Η πυρπόληση του Καπιτωλίου – “Ένα τρομερό πλην υπέροχο θέαμα”
09/01/2021Πριν από 208 χρόνια, οι βρετανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ουάσιγκτον και την έκαψαν, πυρπολώντας και το Καπιτώλιο. Η πυρπόληση της Ουάσινγκτον έλαβε χώρα κατά την βρετανική εισβολή στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Τσέσαπικ στον αμερικανο-βρετανικό πόλεμο του 1812. Κατά την διάρκεια της πυρπόλησης της πρωτεύουσας οι Βρετανοί έβαλαν φωτιά στο Καπιτώλιο, που τότε ήταν το μόνο αξιοσημείωτο οικοδόμημα της πόλης.
Στις 24 Αυγούστου 1814, μια βρετανική δύναμη υπό τον στρατηγό Ρόμπερτ Ρος, αφού νίκησε τους Αμερικανούς στη μάχη του Μπλάντεσμπουργκ, έβαλε φωτιά σε πολλά κυβερνητικά και στρατιωτικά κτίρια, συμπεριλαμβανομένου του Λευκού Οίκου (τότε αποκαλούμενο Προεδρικό Μέγαρο), του Καπιτωλίου, καθώς και άλλων εγκαταστάσεων της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Η επίθεση ήταν εν μέρει αντίποινα για την καταστροφή του Πορτ Ντόβερ στον Άνω Καναδά από τους Αμερικανούς. Το κάψιμο της Ουάσιγκτον σηματοδοτεί τη μόνη φορά μετά τον Αμερικανικό Επαναστατικό Πόλεμο που μια ξένη δύναμη κατέλαβε την πρωτεύουσα των ΗΠΑ. Μετά την ήττα στο Μπλάντενσμπουργκ, ο πρόεδρος Τζέιμς Μάντισον, η κυβέρνηση και η στρατιωτική ηγεσία εγκατέλειψαν την πόλη και βρήκαν καταφύγιο στο Μπρούκβιλ. Εκεί πέρασαν τη νύχτα, σε μια μικρή πόλη της Πολιτείας Μέριλαντ, που σήμερα είναι γνωστή ως “Πρωτεύουσα των ΗΠΑ για μια μέρα”.
Τι προκάλεσε τη βρετανική επίθεση
Η βρετανική κυβέρνηση, η οποία ήταν ήδη σε πόλεμο με τη Γαλλία του Ναπολέοντα, υιοθέτησε μια αμυντική στρατηγική εναντίον των ΗΠΑ, όταν οι Αμερικανοί κήρυξαν τον πόλεμο το 1812. Ωστόσο, μετά την ήττα και την εξορία του Βοναπάρτη τον Απρίλιο του 1814, η Βρετανία μπόρεσε να στείλει μια ταξιαρχία και επιπλέον πλοία στις Βερμούδες. Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν αυτές οι δυνάμεις σε επιδρομές κατά μήκος του Ατλαντικού για να απομακρύνουν τις αμερικανικές δυνάμεις από τον Καναδά. Το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα είχε ρητές εντολές, όμως, να μην εμπλακεί σε επιχειρήσεις στην ενδοχώρα, ούτε να προχωρήσει σε κατοχή εδαφών.
Ο αντιναύαρχος σερ Αλεξάντερ Κόχραν διορίστηκε αρχηγός του Σταθμού Βόρειας Αμερικής και Δυτικών Ινδιών του Βασιλικού Ναυτικού, ελέγχοντας τις ναυτικές δυνάμεις που χρησιμοποιήθηκαν για τον αποκλεισμό των αμερικανικών λιμένων στον Ατλαντικό καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Σχεδίασε να μεταφέρει τον πόλεμο στις ΗΠΑ με επιθέσεις στη Βιρτζίνια και στη Νέα Ορλεάνη.
Ήδη, από το προηγούμενο έτος, ο υποναύαρχος Τζορτζ Κόκμπερν είχε αναλάβει την διοίκηση ναυτικής μοίρας στον κόλπο Τσεσαπικ. Στις 25 Ιουνίου, ο Κόκμπερν πρότεινε στον Κόχραν ότι εφόσον αρκετές μεγάλες πόλεις ήταν ευάλωτες σε επιθέσεις, θα μπορούσε να επιτεθεί στη Βαλτιμόρη, την Ουάσιγκτον και τη Φιλαδέλφεια. Ο Κόκμπερν πρότεινε την Ουάσινγκτον ως στόχο, λόγω της επιχειρησιακά ευκολότερης επίθεσης στην πρωτεύουσα και του “μεγαλύτερου πολιτικού αποτελέσματος που ενδέχεται να προκύψει”. Ο υποναύαρχος πήρε το πράσινο φως και έτσι ο στρατηγός Ρος με μια δύναμη 4.500 στρατιωτών θα αποτελούσε την αποβατική δύναμη.
Ο Κόχραν έδωσε εντολή στον Κόκμπερν να καταστρέψει όσες πόλεις θεωρούσε ότι μπορούν να αλωθούν φειδόμενος μόνο τις ζωές των μη ενόπλων Αμερικανών. Μετά τη νίκη στη μάχη του Μπλάντενσμπουργκ, ο Κόκμπερν επέβλεψε την πυρπόληση της Ουάσιγκτον. Ο τότε Αμερικανός υπουργός Πολέμου είχε πει στον πρόεδρο Μάντισον ότι δεν πίστευε ότι οι Βρετανοί θα όδευαν προς την Ουάσινγκτον, καθώς ήταν μια ασήμαντη πολίχνη 8.000 κατοίκων με ελάχιστα κυβερνητικά κτίρια. Σύμφωνα με ορισμένους ταξιδιώτες, το μόνο κτίριο στην Ουάσινγκτον που άξιζε παρατήρησης ήταν το Καπιτώλιο. Ο υπουργός Πολέμου, αντέτεινε, μάλιστα, ότι στόχος των Βρετανών θα ήταν η Βαλτιμόρη!
Το Καπιτώλιο στις φλόγες
Κατά την άφιξή τους στην πόλη, μέσω της λεωφόρου Μέριλαντ, οι Βρετανοί στόχευσαν το Καπιτώλιο το οποίο τότε στέγαζε το Κογκρέσο, τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και το Ανώτατο Δικαστήριο. Η πρώτη πράξη τους ήταν να λεηλατήσουν. Ανάμεσα στα αντικείμενα που λεηλατήθηκαν από τον Κόκμπερν ήταν ένας απολογισμός με τίτλο “Λογαριασμός των εσόδων και δαπανών των ΗΠΑ για το έτος 1810”.
Ο ναύαρχος έγραψε στο εσωτερικό φύλλο ότι «ελήφθη από το δωμάτιο του Προέδρου στο Καπιτώλιο, κατά την καταστροφή αυτού του κτιρίου από τους Βρετανούς, κατά τη κατάληψη της Ουάσινγκτον, 24 Αυγούστου 1814». Αργότερα, το έδωσε στον μεγαλύτερο αδερφό του και το βιβλίο επέστρεψε τελικά στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου το 1940.
Αφού λεηλάτησαν το κτίριο στη συνέχεια άρχισαν να του βάζουν φωτιά, ώστε να το κάψουν συθέμελα. Πρώτα πυρπόλησαν τη νότια πτέρυγα, που περιέχει τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Στη συνέχεια προχώρησαν στη βόρεια πτέρυγα, που στέγαζε τη Γερουσία. Οι φλόγες μεγάλωσαν τόσο γρήγορα που δεν μπορούσαν να συλλέξουν αρκετό ξύλο για να κάψουν εντελώς τους πέτρινους τοίχους.
Ωστόσο, το περιεχόμενο της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου στη βόρεια πτέρυγα συνέβαλε στις φλόγες αυτής της πτέρυγας. Μεταξύ των αντικειμένων που καταστράφηκαν ήταν η συλλογή 3.000 τόμων της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου και ο περίτεχνος διάκοσμος των νεοκλασικών στυλών, αετωμάτων και γλυπτών. Αργότερα, ο πρώην πρόεδρος Τόμας Τζέφερσον δώρισε τη προσωπική του βιβλιοθήκη για να ξεκινήσει μια νέα Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου.
Οι ξύλινες οροφές και τα πατώματα της βιβλιοθήκης (την αρχική σχεδίαση της οποίας έκανε ο Ουίλιαμ Θόρτον το 1793 και ο Μπέντζαμιν Λατρόουμπ το 1803) κάηκαν ολοσχερώς! Οι δε γυάλινοι φεγγίτες έλιωσαν λόγω της μεγάλης θερμότητας. Παρόλα αυτά, το κτίριο δεν καταστράφηκε ολοσχερώς. Η ροτόντα της Βουλής, το ανατολικό λόμπι, οι σκάλες και οι περίφημoi στύλoι καλαμποκιού κορινθιακού ρυθμού (στήλες με θέμα το καλαμπόκι του Λατρόουμπ) στην αίθουσα εισόδου της Γερουσίας δεν καταστράφηκαν.
Βλέποντας τις φλόγες του Καπιτωλίου από την προσωρινή του κατοικία ο Γάλλος πρέσβης Λουί Σερουριέ παρατήρησε: «Δεν έχω δει ποτέ ένα θέαμα πιο τρομερό και ταυτόχρονα πιο υπέροχο». Ο επιθεωρητής των δημόσιων κτιρίων της πόλης της Ουάσιγκτον, Τόμας Μονρόου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κόστος από τις καταστροφές στο Καπιτώλιο ανήλθε σε 787.163,28 δολάρια για τη βόρεια πτέρυγα, σε 457.388,36 για το κεντρικό κτίριο και σε 329.774,92 για τη νότια πτέρυγα. Δηλαδή, τεράστια ποσά για την εποχή.
Τελικά δείπνησαν οι Βρετανοί
Στην διάρκεια της πυρπόλησης οι Βρετανοί έβαλαν φωτιά στην κατοικία του προέδρου, η οποία, μετά την αποκατάσταση, ονομάστηκε Λευκός Οίκος λόγω του λευκού σοβατίσματος που προσπάθησε να κρύψει τα εμφανή σημάδια της πυρκαγιάς μετά την ανοικοδόμηση. Η τότε πρώτη κυρία Ντόλι Μάντισον είχε μόλις στολίσει το τραπέζι για 40 καλεσμένους όταν ειδοποιήθηκε να φύγει. Έτσι, το γεύμα έμελλε να απολαύσουν οι αρχηγοί των Βρετανών Κόκμπερν και ο Ρος. Ο πρώτη κυρία, εσπευσμένα έδωσε εντολή να φυγαδευτεί το πορτραίτο του πρώτου προέδρου Τζορτζ Ουάσινγκτον και αναχώρησε.
Την επόμενη της καταστροφής του Λευκού Οίκου, ο Κόκμπερν μπήκε στο κτίριο της εφημερίδας “Εθνική Νοημοσύνη”, σκοπεύοντας να την κάψει επειδή έγραφε λίβελους εναντίον του. Ωστόσο, κάποιες γυναίκες τον έπεισαν να μην το κάνει, επειδή φοβόντουσαν ότι η φωτιά θα εξαπλωνόταν στα γειτονικά τους σπίτια. Αντ’ αυτού, διέταξε τα στρατεύματά του να γκρεμίσουν το κτίριο να καταστρέψουν όλα τα τυποστοιχεία “C”, ώστε «οι απατεώνες να μην έχουν κανένα άλλο μέσο κατάχρησης του ονόματός μου».
Οι Βρετανοί αναζήτησαν το υπουργείο Οικονομικών με την ελπίδα να βρουν χρήματα ή αντικείμενα αξίας, αλλά βρήκαν μόνο παλιά αρχεία. Έτσι αρκέστηκαν να κάψουν το υπουργείο και άλλα δημόσια κτίρια, μεταξύ αυτών και το υπουργείο Πολέμου. Ωστόσο, τα αρχεία του Πολέμου και του υπουργείου Εξωτερικών είχαν αφαιρεθεί. Το πρώτο κτίριο γραφείων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας των ΗΠΑ σώθηκε από τις προσπάθειες του Ουίλιαμ Θόρτον του πρώτου αρχιτέκτονα του Καπιτωλίου. Το ναυπηγείο της Ουάσιγκτον κάηκε από τους ίδιους του υποχωρούντες Αμερικανούς και μαζί του δύο υπό ναυπήγηση πλοία.
Λιγότερο από τέσσερις μέρες μετά την έναρξη της επίθεσης, μια ξαφνική, πολύ δυνατή καταιγίδα –πιθανώς ένας τυφώνας– έσβησε τις πυρκαγιές. Η καταιγίδα γέννησε έναν ανεμοστρόβιλο που πέρασε από το κέντρο της πρωτεύουσας, μέσω της λεωφόρου Συντάγματος και σηκώνοντας δύο κανόνια πριν τα πετάξει αρκετά μέτρα μακριά σκοτώνοντας βρετανικά στρατεύματα και Αμερικανούς πολίτες.
Μετά την καταιγίδα, τα βρετανικά στρατεύματα επέστρεψαν στα πλοία τους, πολλά από τα οποία υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Δεν φαίνεται να υπήρχε πρόθεση για μεγαλύτερη παραμονή και η πρόθεσή των Βρετανών ήταν απλώς να εξαλείψουν την πόλη, αντί να την καταλάβουν. Σε κάθε περίπτωση, η βρετανική κατοχή στην Ουάσινγκτον διήρκεσε περίπου 26 ώρες.