφορετικές.
Στον φεουδαρχικό κόσμο του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα η διαχείριση των πλεονασμάτων γινόταν σε πιο τοπικό επίπεδο, το ιδεολογικό περίβλημα της θρησκείας έπαιζε αυξημένο ρόλο, και ο θρησκευόμενος φεουδάρχης – βαρύς ιππέας κυριαρχούσε στο πεδίο της μάχης. Στο πλαίσιο αυτό οι σταυροφορίες θεωρούνται ως απόπειρα του φεουδαρχικού κόσμου να ξεπεράσει τις πολλαπλές εσωτερικές μέσω της επέκτασης (σ. 88-91 στο βιβλίο).
Η αυξανόμενη χρήση μη αριστοκρατικών στρατευμάτων (κυρίως των τοξοτών της «βρετανικής στρατιωτικής επανάστασης), η σταδιακή απομάκρυνση από τον φεουδαρχικό τρόπο πολέμου κατά τον Εκατονταετή Πόλεμο (με τη «μεσολάβηση του θεού» δια της Ιωάννας της Λορένης, σ. 96) και η εμφάνιση της πυρίτιδας, σηματοδοτούν το τέλος του μεσαιωνικού τρόπου πολέμου στην Ευρώπη και μας εισάγουν στην επόμενη περίοδο, εκείνη της Αναγέννησης.
Οι πρόοδοι στην πολεμική τεχνολογία και τακτική (πυροβολικό, οχυρώσεις κλπ), απαιτούσαν περισσότερα υλικά πλεονάσματα και χρήματα από όσα θα μπορούσε να συλλέξει ένας φεουδάρχης (ή έστω ένα μεσαιωνικό βασίλειο). Συνεπώς χρειαζόταν μεγαλύτερη κρατική οργάνωση. Η ανάδειξη τριών ισχυρών ευρωπαϊκών (καθώς και αποικιακών) βασιλείων με ολοένα, της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας, θα αλλάξει τον χάρτη της Ευρώπης και του κόσμου. Οι περισσότερες εμπορικές πόλεις, που για ένα διάστημα ευημερούσαν, δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους.
Ωστόσο, παρά την αύξηση των στρατών – εν μέρει μέσω της εκτεταμένης χρήσης μισθοφόρων – και των νέων δυνατοτήτων που προσέφεραν τα πυροβόλα, οι συγκρούσεις της εποχής (ειδικά οι Ιταλικοί πόλεμοι, 1494-1559) δεν κατέδειξαν καμία δύναμη ως κυρίαρχη. Οι τακτικές και τα στρατεύματα μπορεί να μεταβάλλονταν (π.χ. μετάβαση από την κυριαρχία των Ελβετών και Γερμανών μισθοφόρων με τα προβλήματά τους σε εκείνη των ισπανικών tercios), αλλά οι ισορροπίες που διαμορφώθηκαν στην αρχή της περιόδου θα κρατήσουν για μερικούς αιώνες.
Ωστόσο οι μισθοφόροι δεν εξαφανίστηκαν αμέσως. Η θρησκευτική διαμάχη μεταξύ Μεταρρύθμισης και Αντιμεταρρύθμισης, το «αναγκαίο προοίμιο για την ανάδειξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» κατά τον Μαργαρίτη (σ. 130 στο βιβλίο), και ο Τριακονταετής πόλεμος, χαρακτηρίστηκαν από την τελευταία μαζική χρήση μισθοφορικών στρατευμάτων, με τη μορφή ουσιαστικών πολεμικών εταιρειών.
Όμως, παρά την παροδική πολιτική δύναμη ορισμένων από τους ηγέτες τους (Βάλλενσταϊν), η σταθερή πορεία προς την ενίσχυση του κεντρικού κράτους της απόλυτης μοναρχίας θα οδηγήσει σε αλλαγή και στη σύνθεση των στρατών της περιόδου. Οι στρατοί του «παλαιού καθεστώτος» ήταν επαγγελματικοί, με «ακριβούς» στρατιωτικούς μακράς θητείας, εφοδιασμένους με πολυτελείς στολές και εξοπλισμό που αντανακλούσαν το μεγαλείο της κεντρικής εξουσίας.
Η δύσκολη αντικατάσταση των πιθανών απωλειών τέτοιων στρατών – και κατά συνέπεια ο φόβος για την πολιτική αστάθεια που θα μπορούσε να επιφέρει μια συντριπτική ήττα – επηρέασε τους στόχους και τις μεθόδους του πολέμου, οι οποίοι πέρασαν έτσι από το σχεδόν απόλυτο του Τριακονταετούς πολέμου στο προσεκτικό και περιορισμένο του 18ου αιώνα. Οι ακριβοί όμως στρατοί είχαν και μια άλλη συνέπεια: το υψηλό τους κόστος απορροφούσε μεγάλο τμήμα των πλεονασμάτων, με αποτέλεσμα η συσσώρευση του απαραίτητου για μια μετάβαση στον καπιταλισμό κεφαλαίου να καθυστερήσει για σχεδόν έναν αιώνα (σ. 144).
Η Γαλλική Επανάσταση
Τα δεδομένα του παλαιού καθεστώτος ανατράπηκαν με τη γαλλική επανάσταση. Αν και προσπάθειες διευρυμένης επιστράτευσης προηγήθηκαν της επανάστασης (π.χ. στη Σουηδία του Γουσταύου Αδόλφου), η καθιέρωση (τουλάχιστον νομικά) της καθολικής επιστράτευσης θα έρθει ως απάντηση της επαναστατημένης Γαλλίας στους πολλαπλούς εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους που την απειλούσαν.
Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο αποδεκτό προηγήθηκε η παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους πολίτες, και η επίκληση της ιδέας του Έθνος, τα μέλη του οποίου αναλαμβάνουν συλλογικά την υπεράσπισή του (και μαζί με αυτήν την υπεράσπιση των νεοαποκτηθέντων δικαιωμάτων τους). Οι πολύ «φθηνότεροι» – άρα και πιο εύκολα αντικαταστάσιμοι – αυτοί στρατιώτες επέτρεψαν στην επανάσταση και στον Ναπολέοντα να νικήσουν επανειλημμένα τα αντίπαλα επαγγελματικά στρατεύματα.
Οι διάφορες αντιγαλλικές συμμαχίες θα χρειαστούν περισσότερο από δύο δεκαετίες για να νικήσουν τη Γαλλία. Ορισμένες από τις εξελίξεις θα αποδειχθούν καίριες για την περίοδο που θα επακολουθήσει: Α) η ανάδειξη της σημασίας επιτελείων, διοικητικών μηχανισμών, κρατικής οργάνωσης και μεγάλων στρατών (αλλά των ίδιων των ιδεών της επανάστασης) θα έκανε την επιστροφή σε έναν προεπαναστατικό κόσμο πρακτικά αδύνατη, παρά την συστηματική προσπάθεια των νικητών μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Β) η κυριαρχία του βρετανικού ναυτικού θα διακόψει, ή τουλάχιστον θα επιβραδύνει, την συσσώρευση εμπορικού κεφαλαίου στην ηπειρωτική Ευρώπη, γεγονός που, κατά τον συγγραφέα, θα συμβάλει στην ανάδειξη της Βρετανίας ως αδιαμφισβήτητης πρώτης δύναμης της βιομηχανικής επανάστασης (σ. 163 στο βιβλίο).
Ορισμένες από τις ιδέες της επαναστατημένης Γαλλίας, και οι πολεμικές εμπειρίες της περιόδου επηρέασαν βαθύτατα και τον Καρλ φον Κλάουζεβιτς, τον γνωστότερο θεωρητικό μελετητή του πολέμου, στον οποίον αφιερώνεται ένα ολόκληρο κεφάλαιο (κεφ. 8). Μετά την ήττα της επανάστασης, η ιδέα για διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων μέσω της γενικής στρατιωτικής κινητοποίησης μεταδόθηκε μέσω του ρομαντισμού στα διάφορα επαναστατικά του 19ου αιώνα, όπως η ελληνική επανάσταση (σ. 184-188). Την ίδια όμως στιγμή ευγενείς ιδέες, όπως η δικαιοσύνη και η κατάργηση της δουλείας συνδέθηκαν με πολεμικές εξορμήσεις των μεγάλων δυνάμεων της εποχής: η Βρετανία, δικαιολογούσε με τον τρόπο αυτόν το δικαίωμα που έδινε στον εαυτό της να αστυνομεύει τους Ωκεανούς ή να κατακτά περιοχές όπως Νίγηρας, ενώ με παρόμοια δικαιολογία κατάκτησαν και οι Γάλλοι την Αλγερία.
Τεχνολογικές ανακαλύψεις (στις οποίες όμως το παρόν βιβλίο δεν κάνει ιδιαίτερη αναφορά) θα διευκολύνουν την ευρωπαϊκή επέκταση προς τις αφιλόξενες αυτές περιοχές και τη νίκη απέναντι στα ντόπια στρατεύματα, ενώ η οικονομική κρίση του 1873 θα δώσει την απαραίτητη ώθηση στον ανταγωνισμό για το ποια μεγάλη δύναμη θα κατορθώσει να υποτάξει τα περισσότερα αφρικανικά εδάφη και έτσι να εισάγει σε αυτά και τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (σ. 190 στο βιβλίο). Οι ιμπεριαλιστικοί αυτοί ανταγωνισμοί θα οδηγήσουν τον κόσμο στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1914 εγκαινιάζει την περίοδο των λεγόμενων ολοκληρωτικών πολέμων, μιας έννοιας που έχει μεν δεχθεί αρκετή κριτική, ωστόσο παραμένει (κατά τη γνώμη του Μαργαρίτη και πολλών άλλων) χρήσιμη για τη μελέτη του πολέμου. Ο μακροχρόνιος πόλεμος φθοράς και οι κοινωνική και οικονομική εξάντληση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου είχαν ως αποτέλεσμα μια νέα επανάσταση, την Οκτωβριανή, και την ανάδυση μιας νέας δύναμης που θα παίξει κυρίαρχο ρόλο στις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις του 20ου αιώνα: της ΕΣΣΔ. Για πρώτη φορά αμφισβητείται η κυριαρχία του καπιταλιστικού μοντέλου και μάλιστα μέσω μαζικής λαϊκής κινητοποίησης. Την ίδια στιγμή, οι εμπειρίες του πολέμου θα επηρέαζαν την πολιτική ζωή ακόμα και εκεί όπου δεν έφτασε η επανάσταση.
Η γενιά των πολιτών-πολεμιστών διεκδίκησε προνομιακή θέση στην πολιτική συμμετοχή, έστω και αν ένταξη της είτε προς τα (ακρο)δεξιά είτε προς τα αριστερά δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Σε κάθε περίπτωση, η αυξανόμενη αμφίδρομη σχέση πολιτικής και στρατιωτικής σύγκρουσης ήταν εμφανής, και έγινε ακόμα περισσότερο εμφανής κατά τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (σ. 216 στο βιβλίο). Η άμεση ή έμμεση συμμετοχή πολιτών είναι ακόμα πιο ορατή στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν μιλάμε μόνο για συμμετοχή τους στην υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας (πολεμική οικονομία), ή για τη στόχευση πληθυσμών με γενοκτονίες προθέσεις (Ολοκαύτωμα), καθώς και για τα μαζικά αντιστασιακά κινήματα.
Το Μεταπολεμικό τοπίο
Μεταπολεμικά, η διάλυση των ευρωπαϊκών αποικιακών αυτοκρατοριών, έγινε συχνά μέσω μακροχρόνιων συγκρούσεων στις οποίες οι αποικίες υπολόγιζαν ότι θα κυριαρχήσουν σε έναν πόλεμο αντοχής απέναντι στις αποικιακές μητροπόλεις λόγω του δημογραφικού τους πλεονεκτήματος (σ. 233). Ταυτόχρονα η κατάρρευση του ευρωπαϊκού συστήματος δυνάμεων μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους, είχε ως αποτέλεσμα έναν νέο διπολικό κόσμο, στον οποίο η ύπαρξη πυρηνικών έκανε απαγορευτικά επικίνδυνη την απευθείας πολεμική σύγκρουση, στρέφοντας τις δύο υπερδυνάμεις σε πολέμους δι’ αντιπροσώπων.
Μετά το 1989 ξεκινά μια περίοδος που ο συγγραφέας ονομάζει «αποδόμηση των εθνών», όταν αυξήθηκε κατακόρυφα ο αριθμός νέων κρατών μέσω της δημιουργίας «ενδιάμεσων πολιτικών οντοτήτων» (σ. 240-241). Ο πολυτεμαχισμός του κόσμου ευνοούσε τη μοναδική υπερδύναμη, την ίδια όμως στιγμή οι λεγόμενοι «νέοι πόλεμοι» χαρακτηρίζονταν από μη κυβερνητικούς δρώντες και από μία οπτική που, όπως αναφέρει ο Μαργαρίτης, «θυμίζει ‘απονομή δικαιοσύνης’ στο ‘Φαρ Ουέστ’», αδυνατεί όμως να παράγει πολιτικό αποτέλεσμα λόγω του εξοβελισμού της πολιτικής (σ. 245 στο βιβλίο). Ωστόσο η ιστορία δεν τελείωσε το 1989. Οι πόλεμοι σε Συρία, Ουκρανία και Παλαιστίνη επαναφέρουν την πολιτική στο προσκήνιο. Η κατάρρευση της Συρίας το 2024 αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην επέμβαση του ξένου παράγοντα, καθώς και στην απώλεια του εθνικού χαρακτήρα του στρατού και στην μετατροπή του σε μέρος μιας διαμάχης (σ. 261-264 στο βιβλίο).
Στην Ουκρανία ο πόλεμος δεν ξεκινά ξαφνικά το 2022 αλλά συνδέεται με την επί χρόνια διεύρυνση του ΝΑΤΟ ανατολικότερα. Όμως, κατά τον Μαργαρίτη, η υποτίμηση του αντιπάλου της ξένης υποστήριξης και της θέλησής του για αντίσταση, ο αρχικά σχεδόν «αστυνομικός» χαρακτήρας των αρχικών επιχειρησιακών σχεδίων σε συνδυασμό με τον πολύ μικρό αριθμό των στρατευμάτων σε σχέση με την μεγάλη έκταση της χώρας (στη γεωγραφία αποδίδεται ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό της ευθύνης) και οι νέες τεχνολογίες οδήγησαν στην αποτυχία των αρχικών ρωσικών σχεδίων.
Η ανάγκη για άμεση αύξηση του αριθμού των στρατευμάτων χωρίς να διαταραχθεί η ρωσική κοινωνία (κάτι στο οποίο έλπιζε η Δύση και η Ουκρανία, υπολογίζοντας σε μια ανατροπή του Πούτιν), είχε ως συνέπεια την αύξηση του ρόλου των μισθοφόρων της Βάγκνερ. Σύντομα η σύγκρουση μετατράπηκε σε πόλεμο φθοράς, στον οποίο τα μεγαλύτερα αποθέματα της Ρωσίας σε όπλα και πυρομαχικά και η μικρότερη αποβιομηχάνιση του τομέα της πολεμικής βιομηχανίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (ίσως ακόμα και η περιορισμένη δημογραφική υπεροχή σε σχέση τουλάχιστον με την Ουκρανία), της δίνουν ένα πλεονέκτημα.
Στην περίπτωση της Παλαιστίνης η σύγκρουση έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά, εφόσον η Γάζα είναι περίπου μια περίκλειστη φυλακή. Όμως η αναφορά στα δίδυμα πλεονάσματα (υλικό και έμψυχο) μας βοηθά και εδώ. Η Χαμάς προσπάθησε να χρησιμοποιήσει όπλα και τακτικές που θα ακύρωναν το υλικό πλεόνασμα του Ισραήλ (σ. 288 στο βιβλίο), επιδιώκοντας να παρασύρει τον Ισραηλινό στρατό σε συγκρούσεις στο πυκνό αστικό περιβάλλον και στα τούνελ της Γάζας, όπου η παλαιστινιακή οργάνωση θα είχε σχετικό πλεονέκτημα. Παρά τη μεγάλη ανισορροπία δυνάμεων, τις σημαντικές απώλειες και τις εκτεταμένες καταστροφές, ο παλαιστινιακός Δαβίδ δεν έχει ηττηθεί ακόμα.
Το έργο του Γεωργίου Μαργαρίτη “Μια πολιτική ιστορία του πολέμου” αποφεύγει την τεχνοκρατική ή στρατιωτικοκεντρική ανάλυση και αντ’ αυτής προτάσσει το ουσιώδες: τον πόλεμο ως πολιτική συνέχιση, αλλά και ως μηχανισμό κοινωνικού μετασχηματισμού. Από την εποχή του χαλκού μέχρι τις σύγχρονες συγκρούσεις, ο συγγραφέας αναδεικνύει μια σταθερά παρούσα και διαρκώς εξελισσόμενη αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στον πόλεμο και την πολιτική· μια σχέση που αποτελεί κλειδί για την κατανόηση των γεωπολιτικών στρατηγικών τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Το βιβλίο συνιστά, έτσι, μια ουσιαστική συμβολή στην κατανόηση της πολιτικής διάστασης του πολέμου και του τρόπου με τον οποίο η στρατηγική, η πολιτική και οι κοινωνικές δομές αλληλεπιδρούν και (συν)διαμορφώνουν την πορεία της ιστορίας.
Ο Βασίλης Γ. Μανουσάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ