Η ψυχολογική διάσταση του πολέμου στην Ουκρανία
17/04/2022Στα τέλη Νοεμβρίου 2021, οι Ρώσοι πρότειναν στις ΗΠΑ μία γραπτή συνθήκη για τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία (και ενδεχομένως στη Γεωργία). Στο παρακάτω κείμενο, θα εξηγήσω ότι η συγκεκριμένη πρόταση, ανεξαρτήτων κινήτρου, αποτελούσε τη μία και μοναδική ευκαιρία για την αποφυγή του (απολύτως καταδικαστέου) πολέμου, ότι κακώς παραβλέφθηκε στη βάση στερεοτύπων και ότι ακόμη και τώρα, πριν ξεκινήσουν οι μαζικές ρωσικές απώλειες στο ανατολικό μέτωπο της Ουκρανίας που θα αλλάξουν τα δεδομένα, είναι ίσως η μόνη ευκαιρία για να σταματήσει ο πόλεμος. Στην ψυχολογία υπάρχει η έννοια του ορίου.
Το όριο, με απλά λόγια, είναι οι κοινωνικά αναγκαίοι περιορισμοί και ο αυτοέλεγχος στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, τα δυτικά κράτη θεώρησαν ότι η Ρωσία παραβίαζε ένα όριο, το οποίο τα ίδια δεν μπορούσαν να αποδεχτούν. Συγκεκριμένα, ότι «το αίτημα της Ρωσίας για γραπτή συνθήκη μη ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, παραβιάζει το δικαίωμα της Ουκρανίας να ζητήσει να μπει σε ένα διεθνή οργανισμό» και έπρεπε συνεπώς να ειπωθεί, όχι στην προσπάθεια των Ρώσων να παραβιάζουν αυτό το δικαίωμα και μάλιστα να ζητούν “με θράσος” γραπτή δέσμευση των δυτικών δημοκρατιών, για την παραβίαση ενός δικαιώματος. Εδώ υπάρχουν τρία λάθη συλλογιστικής:
1ο σφάλμα: Μία συμφωνία των δυτικών με τη Ρωσία (η μόνη αξιόπιστη δεδομένης της ρευστότητας της ουκρανικής πολιτικής), δεν παραβιάζει κανένα δικαίωμα της Ουκρανίας. Αν κάποιος θέλει κάτι από εμένα, το ΝΑΤΟ (η Ουκρανία), έχω δικαίωμα να του το δώσω ή να μην του το δώσω, ανάλογα με τις κύριες ανάγκες μου. Αν πω όχι, απλά δεν ικανοποιώ την επιθυμία του. Δεν είμαι υποχρεωμένος να την ικανοποιήσω, και το αναγκαστώ σώνει και καλά να το κάνω θα ήταν παραβίαση των δικών μου δικαιωμάτων.
Αντίθετα, με δεδομένη την αστάθεια που προκαλείται στη διαδικασία αποφάσεων μιας ομάδας ατόμων, όταν υπάρχουν πυρηνικά όπλα του αντιπάλου στα 30 δευτερόλεπτα από το σπίτι τους (τα βόρεια σύνορα της Ουκρανίας είναι στα 450 χιλιόμετρα από τη Μόσχα, τα οποία ένα πυρηνικό βλήμα διανύει σε 30 δευτερόλεπτα), το να μην υπάρχουν πυρηνικά όπλα στην Ουκρανία είναι η μόνη ρεαλιστική, ασφαλής και βασισμένη στη γνώση μας για την ψυχολογία της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε καταστάσεις κρίσης επιλογή.
2ο και 3ο σφάλμα
Λέγεται ότι «στην πρόταση των Ρώσων υπήρχε η επιθυμία να παραβιαστεί ένα κυριαρχικό δικαίωμα της Ουκρανίας και να επιβεβαιωθεί η υποταγή της». Αυτό δεν ισχύει στην πραγματικότητα (παρά το γεγονός ότι ή ένταση Ρωσίας-Ουκρανίας από το 2014 φαίνεται να το επιβεβαιώνει, ενώ στην ουσία πάλι εμπλέκεται η πυρηνική ασφάλεια και σε αυτήν): ούτε ο Γκορμπατσόφ, ούτε ο Χέλμουτ Κολ, ούτε ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος θεωρούσαν ότι παραβιάζουν το δικαίωμα στην ασφάλεια των Βαλτικών χωρών και της Πολωνίας, όταν αποφάσιζαν προφορικά ότι αυτές δεν θα μπουν στο ΝΑΤΟ.
Καμία χώρα δεν έχει αυτονόητο δικαίωμα εισόδου στο ΝΑΤΟ. Επίσης, η άποψη ότι το ΝΑΤΟ όφειλε να εντάξει την Ουκρανία από ανθρωπισμό, επειδή υπήρχε διένεξη με τη Ρωσία, οδηγεί και στη συλλογιστική ότι πρέπει να εντάξει επειγόντως και την Ερυθραία, επειδή αυτή βρίσκεται σε διένεξη με την είκοσι φορές μεγαλύτερη Αιθιοπία! Η περιοχή αυτή όμως δεν έχει σχέση με τα στρατηγικά συμφέροντα του ΝΑΤΟ, ανεξάρτητα από το ηθικό πρόβλημα.
Άλλο επιχείρημα: «Η Δύση δεν μπορεί να διαπραγματευτεί με μια χώρα η οποία κατέχει μέρος ενός άλλου κράτους». Αυτό, έχει διαψευσθεί επί πενήντα χρόνια: Η Δύση διατηρεί απόλυτα ομαλές σχέσεις με την Τουρκία, η οποία κατέχει τη Βόρεια Κύπρο, ενώ η Δύση διέρρηξε την πολιτειακή ενότητα της Σερβίας στο Κόσοβο (το οποίο επιδίωξε παράτυπα την απόσχιση του, όσο και η Κριμαία), παρά τα όσα λέγονται για το απαραβίαστο των συνόρων. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις, μόλις έληξε η ένταση (Πραξικόπημα κατά του Μακαρίου από την ελληνική Χούντα και επίθεση των Σέρβων στους Κοσοβάρους), θα έπρεπε να είχε αποκατασταθεί η προηγούμενη συνοριακή νομιμότητα. Μάλιστα, οι συνομιλίες με τη Δύση (το ΝΑΤΟ και την ΕΕ), θεωρούνται προϋπόθεση μακροπρόθεσμης επίλυσης αυτών των κρίσεων.
Η ευκαιρία για ειρήνη
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η εισβολή είναι δικαιολογημένη. Καθώς όμως στον κόσμο υπάρχουν συχνά ηγεσίες μεγάλων δυνάμεων, με παράλογα κίνητρα και επιρρεπείς σε πολέμους υποταγής ή ελέγχου (και λαοί που αντιστέκονται σε όσους διαλύουν τις υποδομές τους), από το Ιράκ ως την Ουκρανία, ο πόλεμος έγινε βέβαιος με το πέρασμα των χρόνων. Ιδίως καθώς αυξάνονταν η δυτική επιρροή στη χώρα και υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα μιας εφεκτικής ηγεσίας (τύπου Γέλτσιν) στη Ρωσία μετά τον Πούτιν.
Ωστόσο, ήταν απευκταίος: ο Γκορμπατσώφ εδώ και 30 χρόνια, ενώ επισείει συνεχώς τον κίνδυνο από τις καταπατηθείσες άγραφες υποσχέσεις προς τη Ρωσία, ουδέποτε υποστήριξε μία μαζική στρατιωτική πρωτοβουλία ενάντια στην Ουκρανία. Παράλληλα, όλοι σχεδόν οι μεγάλοι στοχαστές της δυτικής γεωπολιτικής, ακόμη και ύστερα από τα διαταρακτικά γεγονότα στην Κριμαία, έχουν επισημάνει ότι το κύριο πρόβλημα μεταξύ Ρωσίας και Δύσης και το κλειδί για την ειρήνη και στην Ουκρανία και στην Ευρώπη, είναι η ουκρανική ουδετερότητα, όχι η υποταγή της στη Ρωσία, ούτε η ενσωμάτωσή της σε μια πυρηνική απειλή προς τη Ρωσία.
Για να μπορεί να πείθει η κυβέρνηση του Πούτιν τους Ρώσους να συνεχίσουν να πολεμούν, έχει ανάγκη μόνον το πρόβλημα της πυρηνικής ασφάλειας της Ρωσίας. Άρα αν αυτό επιλυθεί, τόσο η κυβέρνηση του Πούτιν θα έχει να παρουσιάσει μία σημαντική επιτυχία στο λαό της (και επομένως θα μπορεί να διακόψει τον πόλεμο), ενώ συγχρόνως θα έχει εκλείψει το κατεξοχήν κινητοποιητικό για τον ρωσικό πληθυσμό διακύβευμα του πολέμου και επομένως θα είναι απίθανο στο μέλλον η Ουκρανία να δεχτεί μία επίθεση.
Ίσως είναι λοιπόν μία μεγάλη ευκαιρία να τερματίσουμε τον πόλεμο με μία συνθήκη, που να διασφαλίζει και την Ουκρανία, πριν ο πόλεμος την στείλει στον 19ο αιώνα (η οποία είναι ήδη μία χώρα με εξαιρετικά κακή διοίκηση και με ΑΕΠ στα 2/3 αυτού της Αλβανίας) προκαλέσει επισιτιστική κρίση, εν μέσω πανδημίας στον Τρίτο Κόσμο και όχι μόνο, απειλήσει μέσω της φτώχειας τη σταθερότητα των δημοκρατικών καθεστώτων της Δύσης (διότι ποιος προτίμησε ποτέ τη φτώχεια υπέρ της ακεραιότητας της Αιθιοπίας ή σήμερα της Ουκρανίας;) αλλά και να προκαλέσει ένα κύμα ρεβανσισμού για τις επόμενες γενιές στη Ρωσία και στην Ουκρανία. Όποια και αν είναι η έκβασή του.